Ο συνθέτης που θα μελοποιούσε την Αγία Γραφή
Ο Μιχάλης Σουγιούλ (καλλιτεχνικό επώνυμο του Μιχαήλ Σουγιουλτζόγλου, Αϊδίνιο Μικράς Ασίας, 1 Αυγούστου 1906 - Αθήνα, 16 Οκτωβρίου 1958) ήταν σημαντικός Έλληνας συνθέτης ελαφράς μουσικής.
Ο Μιχάλης Σουγιουλτζόγλου, όπως ήταν το κανονικό του όνομα, γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας το 1906. Γύρω από την ημερομηνία γεννήσεως του συνθέτη υπάρχει ένα μικρό μυστήριο. Στο βιβλίο του Γιώργου Τσάμπρα αναφέρεται ότι η αδερφή του συνθέτη Σοφία Σουγιουλτζόγλου θεωρούσε ως έτος γέννησης του συνθέτη το 1904. Τα παιδιά του καθώς και ένα δελτίο ταυτότητας που είχε φτάσει στα χέρια του Τσάμπρα αναφέρουν ως έτος γεννήσεως το 1906. Τέλος, στο «Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής» του Τάκη Καλογερόπουλου στο λήμμα για τον συνθέτη αναφέρεται ως ημερομηνία γέννησης το 1900.
Η οικογένεια Σουγιουλτζόγλου μεταβαίνει στην Αθήνα, έξι μήνες περίπου πριν από την Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Ο Μιχάλης έχει αρχίσει ήδη τα μαθήματα μουσικής στη Σμύρνη χωρίς όμως να παίρνει κάποια συστηματική μουσική μόρφωση πέραν των μαθημάτων στο πιάνο. Η πρώτη ευκαιρία να παρουσιαστεί μπροστά σε κοινό του δίνεται το καλοκαίρι του 1924 στην Τρίπολη όπου παραθερίζει με την οικογένεια του. Οι γονείς του δεν βλέπουν με καλό μάτι την ενασχόληση του με την μουσική. Μετά από ένα σύντομο ταξίδι στην Γαλλία, ο Σουγιούλ επιστρέφει στην Ελλάδα και αποδέχεται την πρόταση που του γίνεται για να ξαναπαίξει, επαγγελματικά πλέον, στον ίδιο χώρο στην Τρίπολη. Το καλοκαίρι του 1925 δημιουργεί μία τζαζ ορχήστρα και ουσιαστικά αποφασίζει να ασχοληθεί με την μουσική.
Η οικογένεια του υπαναχωρεί και ο Σουγιούλ ξεκινά να εργάζεται σε κέντρα διασκεδάσεως της εποχής. Τα σχόλια που δέχεται είναι πολύ θετικά και το μουσικό μέλλον του διαγράφεται λαμπρό. Πραγματικά, μετά την στράτευση και την απόλυση του από το στρατό θα συνεργαστεί με σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής όπως τους: Εντουάρντο Μπιάνκο και Θεόδωρο Παπαδόπουλο. Συγχρόνως ξεκινά και την καριέρα του ως συνθέτης (στις ορχήστρες του Μπιάνκο και του Παπαδόπουλου απασχολείται ως ακορντεονίστας) και κάποια από τα τραγούδια του δισκογραφούνται.
Πιστός στο «ευρωπαϊκό τραγούδι» (όπως ονομαζόταν η ελαφρά μουσική της εποχής) τα πρώτα χρόνια της συνθετικής του καριέρας, ο Σουγιούλ έγραψε πολλές επιτυχίες. Στο μεταξύ, δουλεύει ακατάπαυστα σε νυχτερινά κέντρα, σε μουσικά θέατρα ενώ δεν ξεχνά να δισκογραφεί τακτικά. Γράφει τραγούδια για τους πιο γνωστούς τραγουδιστές και ηθοποιούς της εποχής, Α. Καλουτά, Σ. Βέμπο, Τ. Μαρούδας, Φ. Πολυμέρης, Ν. Γούναρης ενώ παράλληλα γνωστοί θεατρικοί συγγραφείς και στιχουργοί όπως οι Α. Σακελλάριος, Χ. Γιαννακόπουλος, Μ. Τραϊφόρος, του εμπιστεύονται στίχους τους.
Ο καλλιτεχνικός βίος του Σουγιούλ έχει συνδεθεί άρρηκτα και με την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Πολλά από τα τραγούδια της εποχής που είχαν διασκευαστεί ειδικά για να τονώσουν το δοκιμαζόμενο ηθικό των Ελλήνων ήταν δικές του συνθέσεις. Το πασίγνωστο τραγούδι «Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά» σε στίχους Μ. Τραϊφόρου είναι βασισμένο στην μελωδία του τραγουδιού «Ζεχρά» σε μουσική Σουγιούλ και στίχους Αιμ. Σαββίδη, ενώ ο Σουγιούλ έγραψε και πρωτότυπα τραγούδια με αφορμή τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο: «Δύο αγάπες» και το «Μας χωρίζει ο πόλεμος». Παράλληλα, δεν παρέλειπε να ψυχαγωγεί τους στρατευμένους σε φυλάκια και σε συγκεντρώσεις του στρατού.
Μετά την Κατοχή, η επιτυχία του Σουγιούλ φτάνει σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα ενώ σχεδόν όλα του τα τραγούδια γίνονται επιτυχίες. Η συνθετική του πρακτική ακολουθεί πάντα τα δεδομένα της ευρωπαϊκής μουσικής και τα κυρίαρχα είδη είναι το ταγκό, το βαλς, το τσάρλεστον κ.ά. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 ο Σουγιούλ καλείται να γράψει τραγούδια για τον κινηματογράφο. Πολλά από τα γνωστότερα τραγούδια που ακούγονται στις, ακόμα και σήμερα, δημοφιλείς ταινίες της εποχής είναι δικά του, όπως: «'Aρχισαν τα όργανα» (1953)/ Στίχοι: Α. Σακελλάριος, Χ. Γιαννακόπουλος/ Τ. Μαρούδαςαπό την ταινία «Σάντα Τσικίτα», «'Aλα» (1952)/ Στίχοι: Α. Σακελλάριος, Χ. Γιαννακόπουλος/ Δημήτρης Σκούταρης, Βασίλης Λογοθετίδηςαπό την ταινία «Ένα βότσαλο στη λίμνη», «Ο μήνας έχει εννιά ή Μια ζωή την έχουμε» από την ταινία «Το σωφεράκι» και άλλα πολλά. Παράλληλα, ξεκινά και η ενασχόληση του με τα λεγόμενα «αρχοντορεμπέτικα». Όπως αναφέρει και ο Τσάμπρας στο βιβλίο του[iii]: «[το αρχοντορεμπέτικο είναι] δημιούργημα κορυφαίων συνθετών του ‘ελαφρού’ τραγουδιού της εποχής πάνω στους πλέον αντιπροσωπευτικούς λαϊκούς ρυθμούς». Επρόκειτο δηλαδή για τραγούδια που θύμιζαν τα λαϊκά δημιουργήματα της εποχής με πολλά από τα χαρακτηριστικά τους αλλά που διατηρούσαν τη νοοτροπία που διέπει την «ελαφρά» μουσική της περιόδου. Αυτό σημαίνει ότι οι ρυθμοί καθώς και οι ποιότητα των φωνών προέρχονταν από τα ρεμπέτικα. Όμως η θεματολογία καθώς και ο συνδυασμός των οργάνων που χρησιμοποιούνταν παρέπεμπε περισσότερο προς το ελαφρό τραγούδι.
Ο Σουγιούλ συνεργάστηκε με συνθέτες και τραγουδιστές όπως οι Μ. Χιώτης, Β. Τσιτσάνης Όμορφα κι ωραία (1954)/ Στίχοι: Λ. Ζούνης, Η. Λυμπερόπουλος/ Μαίρη Λίντα, Βασίλης Τσιτσάνης, Χάρης Μαυρίδης, Σ. Μπέλλου αλλά είναι γεγονός πως ποτέ δεν εγκατέλειψε το μουσικό ιδίωμα που τον καθιέρωσε, τις «ρομάντζες» όπως τις ονόμαζαν τότε καθώς επίσης και είδη όπως το βαλς και το ταγκό Ξενομανία (1937)/ Στίχοι: Κ. Κοφινιώτης/ Νίκος Γούναρης, Φώτης Πολυμέρης, Ρένος Τάλμας.
Ο συνθέτης έφυγε πρόωρα από την ζωή, τον Οκτώβριο του 1958.
Έργα του Μιχάλη Σουγιούλ στη συλλογή της Βιβλιοθήκης Λίλιαν Βουδούρη
Η συλλογή ελληνικών τραγουδιών της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» περιέχει πολλά από τα τραγούδια του Μιχάλη Σουγιούλ. Η συλλογή αυτή δημιουργήθηκε σταδιακά μέσω διαφόρων δωρεών και αγορών με σημαντικότερη αυτή του Αρχείου του Χρήστου Καλαμπάκα, και περιέχει περισσότερα από 5500 ελληνικά τραγούδια από το 1870 έως το 1960. Ο αριθμός των τραγουδιών του Μιχάλη Σουγιούλ που περιέχεται στη συλλογή ελληνικών τραγουδιών της Βιβλιοθήκης ανέρχεται σε 147.
Ανάμεσα τους βρίσκονται τραγούδια από μουσικοθεατρικές παραστάσεις, ελαφράς μουσικής καθώς επίσης και αρχοντορεμπέτικα. Οι επισκέπτες της Βιβλιοθήκης που θα αναζητήσουν έργα του Σουγιούλ που περιέχονται στη συλλογή της θα βρεθούν μπροστά σε τίτλους όπως: «Μπέμπα», «Αθήνα και πάλι Αθήνα» Αθήνα και πάλι Αθήνα (1949)/ Στίχοι: Μ. Τραϊφόρος/ Σοφία Βέμπο, «Ας ερχόσουν για λίγο», «Για μας κελαηδούν τα πουλιά», «Ο μήνας έχει εννιά», «Το τελευταίο τραμ» Το τελευταίο τραμ (1948)/ Στίχοι: Α. Σακελλάριος - Χ. Γιαννακόπουλος/ Σπεράντζα Βρανά κ.ά.
Ο χώρος του ελαφρού τραγουδιού της Ελληνικής «μπελ επόκ» καθώς επίσης και της μεταπολεμικής περιόδου κυριαρχείται από τα τραγούδια του Σουγιούλ, γεγονός που τον καθιστά έναν από τους σημαντικότερους τραγουδοποιούς της εποχής. Όμως η μουσική του Σουγιούλ μπορεί να εξετασθεί ποικιλοτρόπως. Για παράδειγμα, αντιλαμβανόμαστε τον τρόπο και την μουσική με την οποία διασκέδαζαν οι Έλληνες την περίοδο του μεσοπολέμου αλλά και μεταπολεμικά. Το ότι τόσα τραγούδια του Σουγιούλ, αλλά και άλλων συνθετών του ιδιώματος που εξέφραζε ο Σουγιούλ, κυκλοφορούσαν σε δίφυλλες παρτιτούρες μαρτυρεί ότι το είδος ήταν δημοφιλές και οι εκδόσεις ήταν ένα από τα μέσα για να διαδοθούν τα τραγούδια στα «μουσικά σαλόνια» της Ελλάδας. Σημαντικό πρέπει να θεωρείται και το γεγονός ότι συνθέτες όπως ο Σουγιούλ ουσιαστικά «αναγκάστηκαν» να συνθέσουν σε λαϊκό ιδίωμα (τα περίφημα «αρχοντορεμπέτικα») για να εξασφαλίσουν τα προς το ζειν. 'Aλλωστε αυτό ήταν κάτι που δεν το αρνούνταν και ο ίδιος ο συνθέτης, όπως αναφέρεται και στο βιβλίο του Τσάμπρα.