ΝΙΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ
Η αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης στη συζήτηση του νομοσχεδίου για τη νέα πολιτική παροχής διεθνούς προστασίας στους αιτούντες άσυλο ήταν ένα μάθημα, ένα case study, όπως λένε στην επιστήμη, για τις δυναμικές που εμποδίζουν όχι μόνο τη συναίνεση μεταξύ πολιτικών κομμάτων, αλλά και τη σαφή αντίληψη της πραγματικότητας από τους πολίτες. Ένα σοβαρότατο πρόβλημα, για το οποίο δεν φταίει ούτε αυτή η κυβέρνηση ούτε η προηγούμενη, οξύνεται λόγω ενδημικών αδυναμιών, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη ένταση, η οποία, με τη σειρά της, δυσχεραίνει τη διαχείριση κάθε προβλήματος και τρέφει την καχυποψία.
Οι μετανάστες και πρόσφυγες έρχονται στην Ελλάδα επειδή είναι αναγκασμένοι να φύγουν από τις χώρες τους και επειδή βρίσκουν τρόπο να περάσουν μέσω Τουρκίας. Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν γνωρίζει ότι όσο η ροή ανθρώπων πιέζει την Ελλάδα τόσο θα πιέζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση να συνεννοηθεί μαζί του, ώστε αυτός να αποσπάσει όσα κέρδη μπορεί –πολιτικά και χρηματικά– από την υπόθεση. Παρά το ότι η συμφωνία μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας το 2016 βοήθησε να μειωθεί η ροή ανθρώπων, τα hotspots στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου αποτελούν εκρηκτικό πρόβλημα που απαιτεί άμεση λύση, για το καλό και των τοπικών κοινωνιών και των μεταναστών και προσφύγων. Μέρος του προβλήματος είναι ότι καθυστερούν τόσο πολύ οι επιστροφές στην Τουρκία ανθρώπων που δεν τηρούν τις προϋποθέσεις για άσυλο, ώστε είναι σαν η συμφωνία Ε.Ε. - Τουρκίας να μην ισχύει. Οι πιθανές λύσεις, λοιπόν, δεν είναι άπειρες, ούτε όμως είναι και εύκολη η εφαρμογή τους. Μία είναι να μειωθεί η ροή μεταναστών και προσφύγων, πράγμα που δεν είναι στο χέρι της Ελλάδας να εξασφαλίσει. Άλλη είναι η Ελλάδα να φυλάει καλύτερα τα σύνορα, με τη μεγαλύτερη συμμετοχή της Frontex, όπως έχει επιχειρηθεί ήδη, χωρίς αυτό να λύνει το πρόβλημα. Τρίτη είναι η καλύτερη διαχείριση των προσφύγων και μεταναστών όταν φθάνουν στην Ελλάδα. Η συμφωνία Ε.Ε. - Τουρκίας επιβάλλει στη χώρα μας να κρατάει στα νησιά όσους έρχονται, έως ότου αποφανθούν οι αρχές εάν δικαιούνται άσυλο. Εδώ είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα: Η διεκπεραίωση των αιτήσεων είναι πολύ πιο αργή απ’ ό,τι η είσοδος ανθρώπων. Η νέα κυβέρνηση κινήθηκε γρήγορα για να πετύχει την αποσυμφόρηση των νησιών, μεταφέροντας ανθρώπους στην υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά οι νέες αφίξεις ακυρώνουν την προσπάθεια. Με τον νέο νόμο επιχειρεί να επισπεύσει τις διαδικασίες με τις οποίες είτε θα δίνεται άσυλο είτε θα διατάζεται η επιστροφή προς την Τουρκία.
Μη κυβερνητικές οργανώσεις και η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ εξέφρασαν φόβους ότι οι πιο αυστηρές και ταχύτερες διαδικασίες θα στερήσουν από ανθρώπους τα δικαιώματά τους και θα θέσουν σε κίνδυνο ευάλωτες ομάδες. Είναι ευθύνη τέτοιων οργανώσεων, όπως και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, να εξασφαλίζουν ότι δεν θα αδικείται κανείς. Το πρόβλημα, όμως, και πριν και τώρα, είναι το πόσο καλά εφαρμόζονται οι διαδικασίες στην πράξη. Εδώ παρατηρούμε τις δυσλειτουργίες του πολιτικού και του διοικητικού μας συστήματος – και την καχυποψία που, αντί να τις εξαλείφει, τις τρέφει.
Πρώτον, ένα πρόβλημα που απαιτεί νηφαλιότητα και εθνική ομοψυχία γίνεται πεδίο ιδεολογικών και ιδεοληπτικών αντιπαραθέσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση ως «σκληρή Δεξιά» και ανάλγητη, όπως η Νέα Δημοκρατία ως αντιπολίτευση κατηγορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «άνοιξε τα σύνορα». Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί τη Ν.Δ. για την προηγούμενη κριτική της, αποσιωπώντας την κακή διαχείριση του προβλήματος από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Αυτό εξοργίζει την κυβέρνηση, που κληρονόμησε το πρόβλημα και τώρα δέχεται κριτική για την προσπάθεια επίλυσής του. Ο πρωθυπουργός, όπως και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γνωρίζει πολύ καλά ότι το πρόβλημα των μεταναστών και προσφύγων μπορεί να αποτελέσει σοβαρότατο πρόβλημα όχι μόνο στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, αλλά και στην υπόλοιπη χώρα, όπου ήδη εκφράζονται αντιρρήσεις σε περιοχές που θα τους φιλοξενήσουν. Το πρόβλημα περιπλέκεται από την πολιτική ένταση, από την ευκολία με την οποία κάποιοι ξεχνούν τις δικές τους ευθύνες και τις επικίνδυνες προεκτάσεις του, επιχειρώντας μόνο να αποκομίσουν πολιτικό κέρδος. Το είδαμε και στη στάση άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Η πιο νηφάλια και σοβαρή φωνή ήταν αυτή του Γιώργου Καμίνη εκ μέρους του ΚΙΝΑΛ. «Μολονότι διαφωνούμε με πολλές διατάξεις του νομοσχεδίου, επί της αρχής το υπερψηφίζουμε», είπε, σύμφωνα με το ρεπορτάζ στην «Κ» του Γιώργου Μπουρδάρα. «Από τη στιγμή που ενσωματώνει ευρωπαϊκές οδηγίες, έστω και στο κατώτατο ανεκτό επίπεδο προστασίας των ανθρώπων που δικαιούνται διεθνούς προστασίας, θεωρούμε ότι είναι εθνικό χρέος να στηρίξουμε αυτή την προσπάθεια». Η διαφορά τόνου και ουσίας είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα της αντιπολιτευτικής ανευθυνότητας.
Πηγή:https://www.kathimerini.gr