Αργύρης Κουνάδης (1924 – 2011)
Έλληνας συνθέτης, με ευρύτητα έργου, που ξεκινά από τη λαϊκή μουσική και φθάνει έως τη μουσική πρωτοπορία.
Ο Αργύρης Κουνάδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 14 Φεβρουαρίου 1924, στους κόλπους μιας οικογένειας με κεφαλλονίτικη καταγωγή. Τις μουσικές του σπουδές πραγματοποίησε στο Ωδείο Αθηνών, με καθηγητές τους Δημήτριο Μακρή και Σπύρο Φαραντάτο. Το 1952 έλαβε δίπλωμα πιάνου και το 1956 δίπλωμα σύνθεσης από το Ελληνικό Ωδείο με καθηγητή τον Γιάννη A. Παπαϊωάννου.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής δραστηριοποιήθηκε στην ΕΠΟΝ και το 1943 έγραψε τον πρώτο ύμνο της οργάνωσης σε στίχους Γιώργου Τσαπόγα. Συνελήφθη για τη δράση του και κλείστηκε στις φυλακές της Καλλιθέας. Εκεί, για καλή του τύχη, ήταν διοικητής ένας ιταλός μουσικός, που μόλις έμαθε ότι ο Κουνάδης είναι μουσικός, φρόντισε να τον απελευθερώσει κρυφά τρεις μέρες μετά τη σύλληψή του.
Από το 1950 συνεργάστηκε με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη, με τους οποίους διατηρούσε φιλία. Το 1951 ερμήνευσε με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, σε πρώτη ελληνική εκτέλεση, το Κοντσέρτο για πιάνο του Αράμ Χατσατουριάν. Την ίδια περίοδο άρχισε να γράφει τις πρώτες συνθέσεις του για το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Συγκαταλέγεται στους πρώτους Έλληνες συνθέτες που ενδιαφέρθηκαν για το ρεμπέτικο. Το ρεμπέτικο μαζί με τη μουσική των Μπάρτοκ και Στραβίνσκι επηρέασαν βαθιά τα πρώτα έργα του, της περιόδου 1949 - 1957, τα περισσότερα από τα οποία, αργότερα αποκήρυξε. Ο ίδιος ο συνθέτης διέσωσε από εκείνη την περίοδο τέσσερα έργα, τα Σχέδια για ένα καλοκαίρι (6 ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, για βαρύτονο και πιάνο, 1949), Μουσικές στιγμές (για βιολί και πιάνο, 1949-50), Συμφωνιέτα σε μι με πιάνο obligato και Απόσπασμα από τον θρήνο της Αντιγόνης του Σοφοκλή (για γυναικεία φωνή και 5 πνευστά, 1956).
Το 1958 με υποτροφία του ΙΚΥ ξεκινά σπουδές στη Μουσική Ακαδημία του Φράιμπουργκ, στη σύνθεση και τη διεύθυνση ορχήστρας, με καθηγητές τον συνθέτη Βόλφγκανγκ Φόρτνερ και τον μαέστρο Καρλ Φέτερ.
Μετά την αποκήρυξη του πρώιμου έργου, στρέφει το μουσικό του βλέμμα στο ατονικό, το δωδεκάφθογγο, το σειραϊκό και το αλεατορικό σύστημα, επιλέγοντας μια υπερμοντέρνα μουσική τεχνοτροπία βυζαντινής αυστηρότητας, η οποία δίνει έμφαση στον μελοποιημένο λόγο και το δραματικό στοιχείο, που μεταφέρονται ακόμη και στα καθαρώς συμφωνικά του έργα. Ο έμφυτος λυρισμός του, ωστόσο, παραμένει όπως και η πεποίθησή του ότι «η τέχνη πρέπει να συνεχίζει την παράδοση με σύγχρονα μέσα».
Από το σύνολο του έργου του, ξεχωρίζουν το Χορικό για συμφωνική ορχήστρα, τα Ετεροφωνικά ιδιόμελα για συμφωνική ορχήστρα, το Κουϊντέτο για πνευστά, το Κουαρτέτο για έγχορδα και άλλα. Το Χορικόν (1958) ήταν το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε στις εκδηλώσεις της Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής στην Κολωνία το 1959, και το πρώτο ελληνικό έργο που παίχτηκε από τη Φιλαρμονική του Βερολίνου με διευθυντή ορχήστρας τον Βόλφγκανγκ Φόρτνερ (1961). Το 1963 διορίστηκε βοηθός του Φόρτνερ και το 1972 καθηγητής στην Ακαδημία του Φράιμπουργκ, ενώ ανέλαβε και τη διεύθυνση του μουσικού συνόλου Μούζικα Βίβα.
Συνέθεσε όπερες με ιδιαίτερα σαρκαστική διάθεση (Το λαστιχένιο φέρετρο, Τα μαγεμένα αναλόγια, Τειρεσίας), οι οποίες έχουν ανεβεί αρκετές φορές σε σημαντικά γερμανικά θέατρα (Βόννη, Μπαϊρόιτ, Χαϊδελβέργη, Φράιμπουργκ, Λίμπεκ, κ.α.), στη Λυρική Σκηνή και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Τις δεκαετίες του '70 και του '80 έγραψε λαϊκά τραγούδια, που τραγουδήθηκαν από γνωστούς τραγουδιστές και αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό. Ξεχωρίζουν τα τραγούδια: Στην πλατεία Αβησσυνίας, Do you like the Greece, Όρτσα τα πανιά με τη φωνή του Αντώνη Καλογιάννη και Δεν περισσεύει υπομονή με την ξεχωριστή ερμηνεία της Σωτηρίας Μπέλλου. Τη δεκαετία του '50 και στις αρχές της δεκαετίας του '60 συνέθεσε μουσική για τον κινηματογράφο (Ουρανός του Τάκη Κανελλόπουλου και Αντιγόνη του Γιώργου Τζαβέλα).
Η νόσος του Πάρκινσον, που τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, του στέρησε χαρές, όπως να παραστεί στην τιμητική εκδήλωση του Μεγάρου Μουσικής το 2006, αλλά δεν στάθηκε ικανή να τον απομακρύνει από τη μεγάλη του αγάπη στη μουσική.
Ο Αργύρης Κουνάδης πέθανε στις 22 Νοεμβρίου 2011, στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/417
© SanSimera.gr