Στην εξωτερική πολιτική, σε περιόδους κρίσεων και ανακατατάξεων η ηγεμονία της πεπατημένης μπορεί να αποβεί μοιραία.
Κώστας Α Λάβδας
Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
ASSOCIATED PRESS
Ταράχθηκαν την περασμένη εβδομάδα οι υποστηρικτές της Συμφωνίας των Πρεσπών όταν η κυβέρνηση Μακρόν – ουσιαστικά εκπροσωπώντας και άλλα μέλη της ΕΕ – απέρριψε την άμεση έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με την Αλβανία κι τη Βόρεια Μακεδονία. Κατακεραύνωσαν την Γαλλία ότι οδηγεί σε αβεβαιότητα τις τύχες της πολύτιμης Συμφωνίας και σε «αποσταθεροποίηση» την περιοχή.
Παράλληλα, ενόψει της διατύπωσης του άρθρου 1.10β της Συμφωνίας, φοβήθηκαν ότι θα κινδυνεύσει το erga omnes (το 1.10β αναφέρεται, ας το ξεκαθαρίσουμε, μόνο στη διαδικασία αντικατάστασης παλαιότερων επίσημων εγγράφων και υλικού αποκλειστικά για εσωτερική χρήση).
Το ζήτημα παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον σε δυο επίπεδα.Το πρώτο αναφέρεται στη Βόρεια Μακεδονία, τα Βαλκάνια αλλά και την Τουρκία.Το δεύτερο, μακράν σημαντικότερο, αφορά το ίδιο το μέλλον της ΕΕ και τη θέση της Ελλάδας σε αυτό.
Η ΕΕ ως περιφερειακός σταθεροποιητής
Από το 1957 (με τους αρχικούς έξι) μέχρι το 2013 (όταν η Κροατία έγινε το 28ο μέλος), η ευρωπαϊκή ενοποίηση πέρασε από διακυμάνσεις και περιπέτειες αυξάνοντας, όμως, τα μέλη της. Από τις επιμέρους διαπραγματεύσεις ένταξης κρατών περάσαμε τελικά στη γενικευμένη «πολιτική διεύρυνσης», όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στην Κοπεγχάγη (1993) συναίνεσε – με ισχυρή αμερικανική ώθηση – στην ανάληψη του ρόλου του σταθεροποιητή της ανατολικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση του Σοβιετικού μπλόκ.
Προέκυψε έτσι η ανάγκη για καθολικά κριτήρια, καθολικής αποδοχής και καθολικής εφαρμογής, με την αιρεσιμότητα (conditionality) να περιλαμβάνει και σημαντικές πολιτικές πτυχές. Η ΕΕ ως μηχανισμός διασφάλισης περιφερειακής σταθερότητας κλήθηκε να συνυπάρξει με το όραμα της ΕΕ ως «ολοένα στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης». Μια χορωδία πολιτικών, τεχνοκρατικών, ακαδημαϊκών και δημοσιογραφικών φωνών ανέλαβε να πείσει ότι το δίδυμο «διεύρυνση – εμβάθυνση» δεν ήταν δίλημμα αλλά εξέφραζε δυο απόλυτα συμβατές πλευρές του ίδιου νομίσματος.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι διαδικασίες εξευρωπαϊσμού (σχηματικά, οι διαδικασίες μεταρρυθμίσεων, προσαρμογής και συμμόρφωσης με το ενωσιακό κεκτημένο) φάνηκαν τόσο σημαντικότερες, όσο περισσότερο τις είχαν ανάγκη οι νέες χώρες. Κατά κανόνα, όσο μεγαλύτερες οι διαφορές, τόσο δυσκολότερο το έδαφος που πρέπει να καλύψουμε αλλά και τόσο κρισιμότερη η σημασία του εξευρωπαϊσμού.
Έπεται όμως επίσης ότι η αύξηση των περιπτώσεων με μεγάλες αποστάσεις από τον ενωσιακό μέσο όρο εντείνει αντίστοιχα και τη συστημική υπερφόρτωση μέσω – κατ’ ελάχιστο – των ασυμμετριών. Όταν επιπλέον προκύψουν εξωγενείς κρίσεις, όπως π.χ. μετά το 2008, τότε οι ασυμμετρίες οδηγούν σε προβλήματα ακόμη και στα κυρίαρχα υποδείγματα συμπεριφοράς και διάδρασης, οπότε η διάβρωση στο ενωσιακό οικοδόμημα γίνεται βαθύτερη. Οι σχέσεις προχωρημένης συνεργασίας εξασθενίζουν και η αποτίμηση κόστους – οφέλους επιστρέφει σε πρωτόλειες αποτιμήσεις άμεσου κόστους και άμεσου οφέλους.
Με άλλα λόγια, σε περιβάλλον κρίσης, οι συνεχείς διευρύνσεις (βάσει του ρόλου της ΕΕ ως περιφερειακού σταθεροποιητή) υπονόμευσαν την ωρίμανση υποδειγμάτων διάχυτης αμοιβαιότητας στο εσωτερικό της (τον ρόλο της ΕΕ στην επίτευξη της «ολοένα στενότερης ένωσης των λαών»).
Τα όρια της «διεύρυνσης»
FRANCOIS LENOIR / REUTERS
Σήμερα υποψήφιες προς ένταξη χώρες είναι η Αλβανία (χωρίς έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων), η Βόρεια Μακεδονία (επίσης χωρίς έναρξη), το Μαυροβούνιο, η Σερβία και η Τουρκία, ενώ η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο θεωρούνται δυνάμει υποψήφιες χώρες. Η Ισλανδία απέσυρε τον Μάρτιο 2015.
Η περίπτωση της Τουρκίας καταδεικνύει ότι η «μαγική λύση» των συνεχών διευρύνσεων που είχε υποτεθεί, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ότι θα θεραπεύσει «πάσαν νόσον», θα πρέπει να αναθεωρηθεί και επισήμως.
Οι περιπέτειες των σχέσεων που ξεκίνησαν το 1963 πέρασαν από πολλά στάδια και ακόμη περισσότερα εμπόδια. Από το πρόσθετο πρωτόκολλο του 1973, την αίτηση της Άγκυρας το 1987 για την πλήρη προσχώρηση, την αναγνώριση στην Τουρκία του καθεστώτος υποψήφιας προς ένταξη χώρας μετά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999, την έναρξη των διαπραγματεύσεων προσχώρησης το 2005, τις δύσκολες Συνόδους κορυφής ΕΕ-Τουρκίας και τις κρίσεις που προκλήθηκαν κατά καιρούς.
Οι αιτίες αυτών των κρίσεων κυμαίνονται από προβλήματα με τα επιμέρους κεφάλαια των διαπραγματεύσεων μέχρι τις εντάσεις μετά την προσχώρηση της Κύπρου το 2004 και την αλαζονική αντίδραση της Άγκυρας. Επίσης, αφορούν στα ελλείμματα της Τουρκίας στο πεδίο της πολιτικής αιρεσιμότητας (μειονότητες, δικαιώματα, κράτος δικαίου) και στις υπαρξιακές ανησυχίες της ΕΕ απέναντι σε ένα μεγάλο μουσουλμανικό κράτος που –τυπικά– εξακολουθεί να επιζητεί την πλήρη ένταξη ενώ παράλληλα επιχειρεί να προωθήσει μια πολιτική περιφερειακής ηγεμονίας στο σουνιτικό κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, συνδέοντας μια σχετικά μετριοπαθή εκδοχή του σουνιτικού Ισλάμ με τον αναγεννημένο και εξαιρετικά επικίνδυνο τουρκικό εθνικισμό.
Είναι γεγονός ότι επίσημη θέση της Άγκυρας παραμένει η πλήρης ένταξη, ενώ υποστηρικτές της ευρωπαϊκής πορείας μπορούσαν παλαιότερα να βρεθούν και εντός του AKP (π.χ. ο Γιασάρ Γιακίς, πρώην υπουργός Εξωτερικών). Είναι όμως επίσης γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν την αυξανόμενη αντίθεση της πλειοψηφίας των Τούρκων απέναντι στην προοπτική ένταξης στην ΕΕ.
Η Τουρκία, παρά τα όσα ανέφερε στο πολυσυζητημένο άρθρο του στο Politico (14 Μαίου 2019) ο ΥΠΕΞ της γείτονος κ. Τσαβούσογλου υποστηρίζοντας την επανεκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην ΕΕ, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει πλήρες μέλος. Θα μπορούσε όμως να αποκτήσει ένα ειδικό καθεστώς οικονομικών και εμπορικών σχέσεων με την ΕΕ, κάτι που μας συμφέρει ως Ελλάδα. Όσο αγνοούμε αυτό το σκέλος, τόσο θα χάνουμε τις ουσιαστικές εξελίξεις λαχανιάζοντας πίσω από «προβλέψεις» για την επόμενη ημέρα.
Εναλλακτικές μορφές σχέσεων
Υπάρχουν άλλες δυνατότητες, ειδικά καθεστώτα και νέου τύπου εταιρικές σχέσεις που θα πρέπει να διερευνηθούν διεξοδικά.
Πράγματι, ενόψει των δυσκολιών, αναπτύσσονταν κατά καιρούς ιδέες για πιθανά εναλλακτικά σενάρια. Ως ένα – όχι το μόνο ούτε το καλύτερο – υπόδειγμα υπάρχει ήδη η μετεξέλιξη της παλιάς Μεσογειακής Ένωσης, η νέα Ένωση για την Μεσόγειο. Το 2007 ο Νικολά Σαρκοζί είχε προτείνει την ίδρυση μίας οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής Ένωσης των χωρών της Μεσογείου. Η Μεσογειακή Ένωση επρόκειτο να είναι κατά βάση οικονομική, αλλά θα είχε και πολιτικούς στόχους. Ο Σαρκοζί φιλοδοξούσε να περιλαμβάνουν ακόμη και την επίλυση του Μεσανατολικού.
Η Τουρκία είχε άμεσα εκφράσει την αντίθεσή της με το σχέδιο ως εναλλακτική της πλήρους ένταξης. Όπως είχε δηλώσει ο Μπαγκίς, «η πρόταση δεν μπορεί να εκληφθεί ως εναλλακτική λύση, με δεδομένο ότι όλες οι χώρες που άρχισαν ενταξιακές διαπραγματεύσεις τις ολοκλήρωσαν».
Αλλά και στο εσωτερικό της ΕΕ, η αρχική ιδέα να γίνουν μέλη της ένωσης μόνο τα κράτη μέλη της ΕΕ που συνορεύουν με τη Μεσόγειο (Γαλλία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Κύπρος, Μάλτα, Σλοβενία) προκάλεσε τη δυσφορία χωρών όπως η Γερμανία. Τελικώς συμπεριελήφθησαν όλα τα μέλη της ΕΕ η ονομασία άλλαξε σε Ένωση για τη Μεσόγειο (Union pour la Méditerranée). Το 2008 η Τουρκία δέχτηκε να συμμετάσχει στην Ένωση αφού πρώτα ξεκαθάρισε ότι δεν την αντιμετωπίζει ως εναλλακτική λύση της ένταξης στην ΕΕ.
Ως γνωστόν, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει καλές εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία, με την οποία διατηρούμε πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο (με εξαίρεση κάποια έτη) και σχετικά δυναμική προοπτική περαιτέρω ανάπτυξης. Τουρκία, Ιταλία, Γερμανία, Βουλγαρία, Κύπρος, Βρετανία και ΗΠΑ αποτελούν τις κύριες αγορές των ελληνικών εξαγώγιμων προϊόντων και υπηρεσιών. Ενώ παράλληλα οι κακές εξελίξεις στα οικονομικά της γείτονος σημαίνουν ότι δύσκολα η Τουρκία θα βρει κάποιον, πέρα από τη Δύση και το ΔΝΤ, για να τη στηρίξει με τρόπο που θα ικανοποιήσει και τις διεθνείς αγορές.
Άρα μας ενδιαφέρει μια συνεχιζόμενη σχέση ΕΕ-Τουρκίας. Τι είδους σχέση; Τόσο οι οικονομικές διαδράσεις όσο και το κρίσιμο πεδίο του ελέγχου της μετανάστευσης, μας οδηγούν στην ανάγκη συστηματικής και σχετικά σιωπηλής διερεύνησης σεναρίων για ένα νέο καθεστώς σύνδεσης που σταδιακά θα ρυθμίσει τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι μια νέα εταιρική σχέση μεταξύ των δυο μερών θα υπάρξει στα επόμενα χρόνια. Το ερώτημα είναι εάν η ελληνική πλευρά θα συμβάλει στη διαμόρφωση της, ως μέλος της ΕΕ με συγκριτικά ισχυρές διμερείς εμπορικές σχέσεις με την ΤΚ.
Διεύρυνση ή εμβάθυνση;
FREDERICK FLORIN VIA GETTY IMAGES
Το δίλημμα «διεύρυνση ή εμβάθυνση», που η Γαλλία επανέφερε κατά καιρούς στο προσκήνιο για να λάβει ομιχλώδεις απαντήσεις περί της υποτιθέμενης δυνατότητας συνδυασμού των δυο, βρίσκεται πια μπροστά μας στην πραγματική, υπαρξιακή για την Ευρώπη διάσταση του. Ο συνδυασμός της αμερικανικής και της βρετανικής αποστασιοποίησης από την Ευρώπη και την Μέση Ανατολή (Τραμπ, Brexit) θέτει την ΕΕ μπροστά σε αβυσσαλέο κενό, ευθύνες και κινδύνους. Με την μερική εξαίρεση της Γαλλίας, κανείς δεν φαίνεται να επιχειρεί να υλοποιήσει σενάρια αντιμετώπισης του κενού. Ενώ η δυναμική των σχέσεων στο εσωτερικό της ΕΕ έχει γίνει και πάλι κυρίως διακυβερνητική, η εμβάθυνση (οικονομική ένωση, νέοι θεσμοί οικονομικής πολιτικής, ολοκλήρωση τραπεζικής ένωσης, μερική αμοιβαιοποίηση χρέους, αυξημένη παρουσία σε διεθνή / περιφερειακά ζητήματα) αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση από ποτέ.
Η συνεχιζόμενη (και λόγω κεκτημένης ταχύτητας) προσέγγιση της ΕΕ ως περιφερειακού σταθεροποιητή ενέχει κινδύνους στην νέα διακυβερνητική εποχή (λόγω διαφορετικών εθνικών προτιμήσεων αναφορικά με τις υποψήφιες χώρες), ενώ παράλληλα δυσχεραίνει την επικέντρωση σε μορφές εμβάθυνσης. Υπό προϋποθέσεις, μια ΕΕ σε μια περίμετρο νέων εταιρικών σχέσεων μπορεί να ευνοήσει την εμβάθυνση. Ορθά ο Μακρόν αναφέρεται ήδη στη διερεύνηση τέτοιων μορφών σχέσεων ως Planb.
Σε κάθε περίπτωση, τα σενάρια για την Ευρώπη του αύριο δεν είναι άπειρα. Είναι συγκεκριμένα. Ακόμη και σε επιμέρους τομείς πολιτικών εντός της Ένωσης, όπως τον κρισιμότατο τομέα που αναφέρεται στο μεταναστευτικό / προσφυγικό, οι νέες συνεργασίες για εξεύρεση λύσεων πέρα από το σύστημα του Δουβλίνου θα αφορούν ομαδοποιήσεις κρατών (αυτό δείχνουν και οι μέχρι στιγμής αντιδράσεις στις νέες προτάσεις Ζέεχοφερ). Ως προς την λεγόμενη «εξωτερική διακυβέρνηση»,το σενάριο που περισσότερο ευνοεί τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα σε πολλά επίπεδα είναι το σενάριο των εξειδικευμένων ειδικών σχέσεων μέσα σε ένα γενικότερο καθεστώς εξωτερικής συνεργασίας.
Η Ελλάδα θα πρέπει να κινητοποιηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Δυστυχώς όλα δείχνουν ότι στην ελληνική πλευρά συνεχίζεται η γνωστή πολιτική μινιμαλιστικής διαχείρισης στα ευρωπαϊκά και εφησυχαστικού κατευνασμού στα ελληνοτουρκικά. Ακολουθούμε την πεπατημένη, όπως φάνηκε και από τη σχεδόν καθολική και απίστευτα επιπόλαιη τάση να αναμασηθούν πάλι τα τετριμμένα περί «αποσταθεροποίησης» των Βαλκανίων αμέσως μόλις ο κ. Ζάεφ έδωσε το έναυσμα από τα Σκόπια με τις γνωστές δηλώσεις. Η στροφή του κ. Ζάεφ εξέθεσε ακόμη περισσότερο τους Ηρακλείς της πεπατημένης στην εξωτερική πολιτική, αλλά ουδείς πτοήθηκε.
Όμως αντίθετα από αυτό που πρεσβεύουν ορισμένοι, στην εξωτερική πολιτική η πεπατημένη δεν είναι πάντοτε μια ασφαλής και ανώδυνη επιλογή. Δεν είναι σαν το «πολιτικό κέντρο» που έχει καταντήσει ασφαλές σημείο αναφοράς για κάθε μετριότητα. Στην εξωτερική πολιτική, σε περιόδους κρίσεων και ανακατατάξεων η ηγεμονία της πεπατημένης μπορεί να αποβεί μοιραία.
Πηγή: https://www.huffingtonpost.gr