Αναδημοσίευση από το προσωπικό της Facebook
Η βροχή ράντιζε ασταμάτητα από το πρωί
το χωριουδάκι στην ορεινή Μακεδονία..
Οι χωματένιοι δρόμοι ντύθηκαν με καφέ γλίτσα
Ο Ρούντυ ξύπνησε από τα άγρια χαράματα
παραμονή πρωτοχρονιάς,
παγωμένος και ανήσυχος ..
Είχε κανονίσει με την Κανέλα
για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν
και εκείνη είχε εξαφανιστεί
λες και άνοιξαν τα έγκατα της γης
ρουφώντας την στα σπλάχνα τους..
Η Κανέλα ήταν πολύ όμορφη ..
Κάθε φορά που την κοιτούσε
έπαιζε ταμπούρλο η καρδιά του
και έβλεπε παντού κόκκινα,
χρυσά αστεράκια να σχηματίζουν λιμνούλες
από κόκκινες καρδούλες ..
Την είχε γνωρίσει σε μια από τις νυχτερινές εξορμήσεις,
όπου προσπαθούσε να βρει αποφάγια
δίπλα σε σκουπιδοτενεκέδες..
Την είχε πλησιάσει αρπάζοντάς την από το χέρι,
οδηγώντας την, στην πλατεία του χωριού,
εκεί που κάθε βράδυ ο καλοκάγαθος Κυρ Γιώργης
έψηνε αφράτα κάστανα στην φουφού ..
Την είχε συμπαθήσει την Κανέλα ..
Τα βράδια έριχνε σε ένα πλαστικό κουβαδάκι
ζεστά κάστανα..Εκείνη σηκωνόταν στον αέρα
κάνοντας μια στριφογυριστή φιγούρα με τέτοια δεξιοτεχνία
που θα ζήλευε η καλύτερη πρίμα μπαλαρίνα
και μετά ορμούσε στα κάστανα αφήνοντας
γρυλίσματα άφατης ικανοποίησης..
Ένα βράδυ ο Ρούντυ ψάχνοντας να βρει τροφή
στα σκουπίδια που είχαν παρασυρθεί
σε ένα free style dance
λόγω του σφοδρού αγέρα, ανακάλυψε
ένα χρυσορυχείο από φαγητά..
Η φωνακλού μεγαλόσωμη γυναίκα
στο απέναντι ταβερνείο,
έβγαινε χαράματα με την λευκή ποδιά περασμένη
γύρω από την τατραγωνισμένη από το λίπος μέση
και πετούσε στον κάδο σακούλες
με αποφάγια του ταβερνείου..
Εδώ θα κάνω ρεβεγιόν με την Κανέλα σκέφτηκε,
κουνώντας πέρα δώθε την ουρά του ..
Μα που πήγε;;
Σήμερα το βρήκε να εξαφανιστεί;;
Ανήμερα πρωτοχρονιάς;;
Τον κυρίευσε θλίψη..
Ένα σκούρο πέπλο άρχισε να τυλίγεται
σαν μετάξι στο χωριό ..
Τα φώτα στις κολώνες άναβαν δειλά δειλά..
Οι λάσπες γυάλιζαν σαν ζελατίνη,
ο Κυρ Γιώργης έψηνε κάστανα,
τα καφενεία γέμισαν κόσμο
και τα τζάκια φλόγισαν για τα καλά
σκορπώντας μαύρους καπνούς από τις καμινάδες..
Τα δεντράκια στολίστηκαν με πολύχρωμα
αναμμένα φωτάκια,
οι χωριανοί έβαλαν τις καλές φορεσιές
και όλα ήσαν έτοιμα να υποδεχτούν τον νέο χρόνο..
Πάλι θα κάνω μόνος μου Πρωτοχρονιά σκέφτηκε..
Έχωσε την μεταξένια ουρά στα σκέλια φοβισμένος..
Είχε κακό ένστικτο..
Η Κανέλα δεν θα τον πρόδιδε ποτέ..
Και τότε την είδε ..
Κειτόταν κατάχαμα σμίγοντας σε ένα δύσμορφο σώμα
'Ενιωσε την καρδιά να τινάζεται..
Πλησίασε τρέχοντας κοντά της..
Καθώς την σήκωνε αγκαλιά, ένα ρυάκι
με σκούρο πηχτό αίμα κυλούσε
από το παγωμένο κορμί της..
Πιο δίπλα σπασμένα γυαλιά μαρτυρούσαν
πως είχε γίνει ακόμη ένα τρακάρισμα..
Την έσφιξε στην αγκαλιά του,
βγάζοντας άναθρες κραυγές απόγνωσης και πόνου..
Η Κανέλα του ήταν νεκρή..
# Μάρω Γλυκοφρύδη #