Η αφαίμαξη κάποιου που πενθεί δεν είναι μια απλή προσβολή. Είναι μια ὕβρις.
Ο προνοητικός επιχειρηματίας πρέπει να διαθέτει μια αλυσίδα ζαχαροπλαστείων, γυμναστηρίων και γραφείων κηδειών: τα δύο πρώτα (στεγαζόμενα, ει δυνατόν, στο ίδιο κτιριακό συγκρότημα) θα μας υπενθυμίζουν την αέναη πάλη ανάμεσα στην ακατανίκητη έλξη προς την απόλαυση και την αδήριτη ανάγκη να διατηρήσουμε τη φόρμα μας, ενώ τα τρίτα θα αναλαμβάνουν να μας παραλάβουν όταν ο αγώνας λήξει οριστικά εις βάρος μας. Εξυπακούεται ότι είναι εξίσου λειτουργικές και πλείστες όσες παραλλαγές, όπως τα ανθοπωλεία με τα μαιευτήρια ή τα κέντρα ελέγχου θυμού με τα σκοπευτήρια, συνδυασμοί απαραίτητοι για να μη λησμονούμε ότι στις μεγάλες μας χαρές και στις μεγάλες μας λύπες πάντοτε θα ελλοχεύει κάποιος αετονύχης για να μας αλαφρώσει από το παραδάκι μας. Ο κύκλος της ζωής, από το λίκνο έως το μνήμα, ήταν ανέκαθεν ευάλωτος σε κάθε μορφής εκμετάλλευση.
Ωστόσο, δεν επιδεικνύουμε την ίδια ευθιξία στις απόπειρες εκμετάλλευσης της χαράς μας και στις απόπειρες εκμετάλλευσης της λύπης μας. Εξ ορισμού η χαρμονή εγγράφεται στο υποσυνείδητό μας ως κάτι ανάλαφρο, ενώ το πένθος ως κάτι ιερό. Στο τέλος μιας εξαντλητικής ημέρας, ύστερα από έναν γάμο ή μια βάφτιση, η ανακάλυψη ότι κάποιος ή κάποιοι μπορεί να εξέλαβαν εξαρχής τη δική μας ευφροσύνη ως ευκαιρία προκειμένου να στήσουν το δικό τους εισπρακτικό αποστακτήριο, ίσως και να σχηματίσει στα χείλη μας ένα μελαγχολικό χαμόγελο, αλλά τίποτε περισσότερο.
«Δεν βαριέσαι», θα μονολογήσουμε, «πόσες φορές παντρεύεται κανείς;» ή «πόσες φορές βαφτίζει κανείς το παιδί του;». Δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο με το πένθος – και όχι μόνο επειδή «μία φορά πεθαίνεις». Εδώ μας πατούν έναν αόρατο μα βαθύ, σχεδόν αταβιστικό υπαρξιακό κάλο. Η αφαίμαξη κάποιου που πενθεί δεν είναι μια απλή προσβολή. Είναι μια ὕβρις.
Καθώς έρχονται στο φως ολοένα και πιο πολλές μαρτυρίες για την Κιβωτό του Κόσμου, μας δίνονται καθημερινά και νέες αφορμές για σκανδαλισμό. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πόσες από αυτές τις μαρτυρίες ευσταθούν, ούτε και σκοπεύω να υποκαταστήσω τις εισαγγελικές Αρχές στο επίμοχθο έργο τους. Μολαταύτα, το κυτίο εισφορών της «Κιβωτού» από κηδεία σε κηδεία ήταν κάτι που είχε υποπέσει στην αντίληψη των περισσοτέρων μας.
Κατ’ ουσίαν ήταν ένα περιφερόμενο παγκάρι· αφού δεν πήγαινε ο Μωάμεθ στο βουνό, πήγαινε το βουνό στον Μωάμεθ. Δεν αμφιβάλλω επίσης ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων, εάν όχι σε όλες, το κυτίο βρισκόταν εκεί με τη συναίνεση της οικογένειας που πενθούσε, όπως και ότι η ίδια η οικογένεια μπορεί να παρότρυνε όσους προσέρχονταν στην κηδεία να καταθέσουν τον οβολό τους στο κυτίο «αντί στεφάνου» – αλλά αυτό, θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω, δεν καταπραΰνει τον σκανδαλισμό μας, τουναντίον τον επιδεινώνει: το brand name της Κιβωτού επενεργούσε ως κράχτης ότι η εισφορά μας θα καταλήξει «σε καλή μεριά», δεν πρόκειται να πάει χαμένη. Το όνομα ήταν η εγγύηση.
Ειδικότερα, σε κηδείες πολιτικών ή καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων, όπου αναμένεις εκ των προτέρων ευρεία δημοσιογραφική κάλυψη, το κυτίο της Κιβωτού άγγιζε, εξυπηρετούσε κι εκμεταλλευόταν πολλαπλές ανθρώπινες χορδές, από τις υψηλότερες έως τις ευτελέστερες: την επιθυμία σου να βοηθήσεις τα αθώα ανυπεράσπιστα παιδιά της Κιβωτού και την ίσως ακόμη ισχυρότερη επιθυμία σου να επιδείξεις τα φιλανθρωπικά σου κίνητρα μπροστά στις κάμερες, ώστε να επικοινωνήσεις το μήνυμα και τον φορέα του ταυτόχρονα. Α, σίγουρα.
Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης θα ήταν πλήρως ικανοποιημένοι με αυτόν τον ορισμό για την ὕβριν· ούτε θα είχαν την παραμικρή αμφιβολία για την παρεπόμενη µῆνιν των θεών.
Πηγή: https://www.in.gr/