Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

ΣΑΝ ΒΓΩ ΣΤΟ ΞΕΦΩΤΟ!

Αναδημοσίευση από το προσωπικό Facebook του Κυριάκου Δοσαρά

Δεν σου κρύβω, ότι κι εμένα με φόβισαν των μισάνθρωπων οι μαύροι ίσκιοι γιατί μου ' κρυψαν τον ήλιο των παιδικών μου χρόνων, και δεν υπάρχει μεγαλύτερη απογοήτευση για ένα παιδί από το να του φυγαδεύουν τον ήλιο, από την πίσω πόρτα των ονείρων του.

Δεν σου κρύβω, ότι με κούρασαν οι ατέλειωτοι χειμώνες, καθώς έτσι μοβόροι κι άπλειστοι που μεταμφιέστηκαν από την εξουσία που τους δόθηκε χωρίς να το αξίζουν, φλερτάρουν να μαυρίσουν και τα καλοκαίρια μου, που γίνηκαν τόσο μα τόσο αδύναμα πιά να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, να προσφέρουν στα χέρια μου τα λουλούδια τους, να με ντύσουν με τα κρυστάλλινα νερά τους, έτσι ρακένδυτο ζητιάνο που με κατάντησαν τα σκιάχτρα αυτού του κόσμου.

Δεν σου κρύβω, ότι δάκρυσα κι εγώ τα βράδια, όταν κι η ποίηση φάνηκε να με εγκαταλείπει ενώ την είχα τόσο ανάγκη. Της άπλωνα το χέρι εκεί κατά το μεσονύχτι, όταν και τα πουλιά νοιώθουν ασήκωτη τη μοναξιά τους, κι εκλιπαρούν τιτιβίζοντας Τον ύψιστο για λίγη προσοχή, κι η απελπισία μου για το κατάντημα των ανθρώπων γίνηκε κραυγή που γρήγορα όμως πνιγόταν ανάμεσα στις ψάθινες χούφτες των σκιάχτρων που κρατούν τις χειροπέδες μας.

Δεν σου κρύβω, ότι έθαψα κι εγώ το μοναδικό περιουσιακό μου στοιχείο που είχα από έφηβος, το χαμόγελό μου, βαθιά μέσα στις τσέπες εκείνου του αξέχαστου κοντού καρό παντελονιού, που διπλωμένο τούτη την ώρα στην ξύλινη ντουλάπα του πατρικού μου σπιτιού, αναμένει όπως όλοι μας άλλωστε, και την δική του ανάσταση.

Δεν σου κρύβω, πως διακαώς επιθυμώ κάποια στιγμή να λογοδοτήσουν τούτα τα σκιάχτρα που σου μίλησα, γιατί κατάντησαν την πατρίδα μου, μιά αξιοθρήνητη πόρνη του κακού καιρού, που για λίγα ευρώ, εκδίδεται ασύστολα μπροστά στα αθώα ακόμη μάτια των παιδιών της, δημόσια και μέρα μεσημέρι στους δρόμους, τα πάρκα, τις πλατείες, και τις αγορές, σαν τα αδέσποτα σκυλιά που αισθάνονται ότι σε λίγο θα ψοφήσουν, από τις φόλες των καταραμένων σκιάχτρων που σου μίλησα πρίν.

Δεν σου κρύβω, πώς νοιώθω παρά την αναξιότητά μου, πώς σε λίγο καιρό, θα με αφήσει το χέρι της μητέρας, γιατί πρέπει εκείνη να τραβήξει τον δρόμο που της ορίστηκε πρός το ξέφωτο του ουρανού, και ίσως γνωρίζεις, ίσως έχεις βιώσει, πόσο πονά το να σε αφήσει το χέρι της μητέρας σου, ενώ βρίσκεσαι καθοδόν στα στενά σκοτεινά σοκάκια, μιάς άγνωστης ατέλειωτης ακόμη διαδρομής.

Δεν σου κρύβω, πως ακόμη και τούτη την ύστατη ώρα, όπου σταθώ για ν ' αναπνεύσω τη ρίγανη του βουνού, το μελισσοκέρι της εκκλησιάς, το φρέσκο ιώδιο της κυρά θάλασσας, το απαλό φόρεμα του νυχτολούλουδου, την φρεσκάδα του φρεσκοπλυμένου φεγγαριού, να νοιώσω στα χέρια μου την δροσοσταλίδα του πρωινού ιδρώτα του δικού μου ουρανού, να χαθούν τα δάχτυλά μου ανάμεσα στα σπαστά μαλλιά της ξανθής μου μούσας, και να ακουμπήσω το σκαρί μου, κάτω από τον ίσκιο του γέρικου πλατάνου, που ξενυχτά ακόμη αγέρωχος παρά τα χρόνια του, στο έμπα του χωριού της μάνας, έστω και τώρα...

...ποθώ όσο ποτέ, να βγώ στο ξέφωτο που θα με κάνει και πάλι παιδί, καθώς με κούρασε ο εγκλεισμός κι η ατελεύτητη μοναξιά, ανάμεσα στους κρύους τοίχους του κόσμου των μεγάλων.

Κι όπως δειλά ψελλίζω σαν ικεσία, για ν ' αντλήσω λίγη παρηγοριά από της Παναγιάς τα ευλογημένα αποθέματα...

''Τι κι αν υψώνονται γύρω μας σαν τείχη απόρθητα, οροσειρές, βουνά...
Εμείς, την βλέπουμε την θάλασσα''.

 ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΔΟΣΑΡΑΣ