Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ: ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1922!


Ο Τάσος Λειβαδίτης συγκαταλέγεται στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Μέσα από τα έργα του κατάφερε να δώσει μια νέα πνοή στον έρωτα, εμπλουτίζοντάς τον με στοιχεία επικά και δραματικά. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση.

Η ποίηση του
Στα γράμματα εμφανίζεται το 1946 με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη», το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα». Το 1947 μαζί με τους Αλέξανδρου Αργυρίου, Μιχάλη Κατσαρό, Τίτο Πατρίκιο κ.ά., εκδίδουν το περιοδικό «Θεμέλιο». Το έργο του Τάσου Λειβαδίτη πάντως χωρίζεται σε τρεις περιόδους Η πρώτη περίοδος είναι η επαναστατική. Ο ποιητής εμπνέεται από τα προσωπικά βιώματα στα στρατόπεδα εξορίας. Κυρίαρχα στοιχεία είναι η πίστη στο μέλλον και στον αγώνα για έναν κόσμο δίκαιο και ειρηνικό. Η δεύτερη είναι η συμβολική-αλληγορική, εδώ τα ποιήματα παρουσιάζουν αλλαγές στον τόνο, στον χρόνο, στην ποιητική, στον στίχο, στο κλίμα. Κυριαρχεί ο συνειρμικός, παραληρηματικός λόγος, η άλογη αλληλουχία, η δραματικότητα, το σκοτεινό και το απροσδόκητο. Η τρίτη περίοδος ονομάζεται μεταφυσική-υπαρξιακή. Πυρήνας της ποιητικής του ήταν οι εσωτερικές συγκρούσεις, οι αντιφάσεις και οι διχασμοί.

Ο Τάσος Λειβαδίτης διαβάζει Τάσο Λειβαδίτη


Παρακάτω πάντως συγκεντρώσαμε 10 αγαπημένα μας ποιήματα:

* * *
Συμφωνία αρ. 1 – Τάσος Λειβαδίτης (απόσπασμα)

Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.
Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος
να γνωριστούν.
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε,
ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν
μια θέση στη ζωή των άλλων.
Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιο καλοί επαναστάτες.
Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά,
σαν ένα νικητή μπροστά στο θάνατο ή
ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα.

* * *
Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας – (απόσπασμα)

Ναι, αγαπημένη μου.
Πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα. Αλήθεια εκείνη η άνοιξη,
εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας,
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό,
αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα
στο τέλος να κρατήσω πόσο σου πήγαιναν.
Α, θάθελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου,
της μητέρας σου τα γόνατα που σε γέννησαν
για μένα να φιλήσω όλες τις καρέκλες που
ακούμπησες περνώντας με το φόρεμά σου,
να κρύψω σαν φυλακτό στον κόρφο μου
ένα μικρό κομμάτι απ’ το σεντόνι που κοιμήθηκες.
Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω στον άντρα
που σ’ έχει δει γυμνή πριν από μένα, να του χαμογελάσω,
που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία.
Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι
πιο πολύ απ’ τον έρωτα,
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και
την ελπίδα, τα δάκρυα και πάλι την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

* * *
Ανάσταση

«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα,
μα εκείνος μ’ έσπρωξε,
το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα,
πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα,
στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε
για να μη μας γκρεμίσουν,
……κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
……κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
……έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
……τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
……γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.

* * *
Σε παλιό στυλ

Οι εραστές είναι ακριβά, ένδοξα κύπελλα, όπου ο ένας πίνει τον άλλον.
Το πρωί πηγαίνουν σε ολοπόρφυρους, βασιλικούς δρόμους
και το βράδυ πλαγιάζουν σε κρεβάτια κι από θρύλους πιο βαθειά.
Κι αν καμιά φορά τους δεις να παραπατάνε
ή να παίρνουν μονοπάτια άγνωστα και μυθικά — μην ξαφνιαστείς,
γιατί οι εραστές είναι τυφλοί, με τα ωχρά τους βλέφαρα κλειστά
ο ένας απ’ τη λάμψη του άλλου.
Οι εραστές δε βλέπουν,
μόνο αγγίζονται,
μα οι ρόγες των δακτύλων τους είναι τα ίδια τα πελώρια,
τα πάντα έκπληκτα, μάτια του Θεού.

* * *
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν΄αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ΄τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν΄αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ΄απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ΄απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ΄ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι΄ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ΄τ΄άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ΄ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ΄αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα ναγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ΄ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ΄την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν΄ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

* * *
Έρωτας (απόσπασμα)

Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ’ τον εαυτό τους,
δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε
σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι,
βγάλανε μια κραυγή
σα ναυαγοί, που, λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα,
κάπου μακριά.

Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκαλα
ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούργιου μάταιου πρωινού

* * *
Μάταιες Αποφάσεις

Κάθομαι μερικές φορές και σκέφτομαι:
να μπορούσα, λέει, να ξαναγυρίσω στο παρελθόν
να τακτοποιήσω μερικά πράγματα,
ν’ αποτελειώσω κάποια άλλα.
Όμως τι σημασία θα ’χε;
Είμαι κουρασμένος από τόσους χωρισμούς,
τόσα πρωινά, τόσα απογεύματα.

* * *
Μη χάνεις το θάρρος σου

Μη χάνεις το θάρρος σου, εμείς πάντα το ξέραμε
πως δε χωράει μέσα στους τέσσερις τοίχους
το μεγάλο μας όνειρο.
Εμάς τα σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι
που στα σπλάχνα τους κοιμούνται
τόσοι σκοτωμένοι.
Θα θυμάμαι πάντοτε τα φιλιά σου που
κελαηδούσαν σαν πουλιά θα θυμάμαι
τα μάτια σου φλογερά και μεγάλα
σαν δυο νύχτες έρωτα μέσα στον άγριο πόλεμο.

* * *
Σε περιμένω παντού

Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,
μη χάσεις το θάρρος σου.
Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου,
είναι να `χει καρδιά.
Μα η πιο μεγάλη ακόμα,
είναι όταν χρειάζεται να παραμερίσει την καρδιά του.
Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία,
πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων.

Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,
θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.
Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερά και μεγάλα,
σα δυο νύχτες έρωτα, μες στον εμφύλιο πόλεμο.
Α! ναι, ξέχασα να σου πω, πως τα στάχυα
είναι χρυσά κι απέραντα, γιατί σ’ αγαπώ.

Κλείσε το σπίτι. Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οκτώ,
εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων.

Σ’ όποιο μέρος της γης,
σ’ όποια ώρα, εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι
για ένα καινούργιο κόσμο…
εκεί θα σε περιμένω, αγάπη μου!

* * *
Βιολί για μονόχειρα

…ακόμα κι η ζωή μου αποχτά σημασία
όταν τη διηγούμαι σε κάποιον…

…ή ο παιδικός μας φίλος, που καθισμένοι στο πεζούλι τα βράδια
μοιράζαμε τον κόσμο – αλλά εγώ τον έκλεβα.

…έτσι δεν μπόρεσα ν” αποτελειώσω καμιά ηλικία…

…σαν ένα παιδί που το αθώωσαν για να μην έχει τίποτα δικό του…

…ω έρημοι δρόμοι, που μπορείς όλα να τους τα πεις, χωρίς να
τ” ακούσουν…

…το πιο θανάσιμο αμάρτημα είναι να μην αγαπάς τον εαυτό σου…

… ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ” ένα χέρι βιολί, όταν με τ” άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του…

… και το πρωί θα πρέπει να ξαναντυθείς, μόνο και μόνο για να πονέσεις.

Πηγή: https://mikropragmata.lifo.gr