Εφιαλτικές στιγμές στο Κέντρο Υποδοχής Μπονεγκίλα της Αυστραλίας
Περίπου 35 χιλιάδες Έλληνες έζησαν εφιαλτικές στιγμές στο Κέντρο Υποδοχής Μεταναστών Μπονεγκίλα της Αυστραλίας στις δεκαετίες του '50 και του '60.
Η Μπονεγκίλα, περίπου 300 χιλιόμετρα από τη Μελβούρνη στη βορειο-ανατολική Βικτώρια, και άλλες παρόμοιες εγκαταστάσεις ονομάστηκαν, από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αυστραλίας, Κέντρα Υποδοχής Μεταναστών.
Οι περισσότεροι από όσους έζησαν εκεί γνώρισαν την Μπονεγκίλα είτε ως κέντρο κράτησης, είτε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Το 1952 και 1961 ήταν το επίκεντρο δύο εξεγέρσεων των μεταναστών για δουλειά και ελευθερία. Από το 1947, όταν έφτασαν εκεί οι πρώτοι διαμένοντες, έως ότου έκλεισε, το 1971, περισσότεροι από 320.000 πρόσφυγες και μετανάστες γνώρισαν τις εγκαταστάσεις αυτές ως το πρώτο σπίτι τους στην Αυστραλία. Οι αγώνες τους στη νέα χώρα για εγκατάσταση και ισότητα δικαιωμάτων ξεκίνησε εκεί, πριν εγκατασταθούν κοντά στα εργοστάσια και άλλους χώρους εργασίας.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, τουλάχιστον 35.000 Έλληνες πέρασαν από την Μπονεγκίλα από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι Ιταλοί ήταν μακράν η πολυπληθέστερη ομάδα. Ανά πάσα στιγμή φιλοξενούσε 10.000 ανθρώπους από πολλές εθνότητες, στιβαγμένους σε 30 κυματοειδή σιδερένια μπλοκ, με 350 άτομα το καθένα. Φρουροί και αγκαθωτά συρματοπλέγματα προστάτευαν το στρατόπεδο από παράνομη είσοδο ή έξοδο.
Οι διαμένοντες εκεί προμηθεύονταν με τα προσωπικά σκεύη, κλινοσκεπάσματα, πετσέτες, κλπ., και εφόσον δεν επιστρέφονταν σε καλή κατάσταση, το κόστος αυτό αφαιρείτο από το επίδομα ανεργίας που έπαιρναν, από το οποίο οι αρχές είχαν ήδη αφαιρέσει το ποσόν των εξόδων διαβίωσης.
Ερχόμενοι στην Αυστραλία, στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Μετανάστευση (και νωρίτερα σύμφωνα με την Εποικιστική Πολιτική Εκτοπισμένων Ατόμων), οι μετανάστες έπρεπε βάση σύμβασης να εργάζονται σύμφωνα με τις οδηγίες του υπουργείου Μετανάστευσης για δύο χρόνια.
Σε αντίθετη περίπτωση, προβλέπονταν κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής ναύλων στην Κοινοπολιτεία, σε περίπτωση που επέστρεφαν στη χώρα καταγωγής τους.
Η υποχρέωση, με βάση τις ίδιες συμβάσεις, της αυστραλιανής κυβέρνησης να βρει δουλειά για τους μετανάστες τέθηκε σε εφαρμογή με περιφρόνηση, αν ποτέ ήλθε στο φως.
Όσο αφορούσε τις θέσεις εργασίας, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Οι θέσεις εργασίας σε αγροτικές περιοχές, για τις οποίες προορίζονταν οι διαμένοντες, ήταν λίγες και ως επί το πλείστον ακατάλληλες. Οπότε η απόδραση στην πόλη, όπου υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες εργασίας, ήταν αναπόφευκτη παρά τις προσπάθειες των αρχών να σταματήσει τις αποδράσεις αυτές.
Η Μπονεγκίλα διευθυνόταν με βάση μια στρατιωτικού τύπου γραμμή. Όσοι βρίσκονταν σε κορυφαίες θέσεις ήταν αξιωματικοί του στρατού.
Πολλοί επιστάτες και φύλακες, οι οποίοι επιλέγονταν μεταξύ των διαμενόντων, ήταν στην πραγματικότητα φύλακες και υπάλληλοι πρώην ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης όπως επιβεβαιώθηκε από τον Μπομπ Γκρίνγουντ, επικεφαλής της Μονάδας Ειδικών Ερευνών Εγκληματιών Πολέμου που διορίστηκε από την κυβέρνηση Χόουκ το 1987.
Ο Πλούταρχος Δεληγιάννης, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, ο οποίος έφτασε στη Μπονεγκίλα στις 16 Απρίλη 1954, είπε στον δημοσιογράφο του «Νέου Κόσμου», Κώστα Νικολόπουλο (στις 16 Απρίλη 2004): «οι συνθήκες διαβίωσης των νέων μεταναστών δεν ενέπνεε καμιά ανησυχία στην κυβέρνηση.
Πρέπει να σας πω ότι είχαμε βρει συχνά σκουλήκια σε λουκάνικα και είτε μας άρεσαν είτε όχι έπρεπε να τα φάμε μετά την αφαίρεση (των σκουληκιών), καθώς τα λουκάνικα ήταν η βασική τροφή».
Μετά από 33 ημέρες αναμονής χωρίς δουλειά, ο Π. Δεληγιάννης, δύο αδέλφια του και άλλοι τρεις αποφάσισαν να δραπετεύσουν μια νύχτα, με τα πόδια προς την Wodonga ή το Albury, «για να επιβιβαστούν στο τρένο για τη Μελβούρνη όπου επέστρεψαν στον πολιτισμό και άρχισαν να ζουν σαν άνθρωποι».
Ο Θανάσης Κουκιάς, ο οποίος έφτασε στις 12 Δεκέμβρη 1954, δήλωσε στο ίδιο άρθρο ότι θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που έμεινε μόνο δύο εβδομάδες «σε εκείνο το παράξενο, απομονωμένο μέρος όπου η υψηλή θερμοκρασία, η σκόνη, τα κουνούπια και οι μύγες έκαναν τη ζωή μας αφόρητη». Όμως η διαφυγή του δεν τον οδήγησε στην ελευθερία. Συνελήφθη και μαζί με 37 άλλους Έλληνες, στάλθηκε να εργαστεί στο Κουίνσλαντ.
Η εξέγερση των μεταναστών της Μπονεγκίλα δεν έτυχε αρκετής προσοχής από τον αυστραλιανό Τύπο ή την κοινή γνώμη εκείνης της εποχής.
Η διεύθυνση απέδωσε την εξέγερση εν μέρει στην «κομμουνιστική δραστηριότητα στο κέντρο -στην εμφάνιση ορισμένων φυλλαδίων κομμουνιστικού περιεχομένου και τις δραστηριότητες γνωστών κομμουνιστών στην περιοχή». Έρευνα που έγινε από την Ειδική Υπηρεσία της αστυνομίας και το Υπουργείο Δικαιοσύνης έδειξε ότι οι λόγοι της εξέγερσης ήταν η έλλειψη χρημάτων και η ανεργία των μεταναστών.
Τα λεγόμενα Κέντρα Υποδοχής και Διανομής στήθηκαν μακριά από τις πρωτεύουσες ώστε οι μετανάστες να κρατούνται εκεί και να ελέγχονται. Δεν ήταν μόνο ο αναπόφευκτος συνωστισμός και η μεγάλη αναμονή για μια θέση εργασίας, αλλά η μεταχείριση σε βάρος των ανθρώπων και η νοοτροπία πίσω από τη δημιουργία αυτών των κέντρων, όπως η Μπονεγκίλα, που δίνει την πραγματική ιστορία.
Οι άνθρωποι αυτοί ταπεινώθηκαν, αντιμετωπίστηκαν ως αγέλη και υπέφεραν διακρίσεις, καθώς δεν ταίριαζαν στο αγγλοκελτικό πρότυπο.
Η απροθυμία και η αδυναμία των αρχών να αναγνωρίσουν και να ανταποκριθούν στις πολιτισμικές διαφορές είχαν τις ρίζες τους στην επικρατούσα αντίληψη περί αλλοδαπού, μέχρι να επικρατήσει πλήρως η αφομοίωση. Οι εγκαταστάσεις υποδοχής μεταναστών και προσφύγων είναι ευφημιστικοί όροι για κέντρα κράτησης ή στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η αυστραλιανή άρχουσα τάξη και οι Βρετανοί αποικιοκράτες προκάτοχοί της έχουν μακρά ιστορία της χρήσης του μέτρου της επιστράτευσης καταδίκων, Αβοριγίνων και Κανάκ σε στρατόπεδα εργασίας.
Πηγή:https://www.newsbeast.gr