Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

ΔΙΗΓΗΜΑ: Η ΚΥΡΑ-ΚΑΛΗ!

 Γράφει η Ρίκα Χρυσανθοπούλου
Διηγηματογράφος


Παιδί ήμουν ακόμη, κάπου 14 χρόνων, χαμένο στις σφεντόνες και τα πατίνια μου, όταν γεννούσε το μυαλό μου τη σκανταλιά της μέρας. Η μάνα μου μ’ άφηνε, σαν έκλεινε το σχολείο για Γιορτές, να περνοδιαβαίνω στη γειτονιά, παίζοντας με τ’ άλλα αμούστακα της ηλικίας μου.Κι εκείνη τη μέρα, που έτσουζε το κρύο, παραμονές Χριστουγέννων, το μάτι μου έπεσε στη γριούλα, την κυρά-Καλή. Δεν ξέρω πόσων χρόνων ήταν. Ξερακιανή, ευθυτενής κι ακούραστη, μα πάντα μόνη. Χήρα ήταν πριν γεννηθώ εγώ και μια κόρη μονάκριβη που είχε, ερωτεύτηκε -λένε- έναν τουρίστα κάποτε κι έφυγε για την Ολλανδία. Ούτε την ξανάδε κανείς.
Έκτοτε η κυρά-Καλή ζούσε μόνη της. Όλη μέρα έπλενε και καθάριζε, σάμπως περίμενε επισκέψεις. «Σταχομαζώχτρα» την έλεγαν πίσω από την πλάτη της. Γιατί όλο ξεβοτάνιζε στον κήπο τα γεράνια, και συχνά τριγυρνούσε με κλαδάκια δέντρων, φυτά κι αγριολούλουδα στα χέρια. Ίσως με τον καιρό, της σάλεψε κι είχε ένα βλέμμα φευγάτο, σωστό ξωτικό.
Τα πρωινά του χειμώνα, συνήθιζε να περιπλανιέται ώρες στα μονοπάτια του βουνού ως το απόγευμα, κι ύστερα να κλείνεται στο μικρό προσφυγικό της σπίτι. Όλα μικρά φαίνονταν στο σπίτι αυτό. Μικρό το παραθυράκι με το κοφτό κέντημα από μέσα, στενή και χαμηλή η σιδερένια πόρτα της εισόδου βαμμένη πράσινη, μικρός κι ο κήπος που έπλενε περισπούδαστα με τη σκούπα κάθε πρωί. Κι ούτε γείτονας πατούσε, ούτε ξένος μπήκε ποτέ μέσα σ’ αυτό. Ως και οι καλημέρες της ήταν βιαστικές. Κουβέντα δεν της έπαιρνες.
Μ’ έτρωγε κι εμένα η περιέργεια. Που γυρνάει τα πρωινά. Μήπως συναντάει τ’ άλλα ξωτικά χρονιάρες μέρες, μήπως κυνηγάει αλαφροΐσκιωτους ή καλικατζάρους. Μήπως…
Εκείνη τη μέρα, καθόμουν χαζεύοντας, θυμάμαι, στο πεζοδρόμιο και την παρατηρούσα. Τυλιγμένη σε μια χοντρή χειροποίητη ζακέτα που κρεμόταν μπόλικη στο λιγνό της κορμί, βγήκε από το σπίτι κρατώντας ένα βαθύ καλάθι, σκεπασμένο με μια παλιά βελέντζα. Ένα μαύρο μαντίλι τυλιγμένο στο κεφάλι της, σκιερό στο μέτωπό της, έκανε τη μύτη και το σαγόνι της να εξέχουν σουβλερά. Μπορεί κάποτε να ήταν όμορφη, σαν τη μάνα μου. Μπορεί ακόμη και να χαμογελούσε. Ποιός ξέρει.
Πού να πηγαίνει, αναρωτήθηκα πονηρά. Κι αμέσως τη φαντάστηκα ανάμεσα στα δέντρα, να σέρνει το χορό των μαγισσών, κρατώντας τις όμοιές της, σοβαρή κι αγέλαστη, με ηγεμονική ματιά. Κι όλες να φορούν, λέει, μαύρα μυτερά καπέλα. Σηκώθηκα και την ακολούθησα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Πήρε το στενό χωματόδρομο ανάμεσα στα πεύκα. Προχώρησε με βήμα σταθερό χωρίς να κοιτάζει πίσω. Κι ανέβαινε, κι ανέβαινε ως το ξέφωτο με τα κυπαρίσσια. Μετά έστριψε δεξιά, ώσπου έφτασε σε μια κορφή.
Το καλάθι φαινόταν πια να τη βαραίνει. Κοντοστάθηκε και στράφηκε κάτω να δει την πόλη που απλωνόταν ως τη θάλασσα. Έπειτα πλησίασε ένα πευκάκι καταπράσινο με περήφανη κορφή κι έβγαλε από την τσέπη της ένα φουσκωμένο μαντίλι δεμένο κόμπο. Έλυσε τη μια του άκρη κι άρχισε να πετάει ψίχουλα τριγύρω από το δέντρο. Σαν νάταν μέρος μιας ιεροτελεστίας. Τα χείλη της ψιθύριζαν έναν παλιό σκοπό. Φαντάσου, σιγοτραγουδούσε! Κι όταν τα ψίχουλα απλώθηκαν, στάθηκε παράμερα ώσπου ένα πνιχτό θρόισμα έφερε τα πουλιά. Κοκκινολαίμηδες και σπουργίτες, τσίχλες και ψαρόνια. Κι άρχισαν λαίμαργα να τρων’ κι η κυρά-Καλή να τους μιλάει κελαηδιστά με μια φωνή πρωτόγνωρη, γλυκιά, σχεδόν κοριτσίστικη. Κρύφτηκα κι εγώ πίσω από ένα μεγάλο θάμνο κι αφουγκράστηκα ξαφνιασμένος.
– Για σας έρχομαι! Τους γλυκομίλησε… Τις αγάπες μου, τα πετεινά του ουρανού. Που με αγνή ψυχή κάμνετε τον κύκλο της ζωής σας και το θέλημά Του. Που αγαπάτε. Που συμπονάτε. Που καταλαβαίνετε κι ας μη μιλάτε. Για σας χρονιάρες μέρες, που είστε μοναχά σας. Σαν κι εμένα. Για σας που τα βλέπετε όλα από ψηλά και τα ψιθυρίζετε τιτιβίζοντας στους αγγέλους. Φάτε ψυχούλες μου… Καλά Χριστούγεννα! μονολογούσε την ώρα που οι μικροί τραγουδιστές τσιμπούσαν τα ψίχουλα με λαιμαργία.
Είχα μείνει άφωνος, ακίνητος και ούτε με ένοιαζε το κρύο του βουνού που έτσουζε. Μόνο, με ένοιαζε η ψυχή μου που φλεγόταν. Μα πού την έκρυβε αυτή τη μοναξιά, τη βαθειά ευαισθησία η κυρά-Καλή. Πού;- Δοξασμένο τ’ όνομά Του… μονολόγησε. Εσείς έχετε εμένα κι εγώ εσάς. Πόσο με συγκινεί που με προσμένετε!
Άνοιξε το καλάθι κι έβγαλε μήλα και ρόδια, δεμένα με κόκκινες κλωστές σε κάθε κοτσάνι. Βάλθηκε να στολίζει το πευκάκι. Κάθε κλαδάκι έγερνε με χάρη φορτωμένο φρούτα του χειμώνα. Ώσπου στολίστηκε ολόκληρο, σαν άγγελμα φωτεινό, στη μέση του βουνού.
Βούρκωσα χωρίς να ξέρω το γιατί. Γέμισε ξάφνου η ψυχή μου ενοχή. Και ύστερα πήρα το δρόμο του γυρισμού, ντροπιασμένος που την έλεγα μάγισσα και σαλεμένη. Ντράπηκα και γι’ αυτούς που την έλεγαν «Σταχομαζώχτρα» και δεν την κάλεσαν ποτέ στο γιορτινό τους τραπέζι. Έμοιαζε στ’ αλήθεια, με ηρωίδα του Παπαδιαμάντη, βγαλμένη από χρόνια αλλοτινά. Στοίχημα θα έβαζα πως ούτε ένας, από τη ζωηρή μας γειτονιά, δεν σκέφτηκε να πάρει το δρόμο του βουνού ποτέ, για να ταΐσει τα πουλιά, να τα γιορτάσει Χριστουγεννιάτικα, στολίζοντάς τους δέντρο. Ούτε ένας, δεν ήξερε πως ο νεογέννητος Χριστός αγάλλιαζε τούτη την ώρα. Κι ας ήταν η κυρά-Καλή ο μοναδικός άνθρωπος που σκέφτηκε τα πλάσματά Του.
Πέρασαν χρόνια από τότε που ακολούθησα τη «Σταχομαζώχτρα» των παιδικών μου χρόνων. Τη βλοσυρή γριούλα που είχε τα πουλιά παρέα κι έμενε στο παλιό προσφυγικό σπίτι. Μια πολυκατοικία πήρε τη θέση του χρόνια μετά, κι ας ζει ακόμη όπως ήταν κάποτε, στα όνειρά μου.
Σαν έφυγε απ’ τον κόσμο η κυρά-Καλή, το έχω κάνει κι εγώ συνήθειο, να παίρνω το δρόμο του βουνού παραμονές Χριστουγέννων. Κι άλλοτε με ρόδια, κι άλλοτε με κόκκινες μπάλες, ή με μια χάρτινη γιρλάντα με κόκκινες κλωστές, να στολίζω ένα πευκάκι, περιτριγυρισμένο ψίχουλα στη μέση του πουθενά.
Σπονδή στα πλάσματά Του; Θύμηση για την ψυχή της; Δεν είμαι σίγουρος. Θαρρώ πιο πιθανό, για να μη σβηστεί από το μυαλό μου η λαθραία θύμηση αγάπης των παιδικών μου χρόνων. Εκείνο το πρωί στο βουνό, πίσω από το θάμνο…

Πηγή: https://amarysia.gr/arthra-sxolia-main/