(γράφει η Πόπη Μανιά).
Για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο
Στη Δραπετσώνα, μια βραδιά σαν τη σημερινή, γράφτηκε άδοξα η λέξη «Τέλος» σε μια ταινία, μία και μοναδική, που επί 44 χρόνια γύριζε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Μια ταινία με πολλά κεφάλαια, τις ταινίες του δηλαδή, σαν τις νότες μιας μουσικής που επανέρχονται, άλλοτε χαμηλόφωνα, άλλοτε σε κρεσέντο. Μας πρότεινε όσα έζησε, όσα ονειρεύτηκε, όσα επιθύμησε, όσα τον πονούσαν.
Πιασμένος, εννιάχρονος, στο χέρι της μαυροφορεμένης μάνας, να ψάχνουν μαζί παντού, ανάμεσα σε ζωντανούς και πτώματα, να αναγνωρίσουν τον πατέρα που είχαν συλλάβει, καταδικάσει σε θάνατο. Οι βαθιές χαραγματιές του Εμφυλίου δεν επουλώθηκαν ποτέ, πώς θα μπορούσαν άλλωστε! Ζωντανές, συναρπαστικές, τραγικές «ζωγραφίστηκαν» με χρώματα μουντά, με ομίχλη, με χιόνι και θάλασσα στις 14 «Παραλλαγές για ένα Θέμα» που αδιάκοπα, με ασίγαστο πάθος και απίστευτη επιμονή, δημιούργησε έκτοτε.
Ο πατέρας σώθηκε, επέστρεψε, η μάνα κεραυνοβολημένη τον υποδέχθηκε καθώς φάνηκε από το βάθος του δρόμου. Μετά κάθισαν απλά όλοι στο τραπέζι. Αυτό έγινε η πρώτη σκηνή της «Αναπαράστασης».
Τα μεγάλα γεγονότα της ζωής έχουν τέτοια βαρύτητα που παγώνει τον χρόνο. Όταν κινείσαι ταυτισμένος με τον χρόνο -ο Τ.Σ.Έλιοτ έλεγε, «ο χρόνος είμαστε εμείς»-γίνεσαι ο χρόνος. Ενώ τα υπόλοιπα κινούνται γύρω σου, εσύ παραμένεις ακίνητος. Αυτός ο «χρόνος» έντυσε τις ταινίες του, αργός, επώδυνος. Αναζητώντας τον εαυτό σου, τις αιτίες, τις απαντήσεις δεν βιάζεσαι ποτέ.
Ο μόνος τρόπος για να αντέξεις τον κόσμο είναι να αντιληφθείς την ποιητική του εκδοχή. Πολύ πιο σκληρή συνήθως από τον ίδιο τον ρεαλισμό. Η ποίηση ιχνηλατεί τις διαστάσεις που η αντίληψή μας αδυνατεί να συλλάβει. Σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως ήταν η δική του, αυτός ο λόγος ο ποιητικός, ο λιτός και συμβολικός, εκφράστηκε με τόση σαγήνη, τόσο υποβλητικό τρόπο στο σέλλουλοϊντ, μέσα από ασύλληπτης ομορφιάς εικόνες. «Ο ποιητής των εικόνων» μας χαρίστηκε στη ζωή αυτή. Έγινε σύμβολο. Τα τοπία της καταχνιάς, της μοναξιάς, χαρακτηρίζονται πια ως «τοπία του Αγγελόπουλου».
Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Το λιβάδι που δακρύζει
«Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω…ξεχάστε με στη θάλασσα…»
Στο σπίτι μας στην Ύδρα, προτιμούσε να μένει στις βεράντες να κοιτάει ατελείωτα τη θάλασσα, ξεχασμένος στις εικόνες της, βυθισμένος στα ταξίδια της ψυχής. Την τελευταία εκδοχή του σεναρίου της «Άλλης Θάλασσας», την 102η!, την τελείωσε εκεί. Για άλλη μια φορά, προφητικός, θα μιλούσε για την «νέα εποχή» στις κοινωνίες, για τον κόσμο των μεταναστών που δεν θα διαφέρουν πλέον από τους γηγενείς, μια που όλοι γινόμαστε αργά «μετανάστες», ξεριζωνόμαστε με κάθε έννοια από τον «τόπο» μας, όπως και αν αυτό ορίζεται, αναζητώντας να ανοίξουμε τους κλειστούς ορίζοντες που κυριαρχούν πια στη ζωή μας.
Είχε ήδη μιλήσει για τα σύνορα, τα όρια, των κρατών, του έρωτα, το τέλος ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, για την πτώση των συμβόλων, την διάψευση των οραμάτων.
Είχε μιλήσει με τις ταινίες του, μιλούσε και καθημερινά, ακριβώς για όλα αυτά, με εκείνους που είχαν την εξαιρετική τύχη να βρίσκονται κοντά του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αλλά και με το κοινό σε κάθε ευκαιρία.
Η παρουσία του μέσα από το έργο του ήταν καθοριστική για κάθε παθιασμένο κινηματογραφόφιλο, ένα ορόσημο. Έτσι, όταν συνέβη να γίνει ένα μέρος της αληθινής ζωής μας, κανείς δεν παραξενεύτηκε. Ήρθε σαν να ήταν -και ήταν- πάντα παρών. Σαν να άνοιξες μια πόρτα ξύλινη μασίφ, μισόκλεισες τα βλέφαρα για να δώσεις σχήμα στο μισοσκόταδο που πρόβαλε μπροστά σου και άρχισες να ανακαλύπτεις τα μύχια.
Κρατούμε τις κουβέντες μας, τα γέλια, τα τραγούδια, τις χαρούμενες στιγμές, τα ανέκδοτα περιστατικά, τις πολιτικές συζητήσεις, τη γοητεία της παρουσίας, την υπέροχη χροιά της φωνής που μας μαγνήτιζε, τις ατελείωτες διηγήσεις από το μεγάλο του ταξίδι.
Κρατούμε τις ταινίες του, όλες, σαν σκηνές από μία ταινία, μία και μοναδική όπως έλεγε, η οποία θα διένυε τον χρόνο της ζωής του, χωρίς να έχει τέλος, παρά μόνον εκείνο που θα ερχόταν, όταν η ζωή θα περνούσε το όριο προς τον θάνατο. Αυτό έγινε στις 24 Ιανουαρίου 2012.
Πόπη Μανιά
Μαρούσι, 24 Ιανουαρίου 2018
Πηγή:photologio.gr