Πέτρος Τατσόπουλος
Παράγουμε περισσότερες κτηνωδίες από όσες μπορούμε να καταναλώσουμε;
Παράγουμε περισσότερες κτηνωδίες από όσες μπορούμε να καταναλώσουμε; Εξαρτάται. Από καθαρά στατιστική σκοπιά πρέπει να βρισκόμαστε κάπου στη μέση. Σε άλλα μήκη και πλάτη του πλανήτη συμβαίνουν καθημερινά αδιανόητα φρικαλέα πράγματα – μα και πάλι: καμαρώνουμε όταν περνάμε κάτω από τον δικό τους πήχη; Εκεί όπου βαυκαλιζόμαστε ότι ανήκουμε, στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι κτηνωδίες εμφανίζονται λιγότερο συχνά (μολονότι, όταν εμφανίζονται, καταγράφονται ως πιο νοσηρές).
Έπειτα ισχύει και ο διαχρονικός οικονομικός νόμος: η προσφορά τονώνει τη ζήτηση. Διαφορετικά κοστολογεί και, κυριολεκτικά, «πεινάει και διψάει» για κτηνωδίες ένας λαός εθισμένος σε αυτές, πρόθυμος να καταναλώσει όλο και πιο ισχυρές δόσεις: αναλογιστείτε μονάχα τι μας «σκανδάλιζε» πριν από μισόν αιώνα και τι μας «σκανδαλίζει» σήμερα. Τέλος, αξίζει να εστιάσουμε και σε μιαν ακόμη παράμετρο: ελάχιστες είναι οι κτηνωδίες στη χώρα μας που καταλήγουν σε αληθινές τραγωδίες, ώστε να μας υποχρεώνουν να αποστρέψουμε το βλέμμα μας με αποτροπιασμό και να μη θέλουμε ούτε να τις σκεφτόμαστε, πόσω μάλλον να τις συζητάμε. Η πλειονότητα των κτηνωδιών στην Ελλάδα παραμένει στη σφαίρα των προθέσεων. Στην γκρίζα ζώνη της «πλάκας».
Το πρόσφατο περιστατικό του Ρομά με νοητική υστέρηση, που του έριξαν εύφλεκτο υλικό κάποιοι «πλακατζήδες» συμπατριώτες μας, εντάσσεται σε αυτήν την κατηγορία: της κτηνωδίας που δεν εξελίχθηκε σε τραγωδία, αν και θα μπορούσε. Αναμφίβολα, οι «πλακατζήδες» στη συγκεκριμένη περίπτωση αξιολόγησαν ως υπέρτερης σημασίας το να «σπάσουν πλάκα» με τον τρόμο του «χαζούλη» από το πολύ πιθανό ενδεχόμενο να του προκαλέσουν οδυνηρά εγκαύματα.
Ως προς τον εν λόγω «τρόπο σκέψης» (εν προκειμένω, η «σκέψη» ως ευφημισμός), οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι «πλακατζήδες» δεν ακολούθησαν πιστά παρά μια μακρά εθνική μας παράδοση: ο «τρελός του χωριού» ως περίγελος και κόμβος εκτόνωσης των υπολοίπων. Για ποια άλλη αιτία να επέτρεψε ο καλός Θεός την ύπαρξη αυτών των δύστυχων πλασμάτων στον πλανήτη, αν όχι για να γελάμε εις βάρος τους εμείς οι «ξύπνιοι» και, παρεμπιπτόντως, να επιδεικνύουμε τη φιλανθρωπία μας ελεώντας τους κάθε Πάσχα και κάθε Χριστούγεννα;
Λησμονούμε ίσως ότι στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, μόλις την προπερασμένη δεκαετία, προτού ο τυφώνας της πολιτικής ορθότητας μας αναγκάσει να κρύψουμε ανάλογες συμπεριφορές κάτω από το χαλί, τα άτομα με νοητική υστέρηση αποτελούσαν το «κυρίως πιάτο» σε ορισμένα ψυχαγωγικά τηλεοπτικά προγράμματα υψηλής τηλεθέασης. «Πρέπει να ξέρεις», μου είχε εξομολογηθεί σε μια συνέντευξή της τον Μάρτιο του 2004 η πιο γνωστή παρουσιάστρια αυτών των προγραμμάτων, «ότι δεν γνωρίζω εκ των προτέρων τι θα αντιμετωπίσω. Δεν γνωρίζω παρά σε πολύ αδρές γραμμές το πρόβλημα του ανθρώπου που κάθεται απέναντί μου. […] Δεν πιστεύω ότι τους εκμεταλλεύομαι. Για την ακρίβεια, δεν πιστεύω ότι τους εκμεταλλεύομαι περισσότερο από όσο με εκμεταλλεύονται εκείνοι. […] Κανέναν δεν φέρνουμε στο στούντιο δια της βίας. Ούτε ψάχνουμε να βρούμε εμείς τις περιπτώσεις. Μόνοι τους μας τηλεφωνούν. Μόνοι τους έρχονται». Για τις ανάγκες της συνέντευξης παρακολούθησα το γύρισμα μιας εκπομπής και διαπίστωσα του λόγου το αληθές: η θύτις και τα θύματα, αν και με ολότελα διαφορετικά κίνητρα, μοιράζονταν το αίσθημα ευφορίας. «Κοινό και καλεσμένοι», σημείωνα, «προέρχονται από την ίδια δεξαμενή. Τη μια μέρα μπορεί να κάθεσαι στις κερκίδες, έτοιμος να τραγουδήσεις ή να χειροκροτήσεις στο πρώτο παράγγελμα, και την αμέσως επόμενη να καθίσεις απέναντι στην ιέρεια για να διεκδικήσεις λίγα ψίχουλα καλοσύνης». Εξυπακούεται ότι απουσίαζε η πρόκληση οδύνης, τουλάχιστον σωματικής· ήταν το μοναδικό ανάχωμα που χώριζε τον εξευτελισμό από την κτηνωδία.
Πηγή: https://www.in.gr/