Βασίλειος Γκρίλλας, Θεολόγος, ΜΑ Θεολογίας
«Τότε ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατεκρίθη, μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια τοις αρχιερεύσι και πρεσβυτέροις λέγων· Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. οι δε είπον· Τι προς ημάς; συ όψει. και ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ ανεχώρησε, και απελθών απήγξατο» [1].
Συχνά, στην ανθρώπινη λογική, παράγεται μια μη υγιής ταύτιση της μεταμέλειας με την μετάνοια. Η σύγχυση των καταστάσεων που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, γεννά σύγχυση στην κατανόηση και στην θεώρηση της θεολογικής σκέψης [2].
Τούτο είναι σαφές, αν αναλογιστεί κάποιος πως ανάμεσα στην θεολογική θεωρία και στο θεολογικό βίωμα, η απόσταση είναι μεγάλη. Έτσι, σε επίπεδο κακής θεολογικής βιωματικής λειτουργίας η μεταμέλεια ταυτίζεται με την μετάνοια [3].
Τούτο είναι σαφές, αν αναλογιστεί κάποιος πως ανάμεσα στην θεολογική θεωρία και στο θεολογικό βίωμα, η απόσταση είναι μεγάλη. Έτσι, σε επίπεδο κακής θεολογικής βιωματικής λειτουργίας η μεταμέλεια ταυτίζεται με την μετάνοια [3].
Η μεταμέλεια [4] συνίσταται στην συναισθηματική αναγνώριση του σφάλματος, που πηγάζει στο έδαφος μιας υποκειμενικής προσοικείωσης του υποκειμενικού ως αντικειμενικού και μάλιστα με την ψευδαίσθηση, ότι τούτο επιφέρει την αποκατάσταση στην οδό στης σωτηρίας. Το απολύτως βέβαιο είναι ότι, η μεταμέλεια αποτελεί κατάσταση από παράγοντες έξω από την διάθεση του προδότη και κυρίως λόγω της κατακρίσεως που εμφανώς ή αφανώς, αμέσως ή εμμέσως παρουσιάζεται από εξωγενείς παράγοντες ή από τύψεις συνειδήσεως [5]. Ουσιαστικά έτσι η μεταμέλεια αποτελεί μια εγωκεντρική κατάσταση, που καθηλώνει το παρά φύσιν της πτώσεως της ανθρώπινης φύσης, σε ένα πάρα φύσιν διάρκειας, με σταθερή απόκλιση από την σωτήρια οδό των προτυπώσεων της Παλαιάς διαθήκης και των διατυπώσεων της Ευαγγελικής διδασκαλίας [6]. Με απλούστερο τρόπο, η μεταμέλεια αποτελεί την φαινομενική στροφή στην βελτίωση, αλλά ουσιαστικά δεν παύει να αποτελεί την διαρκή εμμονή στην αυτεξούσια κίνηση προς το κακό [7].
Η μετάνοια αποτελεί την μεταστροφή του νου σε έναν διαρκή προσανατολισμό αλλαγής της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης και της συμπεριφοράς της ανθρώπινης φύσης προς την θέωση και την κατά Θεόν τελείωση [8]. Στην μετάνοια το ανθρώπινο πρόσωπο, ξεφεύγοντας από την εγωκεντρική ατομικότητα, απαλλάσσεται από την ανεπάρκεια μιας αρρωστημένης ατομικής αυτοτέλειας και προσανατολίζεται στην προσωπική σχέση με τον Θεό, βιώνοντας αρχικά δια του πλησίον –-που αποτελεί εικόνα Θεού –την μετοχή στις άκτιστες θείες ενέργειες και επιπρόσθετα στην μετά του Θεού Κοινωνία [9]. Έτσι, η μετάνοια γίνεται θεραπευτική διαδικασία, απαλλαγμένη από το σχολαστικό πνεύμα μιας θεώρησης, που καταλύει την σύναξη των αδελφών επί το αυτό [10], διασαλεύοντας το στόχο του «ίνα πάντες εν ώσιν »[11].
Στην μετάνοια, μέσω της αυτογνωσία, ο άνθρωπος φθάνει στην κάθαρση. Η επίγνωση της αμαρτίας στον άνθρωπο τον φέρνει σε κατάσταση κατάγνωσης [12], δηλ. αυτοαναγνώρισης του λάθους της αμαρτίας και τον οδηγεί στην αυτοκατηγορία για την απόκλισή του από την πορεία της καθ’ ομοίωσιν θεώσεως [13]. Έτσι, παράγεται συντριβή καρδιάς και αποκαθίσταται φυσικά και αβίαστα η κατά Θεόν πρόοδος της ανθρώπινης φύσης του προσώπου [14]. Το φάρμακο έτσι της αμαρτίας, είναι η ίδια η κατάγνωση των προσωπικών λαθών, στο όποιο επίπεδο και αν αυτά συντελούνται [15]. Με δεδομένα τούτα τα χαρακτηριστικά, η μετάνοια νοηματοδοτείται στην ουσιαστική διάσταση της, ως η επάνοδος από το παρά φύση στο κατά φύση της κατά Θεόν τελειώσεως. Είναι δηλαδή η ουσιαστική πορεία από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση [16].
1. Ματθ. 27,3-5
2. Κων/νου Σκουτέρη, Η έννοια των όρων «Θεολογία», «Θεολογείν», «Θεολόγος» εν τη διδασκαλία των Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων μέχρι των Καππαδοκών, Αθήναι 1972, σελ. 164-166.
3. Ν. Ματσούκα, Ορθοδοξία και αίρεση στους Εκκλησιαστικούς Συγγραφείς του Δ΄,Ε΄, ΣΤ’ αιώνα, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 21992, σελ. 239-249.
4. Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, με σχόλια για την σωστή χρήση των λέξεων, Κέντρο φιλολογίας, Αθήνα 1998.
5. Ματθ. 27,3:«ἰδὼν Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη».
6. Ν. Ματσούκα, Ο Λόγος του Θεού κατά την Παράδοσιν, Ανάτυπον εκ του περιοδικού «Γρηγόριος ο Παλαμάς», ,Θεσ/νίκη, 1964, σελ.4.
7. Κων/νου Παπαπέτρου, Η Ιδιοτροπία ως πρόβλημα οντολογικής Ηθικής, Συμβολή εις την μελέτη της σχέσεως μεταξύ της καθολικότητος του προσώπου και των εξ’ αυτής ατομικών αποκλίσεων, Αθήναι, 1973, σελ. 10 και εξ.
8. Βασιλείου Λ. Κώστιτς , Ιερομονάχου, Το πρόβλημα της Σωτηρίας κατά την διδασκαλία του Αγίου και Μεγάλου Βασιλείου, (δ.δ.), Εν Αθήναις 1936, σελ. 113-115.
9. Χ. Γιανναράς, Η ελευθερία του ήθους, σελ. 59
10. Νίκος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄ Έκθεση της Ορθοδόξου πίστεως σε αντιπαράθεση με την δυτική χριστιανοσύνη , Εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσ/ν’ικη 2003, σελ. 493.
11. Ιω.17,21.
12. Σπ. Κυριαζόπουλου, Προλεγόμενα εις την ερώτησιν περί Θεού, (δ.δ.), Εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 200, σελ. 14.
13. Χρυσοστόμου, Εις την Α΄ Κορινθίους 28, 2..
14. Μ. Βασιλείου εις τον Ησαΐα, 1, 34.
15. Χρυσόστομος, εις την προς Εβραίους επιστολή 9, 4.
16. Ν. Μητσοπούλου, Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας, Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις Δογματικής, Αθήναι, 1983, (ανατύπωση 2003), σελ 208-215
Πηγή:https://www.pemptousia.gr