Βασίλης Σ. Κανέλλης
Υποκριτικό να ενοχλούνται κάποιοι με την επιλογή της Τσαπανίδου. Και τοξικό να τοποθετούνται κάποιοι σε «δικούς μας» και «δικούς τους»
Από την πρώτη ημέρα που γίνεται κανείς δημοσιογράφος, αυτό που μαθαίνει είναι το τσιτάτο «η δημοσιογραφία είναι ένα καλό επάγγελμα, αρκεί να φύγεις νωρίς». Και να ξέρεις πότε να φύγεις φυσικά…
Είναι μια παραλλαγή αυτού που είχε πει ο φασίστας Μουσολίνι «η δημοσιογραφία σε οδηγεί παντού, αρκεί να ξέρεις να την εγκαταλείψεις εγκαίρως».
Αν και δεν θα έπρεπε, η δημοσιογραφία, κυρίως στην Ελλάδα, έχει μια διπλανή πόρτα… Την πολιτική.
Λες και κάποιοι λειτουργοί του δημοσιογραφικού επαγγέλματος ξέρουν ότι μπορούν κάποια στιγμή στη ζωή τους να μεταπηδήσουν την πολιτική ωσάν να μη συμβαίνει τίποτε.
Νόμιμο μεν, ηθικό όμως;
'Ενας πρώην πρωθυπουργός του Καναδά, ο Στίβεν Χάρπερ είχε πει ότι:
«'Ολοι ξέρουμε ότι οι δημοσιογράφοι γίνονται κακοί πολιτικοί. Ο πολιτικός πρέπει να μεταδίδει ένα μήνυμα, ο δημοσιογράφος νομίζει πως πρέπει να λέει πάντα την αλήθεια».
Κι όπως είχε πει σκωπτικά ο Λίντον Τζόνσον για να περιγράψει τη δημοσιογραφία: «Αν ένα πρωί περπατήσω επάνω στο νερό, την άλλη μέρα οι εφημερίδες θα γράφουν: Ο Πρόεδρος δεν μπορεί να κολυμπήσει».
'Εχει ενδιαφέρον αυτή η μεταπήδηση ενός δημοσιογράφου στην πολιτική, αλλά και η υποκρισία που κατατρύχει τα κόμματα, ανάλογα με την περίσταση.
Αν ο δημοσιογράφος είναι «δικός μας», τότε είναι αντικειμενικός, δεν είχε προκαλέσει ποτέ, ήταν πάντα προοδευτικός, θα προσφέρει στην πατρίδα» και άλλα τέτοια έξυπνα κόλπα για να δικαιολογηθεί η «εισπήδηση» της πολιτικής στη δημοσιογραφία (ή μήπως το αντίθετο;)
Αν πάλι ο δημοσιογράφος που θα αφήσει το επάγγελμα για να πάει σε κάποιο κόμμα είναι αντίπαλος τότε είναι κατά βάση «πουλημένος, σκυλάκι της εξουσίας, υποκειμενικός, γιουσουφάκι του κόμματος, ΑΡΔάκι» και άλλα τέτοια όμορφα.
Το έχουμε ζήσει το σκηνικό ουκ ολίγες φορές στην Ελλάδα. Και φυσικά πείραξε πολλούς η χθεσινή ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ ότι η Πόπη Τσαπανίδου θα είναι η νέα εκπρόσωπος του κόμματος.
Υποκρισία γιατί όλοι κάνουν τα ίδια.
Δεν κρίνουμε εδώ αν κάνουν σωστά οι δημοσιογράφοι που αναλαμβάνουν πολιτικές θέσεις.
Κατά την προσωπική μου γνώμη κάνουν κάκιστα. Από τη στιγμή που επιλέγεις να είσαι δημοσιογράφος και να υπηρετείς (υποτίθεται) την αλήθεια και την αντικειμενικότητα, δεν μπορείς να μεταπηδάς στην πολιτική.
Όμως, έτσι είναι τα πράγματα, γίνεται και θα συνεχίσει να γίνεται αυτή η μετακίνηση.
Το πρόβλημα είναι η υποκριτική ματιά με την οποία κρίνουν οι άλλοι τις επιλογές των αντιπάλων.
Για παράδειγμα, ο Αλέξης Τσίπρας εξευτέλιζε δημοσιογράφους που επέλεξαν να γίνουν πολιτικοί με τη Νέα Δημοκρατία αλλά ο ίδιος είχε ή έχει στην Κοινοβουλευτική του Ομάδα δημοσιογράφους. Τον κ. Βαρεμένο, τον κ. Τριανταφυλλίδη, τον κ. Φίλη, τον κ. Αθανασίου, τη Δώρα Αυγέρη, τον Χρήστο Γιαννούλη, τον Νίκο Ξυδάκη, τον Γιώργο Κυρίτση, τον Γιώργο Καραμέρο, την Αννέτα Καββαδία κ.λπ. Μέχρι διοικητή στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών έκανε δημοσιογράφο, τον κ. Γιάννη Ρουμπάτη.
'Ολοι αυτοί ήταν αντικειμενικοί δημοσιογράφοι που μεταπήδησαν στην πολιτικοί ενώ οι άλλοι είναι ξεπουλημένοι;
Η ΝΔ από την πλευρά της έχει ουκ ολίγους δημοσιογράφους στους κόλπους της: Φ. Πιπιλή, Θ. Ρουσόπουλος, Γ. Λοβέρδος, Σ. Βούλτεψη, Μπ. Παπαδημητρίου, Κ. Γκιουλέκας, Α. Καραμανλή, Α. Αγάτσα, Δ. Μαρκόπουλος, Γ. Ανδριανός, Σ. Κεδίκογλου, Μ. Λαζαρίδης, Γ. Αμυράς, Χρ. Μπουκώρος, Μ. Σπυράκη, ο Δ. Τσιόδρας, Φ. Καρύδας αλλά και παλιότερα Π. Παναγιωτόπουλος, Ε. Λιβανίου, Γρ. Ψαριανός και άλλα ονόματα που ακούγονται για τα ψηφοδέλτια.
Για την αντιπολίτευση όλοι αυτοί είναι ξεπουλημένοι, όπως και για τη ΝΔ οι δημοσιογράφοι του ΣΥΡΙΖΑ είναι «πληρωμένοι», «γιουσουφάκια», κι άλλοι ανοίκειοι χαρακτηρισμοί.
Να τελειώνουμε με το παραμύθι. Κάθε δημοσιογράφος που επιλέγει να γίνει πολιτικός έχει δικαίωμα.
Όμως, θα κουβαλά το παρελθόν του, τις θέσεις του ως δημοσιογράφος, τα γραπτά του και τα ρεπορτάζ του και θα κριθεί για όλα.
Για το αν πήρε κρατικές θέσεις, αν πληρώθηκε από κομματικό χρήμα, αν υπηρέτησε σε εργασία που συνδεόταν με κάποιο κόμμα κ.λπ.
Ο δημοσιογράφος δεν είναι όπως ο νομικός ή ο γιατρός ή ο μηχανικός. Έρχεται σε καθημερινή επαφή με την εξουσία, την κρίνει ή όχι και κρίνεται και ο ίδιος για την αντικειμενικότητά του.
Ως εκ τούτου, η επιλογή της Πόπης Τσαπανίδου για τη θέση του εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ ήταν θα έλεγα αναμενόμενη. Δεν έχει φθαρεί πολιτικά, είναι γνώριμο πρόσωπο, ξέρει τις τεχνικές της κάμερας και της επικοινωνίας.
Ποιος να έβαζε ο Τσίπρας; Έναν μηχανικό να του κάνει επικοινωνία; Μάλλον μαντάρα θα τα έκανε.
Και το ίδιο θα κάνει πιθανότατα και ο Μητσοτάκης στο δρόμο προς τις εκλογές.
Η υποκρισία είναι αυτή που ενοχλεί. Η τοξικότητα, οι «δικοί τους» και οι «δικοί μας».
Αν υπήρχε απαγόρευση σε δημοσιογράφους να γίνονται πολιτικοί να το συζητούσαμε. Αφού δεν υπάρχει, ας τους αφήσουμε να κάνουν τη δουλειά τους και θα κριθούν γι’ αυτήν και για το πόσο καλά την έκαναν. Πριν και μετά.
Τα στερνά τιμούν τα πρώτα, λέει ο λαός, όμως, και τα πρώτα μπορούν να τιμούν τα στερνά.
Πάντα με τραβούσε μια φράση του 'Αρη Αλεξάνδρου που κάλλιστα θα ταίριαζε στην πολιτική, τη δημοσιογραφία και τη… χώρα.
«Το μόνο που μας έμεινε
είν’ ένα τζάμι σπασμένο
κολλημένο βιαστικά
με τέσσερις λουρίδες μαχητικής αρθρογραφίας».
Πηγή: https://www.in.gr/