Σπίτι με Κήπον
Ήθελα νάχω ένα σπίτι εξοχικό
μ’ έναν πολύ μεγάλο κήπο – όχι τόσο
για τα λουλούδια, για τα δένδρα, και τες πρασινάδες
(βέβαια να βρίσκονται κι αυτά· είν’ ευμορφότατα)
αλλά για νάχω ζώα. Α νάχω ζώα!
Τουλάχιστον επτά γάτες – η δυο κατάμαυρες,
και δυο σαν χιόνι κάτασπρες, για την αντίθεσι.
Έναν σπουδαίο παπαγάλλο, να τον αγροικώ
να λέγει πράγματα μ’ έμφασι και πεποίθησιν.
Από σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.
Θάθελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).
Κ’ εξ άπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα
τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,
να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ η κεφαλές των.
γάιδαρος ο [γáiδaros] Ο20α θηλ. γαϊδούρα* & γαϊδάρα [γ(ai)δára] Ο25α : ΣYN γαϊδούρι. 1. τετράποδο ζώο της οικογένειας του αλόγου, με χαρακτηριστικά μεγάλο κεφάλι και αυτιά, που χρησιμοποιείται ως υποζύγιο. [μσν. *γάιδαρος (πρβ. μσν. γάδαρος, γαϊδάριον) < αραβ. gadar, gaidar -ος· γάιδ(αρος) -άρα· γάιδαρ(ος) -άκος.
Είπ’ ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Ο κουζουλός ο γάιδαρος, πάντα πουλάρι δείχνει.
Ένας γάιδαρος είναι στην Πόλη.
Ο γάιδαρος φέρνει τα κρυφά.
Τον ευπειθή γάιδαρο φορτώνουν περισσότερο.
Όποιος κεντάει τον γάιδαρο μυρίζει και τις πορδές του.
Και παντρεμένος γάιδαρος κι ανύπαντρος γομάρι.
Αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα.
Ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δε μετράει (ή δε λογαριάζει).
Χτυπάει το σαμάρι για ν’ ακούσει το γαϊδούρι.
Το γαϊδούρι το δεμένο τρώει χορτάρι διαλεγμένο.
Φταίει ο γάιδαρος και δέρνουν το σαμάρι.
Σκάει γάιδαρο.
Έδεσε το γάιδαρό του.
Να σου χέσω το γάιδαρο.
Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει!
Όσο λείπει ο αφέντης κανένα δεν νοιάζει, μα όσο λείπει ο γάιδαρος, ούλοι βαρυγκομάνε.
Απ’ τα γρίβα τ’ άλογα, στα κούντρικα γαϊδούρια!
Κατά φωνή κι γάιδαρος (ή ο Λάζαρος).
Άλλα λογαριάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουριάρης. Γάιδαρος αμολητός, συμφορά στα λάχανα.
Βαγενάδες [=τεχνίτες, μαραγκοί που φτιάχνουν βαγένια, βαρελάδες] και γαϊδάροι, ένα μήνα έχουν τη χάρη.
Φόντας θα σέβει το γομάρι στην καρυά [= ποτέ].
Είσαι για το γομάρι καβάλα.
Γομάρι οπού δε δύνεσαι, μη θέλεις να σηκώσεις.
Ο νοικοκύρης βγάζει το γομάρι απ᾿ τη λάσπη.
Πίνακας του Émile Constant.
Υγεία έχουν και τα γομάρια αλλά μόνο γκαρίζουν.
Απ’ τ’ άλογο στο γομάρι.
Μεσιακό γομάρι, το τρώει ο λύκος.
Γουμαρνός πρόσωπος, χαριτωμένη ζωή.
Σφίγγει η μύγα το γομάρι, το διαβαίνει το μουλάρι.
Έκαμα το γάιδαρο κι ετσούλωσε τ’ αυτιά του και πήρε το σαμάρι του και πήγε στην κυρά του.
Βόσκει ο γάιδαρος εκεί που θα τον δέσουν.
Δείξε βρώμη στο γάιδαρο κι έρχεται.
Τι ξέρει ο γάϊδαρος απο σφουγγάτο;
Γάιδαρος αμολητός, αλίμονο στα λάχανα.
Αρχοντοχωριάτης, χοντρογάιδαρος.
Γάιδαρος δεμένος, νοικοκύρης ξένοιαστος. (ή σφαλισμένος). Γαϊδουροκαλόκαιρο.
Σαν βαρβάτεψε ο γάιδαρος δεν το μπορεί το καπίστρι. Γάιδαρος πάντα γάιδαρος κι ας του φοράνε σέλα.
Πούλα τ’ άλογό σου και κράτα το γάιδαρό σου.
Εγώ γαϊδούρι έχασα, χορτάρι μη φυτρώσει.
Όσο καλός κι αν είναι ο γάιδαρος, πάλε γάιδαρο τον κράζουν.
Μην κουνάς τα πόδια σου πριν ανεβείς στο γάιδαρο.
Άλλα σκαμπάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουριάρης (ή ο γαϊδουρολάτης).
Άνθρωπος μεθυσμένος, γάιδαρος σαμαρωμένος.
Όταν σου χαρίζουν ένα γάιδαρο, μην τον κοιτάς στα δόντια. Κάθε πουλί με τη λαλησιά του και κάθε γάιδαρος με την γκαρισιά του.
Πάνω που έμαθε ο γάιδαρος να μην τρώει, ψόφησε.
Να πουλήσουμε το γάιδαρο, να φτιάξουμε σαμάρι. Ζωντόβολο επήγε, γαϊδούρι εγύρισε.
Είπαν τα γαϊδουρόπουλα τη μάνα τους γαϊδούρα.
Κι αν έχει ο γάιδαρος φωνή, για ψάλτη δεν τον κράζουν. Γέρος γάιδαρος καινούρια περπατησιά δε βγάζει.
Τον αγά και γάιδαρο να τον ιδείς, να μην τον καβαλήσεις. Κάνε αστείο σε γαϊδούρι και θα φας κλοτσιά στη μούρη. Όταν ψοφήσουν τ’ άλογα, τιμή έχουν τα γαϊδούρια.
Σα μανίσει ο γάιδαρος, μπροστερεύει τ’ άλογο.
Αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου, ένα.
Όσο και να δουλέψει ο γάιδαρος, αγκάθια τον ταΐζουν.
Είδα γάιδαρο με σέλα και τσομπάνο με ομπρέλα.
Βαγενάδες [= βαρελάδες] και γαϊδάροι, ένα μήνα έχουν τη χάρη.
Ο γέρος γάιδαρος στράτα δε μαθαίνει.
Ψάρι μπαρμπούνι διάλεγε και γάιδαρο καμπούρη, γυναίκα ψηλοκάβαλη και χοίρο μακρυμούρη.
Γάιδαρος ειν’ ο γάιδαρος, κι αν εφορεί και σέλα, / κι η γριά κι αν ομορφίζεται, δε γίνεται κοπέλα.
Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Κι αν στόλισες το γάιδαρο, γι’ άλογο δεν περνιέται.
Ήταν στραβό το κλήμα, το ‘φαγε κι ο γάιδαρος.
Του γαϊδάρου η προκοπή, άχερα μες το παχνί.
Δέσε το γάιδαρο κι ας τονέ φάει ο λύκος.
Ο καλός ο σαμαράς σκέφτεται και τον γάιδαρο.
Αξαίνει ο γάιδαρος, κονταίνει το σαμάρι.
Από γάιδαρο, γαϊδουριά να περιμένεις.
Γάιδαρος σε πίνακα του Émile Constant.
Εγκάριξεν ο γάιδαρος κι είπεν «άχερος».
Γκαστρώνει γαϊδούρα στον ανήφορο.
Κάλιο κουτσό γαϊδούρι, παρά τσινιάρικο μουλάρι.
Βόδι λαμνάτο αγόραζε και γάιδαρο καμπούρη.
Βρήκε ψόφιο γάιδαρο και του ‘βγαλε τα πέταλα.
Δυο γαϊδάροι σε μια τάβλα δεν τρώνε.
Άνθρωπος κοιμώμενος, γάιδαρος δεμένος.
Απροσκάλεστος γάιδαρος, έτοιμος σύντεκνος.
Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
Γάιδαρο σκουντάς, πορδές θ’ ακούσεις.
Γάιδαρος αμολητός, κύρης και νοικοκύρης.
Γάιδαρος αμολητός, μαγκουφιά (ή συμφορά) στα λάχανα. Γάιδαρος νεροκουβαλεί, τ’ αφεντικό τρώει και πίνει. Γαϊδούρι ξεκαπίστρωτο.
Τρανή γαϊδούρα, μεγάλη καμπούρα.
Καβάλα στο γάιδαρο και τον γάιδαρο γύρευε.
Καβαλικεύω γάιδαρο ώσπου να βρω ένα άτι.
Γαϊδάρου μύθον έλεγαν κι αυτός τ’ αυτιά του ετσιούλωνε [= τέντωνε, σήκωνε].
Γαϊδάρου λύρα έπαιζαν κι αυτός τ’ αυτιά του τάραζε. Γαϊδουρινή υπομονή, αφεντική ζωή.
Γαϊδουρινή υπομονή, ποτέ κακό δεν προξενεί.
Γαϊδούρι στον κατήφορο, μουλάρι στον ανήφορο και άλογο στον κάμπο.
Γαϊδουρινό το πρόσωπο, ζωή χαριτωμένη.
Το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος.
Άλλα πάσχει ο γάιδαρος κι άλλα τον ευρίσκουνε.
Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί, ήλιος και φεγγάρι παντρεύονται οι γαϊδάροι.
Για μισό πούντο έχασε ο μισέ-Τζανής το γάιδαρό του.
Για το γαϊδούρι του τεμπέλη έκανε ο Θεός τ’ αγκάθια.
Αν δεν πέσει ανάσκελα ο γάιδαρος, Θεό δε βλέπει.
Άντρα, γουρούνι, γάιδαρο, το ποιον να πρωτοκλάψω;
Αν έσφαλε ο γάιδαρος, τι φταίει το σαμάρι;
Αν κελαηδάει ο γάιδαρος, γκαρίζουν τ’ αηδόνια.
Ανέβη ο γάιδαρος στην καρυδιά.
Αν νόγαγαν τα γαϊδούρια, θα σκότωναν τ’ αφεντικά τους. Ξένο γάιδαρο καβαλικεύεις;
Γρήγορα θα σε γκρεμίσει.
Όσο κάθεται ο γάιδαρος μεγαλώνει η ουρά του.
Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
Αν δεν κλωτσήσει ο γάιδαρος, δεν τον ξεφορτώνουν.
Άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος.
Μητ’ ο σκύλος τρώει τ’ άχυρο, μήτε τον γάιδαρο αφήνει. Λύσε το γάιδαρο, πιάσε τ’ αχνάρια του.
Ν’ άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν.
Μη γελάσεις το γομάρι, γιατί στην ανάγκη σου θα το καβαλικέψεις.
Σηκώθηκαν οι άνθρωποι και κάτσαν οι γαϊδάροι.
Κουτσαίνει ο γάιδαρος απ’ τ’ αυτί;
Κάλλιο γάιδαρος δικός μου, παρά νιο άλογο και ξένο. Ξερακιανός γάιδαρος, αφανισμός στο άχυρο.
Ο γάιδαρος άμα πιει και ξεδιψάσει, ρίχνει στον κάδο του κλωτσιά.
Ο γάιδαρος δεν πατά στη λάσπη.
Ο γάιδαρος κι αν κουτσαθεί, τον λύκο καρτερεί.
Ο Νοέμβρης σαν θα έρθει τα γομάρια κλείνει μέσα.
Ο γάιδαρος τον μήνα Μάρτη γκαρίζει.
Ο δούλος κι ο γάιδαρος, πρώτοι στην αγγαρεία και τελευταίοι στο ταΐνι.
Τα γέρικα γαϊδούρια Φλεβάρη ψοφάνε.
Πίσω απ’ τα τουφέκια και μπροστά απ’ τα γαιδούρια (να στέκεσαι).
Κατά φωνή και ο γάιδαρος.
Χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γαϊδούρι είναι.
Τον χαμηλό τον γάιδαρο όλοι τον καβαλάνε.
Στο γάμο πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα.
Αλί στον Αλή, πούχασε το γάιδαρο και πιλαλεί [= τρέχει].
Σε ξένο γάιδαρο καβάλα γρήγορα και κατέβα γρήγορα. Όποιος πουλήσει τον γάιδαρό του, ζαλώνεται [= παίρνει φορτίο στη ράχη του].
Όποιος χαϊδεύει γάιδαρο καβαλίνες θα μαζέψει.
Όπου αγοράσει γάιδαρο και πουλήσει γάιδαρο, είναι χειρότερος γάιδαρος.
Συνεταιρικό γαϊδούρι ή του λύκου ή του ψόφου.
Σφίγγει η μύγα το γαϊδούρι και διαβαίνει τ’ άλογο.
Τα αγκάθια π’ αγκυλώνουν, τον γάιδαρο τυλώνουν.
Αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει το σαμάρι.
Ακόμη στο γκατζιόλι [= γαϊδούρι] δεν ανέβηκε, τα ποδάρια κουνάει!
Απολύθηκε ο γάιδαρος; Αλιά από τα λάχανα.
Τα στραβά τα γαϊδούρια βόσκουν τη νύχτα.
Άνδρας πάνω σε γάιδαρο.
Πίνακας του Jose Moreno Carbonero.
Το ένα γαϊδούρι θέλει ενάμιση.
Η κατάρα είναι γαϊδούρα που επιστρέφει πάντα στον αφέντη της.
Μη μας βγάλουν στο γομαροπάζαρο.
Καταλάβει, δεν καταλάβει ο γάιδαρος, τ’ αυτιά του δεν κουνάει.
Κατά τον γιατρό και το γαϊδούρι του.
Δώδεκα Μυτιληναίοι φορτώνανε ένα γάϊδαρο καί πάλι φώναζαν, «ανάθεμα τη μοναξιά». Εκατό Καρδαμυλίτες ένα γάϊδαρο φορτώναν.
Αντί να σειέται ο γάϊδαρος, σειέται το σαμάρι.
Εγω ‘μαι κι η γαϊδάρα μου και τρία κουβέλια στάρι. Μαντζουράνα στο κατώφλι, γάιδαρος στα κεραμίδια.
Δεν τόχω για τον ψόφο του γαϊδάρου μου, όσο για τα ρωτήματα του κόσμου.
Δίνει του σκύλου άχυρα και του γαϊδάρου κρέας.
Η γαϊδούρα σαράντα πουλάρια έκανε και το σαμάρι δεν της έλειψε (ή το φορεί).
Μικρό γαϊδούρι, πάντα πουλάρι.
Τον γάιδαρο δεν τον ρωτούν όταν τον σαμαρώνουν.
Στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό.
Γάιδαρος φορτωμένος χρυσάφι.
Βαράει το σαμάρι ν’ ακούσει ο γάιδαρος.
Γαϊδάρου μύθον έλεγαν κι αυτός τ’ αυτιά του τέντωνε. Γαϊδουρινή μουτσούνα, αφεντική ζωή.
Έκανα τον γάϊδαρο και ετούρλωσε τ’ αυτιά του και πήρε το σαμάρι του και πήγε στην κυρά του.
Πρώτα πάρε το γαϊδούρι και μετά το σαμάρι.
Γαϊδάρου φωνή στον ουρανό δε σώνει.
Μεγάλωσε το γαϊδουράκι, μίκρυνε το σαμαράκι.
Γάιδαρος που δεν ‘μποδίζει, άφησέ τον κι ας γκαρίζει.
Και τα βαριά στο γάιδαρο και τα ελαφριά στο γάιδαρο.
Δεν γνωρίζουν οι γαϊδάροι πώς το τρώνε το χαβιάρι.
Ο κουζουλός ο γάιδαρος πάντα πουλάρι δείχνει.
Γομάρι σ’ έριξε, γομάρι θα σε σηκώσει.
Όλοι με χρυσά βελούδα, ποιος τα βόσκει τα γαϊδούρια;
Δύο γαδάροι εμάλωναν εις ξένην αχερώνα. Πολ. Κάποιον χαρίζαν γάιδαρο κι έψεγε τα δόντια του. Πολ. Ξεύρει ο γάδαρος τι ΄ναι το κυδωνάτο; Πολ. Ο γάιδαρος κουβαλεί κρασί και πίνει νερό. Ο γάιδαρος ψοφά στο βουνό κι η ζημιά στο σπίτι έρχεται. Πολ. Όλο το γάιδαρο εφάγαμε και στην ουρά απομείναμε. Πολ. Οπού παίζει με τον γάδαρον κάμνει χρεία να δέχεται και τις κλωτσιές. Πόλ. Πέντε νομάτοι εφορτώναν έναν γάιδαρο και έλεγαν· ανάθεμα τη μοναξιά. Πολ. Τον γάιδαρον στη χαρά ή για ξύλα ή για νερό. Πολ. Τον γάιδαρο τον κρύβανε και η ουρά του φαίνεται. Πολ. Του γαδάρου το τρέξιμο ολίγον κρατεί. Πολ. Μικρό γαϊδουράκι πάντα πουλαράκι. Πολ. Οπού βαθιά φλεβοτομείται γαϊδουρινά φωνάζει. Πολ. Οπού πονεί γαϊδουρινά φωνάζει. Πολ.
«Παιδικά παιχνίδια.» (λεπτομέρεια) Πίτερ Μπρίγκελ ο πρεσβύτερος.
Κατά τον Γεώργιο Τερτσέτη ο «μύθος του σαμαρτζή» έχει ως εξής: «Εἰς τὸν σκοτωμὸν τοῦ Κυβερνήτου ἔπλασεν ἢ ἐνθυμήθη, ἂν σώζεται εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τῆς σοφίας τοῦ λαοῦ, τὸν μύθον τοῦ σαμαρτζῆ. Ἡ ἔννοιά του εἶναι αὕτη. Τὰ γαϊδούρια ἔκαμαν συνωμοσίαν καὶ ἐσκότωσαν τὸν ἐπιτήδειον σαμαρτζῆ τους καὶ ἐχοροπηδοῦσαν. Ἕνας γέρος γάϊδαρος, τὰ ἐμάλωσε, λέγοντάς τα: «Μὴ χαίρεσθε, θὰ ἴδετε τί μᾶς ἄξιζε, ὅταν τὰ σαμάρια τῶν ἄλλων θὰ μᾶς πληγώνουν τὴν ράχην».
Στους «Χαλασοχώρηδες» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, παραμονές εκλογών, ο Κωνσταντὴς ὁ Καλόβολος, φίλος κολλητός του Γιάννη τῆς Κ᾽σάφους, παραδίδει «μάθημα ἐκλογικῆς ὀρθοφροσύνης εἰς τὸν κάπηλον»:
«Ἐνῷ ἄλλοι φανατίζονται, καὶ «χαλνοῦν τὴ ζαχαρένια τους» καὶ χολοσκάνουν, αὐτοὶ οἱ δύο, «ζευγαράκι ταιριαστό», παράδειγμα ὑγιοῦς ἐκλογικῆς φιλοσοφίας εἰς ὅλον τὸ χωρίον, ἀνήκοντες εἰς δύο ἀντίπαλα καὶ μέχρι καταστροφῆς πολεμοῦντα ἄλληλα κόμματα, περνοῦν μὲ γέλοια καὶ μὲ χαρές, τρώγοντες, πίνοντες, εὐωχούμενοι, εἰς ὑγείαν ὅλων τῶν ὑποψηφίων, εὐλόγως θέτοντες τὴν φιλίαν των ὑπεράνω τῶν κομμάτων. Καὶ μὲ τοιοῦτον τρόπον «τὸ ἔχουν δίπορτο». Μὲ ὅποιον κόμμα νικήσῃ, θὰ εἶναι φίλοι καὶ οἱ δύο, ἀφοῦ θὰ εἶναι ὁ εἷς. «Ὅποιος γάιδαρος, κι αὐτοὶ σαμάρι».
Δ.Τ.
Βιβλιογραφία
Πολ.= Νικόλαος Γ. Πολίτης.
Π. Αραβαντινός. Παροιμιαστήριον ή συλλογή παροιμιών εν χρήσει ουσών παρά τοις Ηπειρώταις. Τυπογραφείον Δωδώνης. Ιωάννινα 1863.
Ι. Βενιζέλου. Παροιμίαι δημώδεις. Εκ του τυπογραφείου της πατρίδος. Εν Ερμουπόλει, 1867.
Κ. Κωστογιάννης. Πριγκηπιανές παροιμίες. NUR BASIMEVI. ISTANBUL. 1960.
Μιλτιάδου Λουλουδόπουλου. (Εξ Αγχιάλου). Ανέκδοτος συλλογή ηθών, εθίμων, δημοτικών ασμάτων, προλήψεων δεισιδαιμονιών, παροιμιών, αινιγμάτων κλπ. Των Καρυών (επαρχίας Καβακλή). Εν Βάρνη, 1903.
Μιχαήλ Γκέκας. Παροιμίαι Ελληνο-Γαλλικαί. Αθήνα 1926.
Ν.Γ. Πολίτου. Μελέται επί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού. Εν Αθήναις. Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου. 1900.
Πηγή: http://eranistis.net