Σαν σήμερα, στις 5 του Ιούνη 1825, δολοφονείται ο Φιλικός επαναστάτης του 1821 Οδυσσέας Ανδρούτσος. Δολοφονήθηκε από Έλληνες, λίγο πριν δικαστεί με την κατηγορία του «προδότη»…
Με τη φλόγα της ψυχής του, και τη στρατιωτική δράση του ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κράτησε ζωντανή την επανάσταση στα πρώτα της βήματα. Γι’ αυτό κυνηγήθηκε απ’ τους κοτζαμπάσηδες και στο τέλος δολοφονήθηκε, προσπαθώντας όπως και στον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη και άλλους επαναστάτες, να του κολλήσουν τη ρετσινιά του «προδότη». Δεν τα κατάφεραν. Η μορφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου βρίσκεται ανάμεσα στις πιο άξιες του Εικοσιένα.
Τα γράμματα του Ανδρούτσου, όσα έχουν σωθεί, χαρακτηρίστηκαν από τα καλύτερα κείμενα του Εικοσιένα. Παρουσιάζουμε ολόκληρο το περίφημο γράμμα του προς τους Γαλαξιδιώτες, με το οποίο τους προσκαλεί να επαναστατήσουν.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Φωτιάδη «Καραϊσκάκης» (εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1987).
Ο Οδυσσέας Αντρούτσος
Στα μέσα Μάρτη 1821, ο Οδυσσέας Αντρούτσος νοικιάζει ένα καράβι και φεύγει από τη Λευκάδα. Περνάει από την Πάτρα, για να συνεννοηθεί με τον πρόξενο της Ρωσίας Ιωάννη Βλασσόπουλο, που ήταν κεφαλή των Φιλικών στο Μοριά, κι έπειτα βγαίνει στη Στερεά. Έξοχος άντρας ήταν αυτός ο γιος του πιο τρανού από τους αρματολούς, του Αντρίτσου, που, παγαίνοντας στη Ρωσία να βρει την Αικατερίνη να της ζητήσει βοήθεια, τον πιάσανε στο Κάταρο οι Βενετσάνοι και τον παράδωσαν στους Τούρκους. Τον πήγανε στην Πόλη, τον κλείσανε στα φοβερά μπουντρούμια του Ναύσταθμου, το «μπάνιο» καθώς το ‘λεγαν, κι εκεί μαρτύρησε.
Ο Οδυσσέας βγήκε φτυστός ο πατέρας του. Κανείς δεν τον ξεπέρναγε στο τρέξιμο, στο πήδημα, στο λιθάρι, στο σημέδι και στη λεβεντιά. Τα μούσκουλά του σίδερο. Μπορούσε να κρατήσει δυο μεγάλους τράγους σηκωμένους, έναν από κάθε χέρι, όσο που άλλοι να τους γδέρνουν. Να πώς έβλεπε και τραγούδαγε ο λαός τον θανάσιμο αυτό οχτρό των κοτζαμπάσηδων:
Σα βράχος είν’ οι πλάτες του,
σαν κάστρο η κεφαλή του
και τα πλατιά τα στήθια του
τοίχος χορταριασμένος.
Ένα από τα πρώτα που έκανε ο Αντρούτσος, όταν βγήκε στη Ρούμελη, ήταν να στείλει τούτο δω το περίφημο γράμμα στους Γαλαξιδιώτες, προσκαλώντας τους να σηκωθούνε στ’ άρματα:
Αγαπητοί Γαλαξιδιώτες,
Ήτανε βέβαια από το Θεό γραμμένο να δράξωμε τα άρματα μια ημέρα και να χυθούμε κατεπάνω στους τυράννους μας, που τόσα χρόνια ανηλεήμονα μας τυραγνεύουν. Τι τη θέλουμε, βρε αδέρφια, τούτη την πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε από κάτω στη σκλαβιά και το σπαθί των Τούρκων ν’ ακονιέται εις τα κεφάλια μας; Δεν τηράτε, που τίποτα δεν μας απόμεινε; Η εκκλησιές μας γενήκανε τζαμιά και αχούρια των Τούρκων. Κανένας δεν μπορεί να πη πως τάχα έχει τίποτε εδικό του, γιατί το ταχύ βρίσκεται φτωχός σα διακονιάρης στη στράτα. Η φαμελιές μας και τα παιδιά μας είναι στα χέρια και στη διάκρισι των Τούρκων. Τίποτα, αδέλφια, δεν μας έμεινε. Δεν είναι πρέπον να σταυρώσουμε τα χέρια και να τηράμε τον ουρανό. Ο Θεός μας έδωσε χέρια, γνώσι και νου. Ας ρωτήσουμε την καρδιά μας και ό,τι μας απανταχαίνει, ας το βάλωμε γρήγορο σε πράξιν κι ας είμεθα, αδέρφια, βέβαιοι το πως ο Χριστός μας ο πολυαγαπημένος θα βάλη το χέρι απάνω μας. Ό,τι θα κάμωμε, πρέποντας είναι να το κάμωμεν μια ώρα αρχήτερα, γιατί ύστερα θα χτυπάμε το κεφάλι μας. Τώρα η Τουρκία είναι μπερδεμένη σε πολέμους και δεν έχει ασκέρια να στείλει κατεπάνου μας. Ας ωφεληθώμεν από την περίστασι, όπου ο Θεός ακούοντας τα δίκαια παράπονά μας έστειλε δια ελόγου μας. Στα άρματα, αδέρφια, ή να ξεσκλαβωθούμε ή να πεθάνουμε. Και βέβαια καλύτερο θάνατο δεν μπορεί να προτιμήση κάθε Χριστιανός και Έλληνας.
Εγώ, καθώς το γνωρίζετε καλότατα, αγαπητοί μου Γαλαξιδιώται, εμπορώ να ζήσω βασιλικά, με πλούτη, τιμές και δόξες. Οι Τούρκοι, ό,τι και αν ζητήσω μου το δίνουνε παρακαλώντας. Γιατί το σπαθί του Οδυσσέα δεν χορατεύει. Έπειτα κοντά στα άλλα ενθυμούνται τον πατέρα μου, που τους εζεμάτισε. Μα σας λέγω την πάσαν αλήθειαν, αδέλφια. Δεν θέλω εγώ μονάχα να καλοπερνώ και το γένος μου να βογκά στη σκλαβιά. Μου καίγεται η καρδιά μου σα βλέπω και συλλογιούμαι πως ακόμα οι Τούρκοι μας τυραγνεύουν.
Από το Μωρηά μου στείλανε γράμματα πως είναι τα πάντα έτοιμα. Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου. Μα θέλω πρώτα να είμαι βέβαιος το πως θα με ακολουθήσετε και σεις. Αν εσείς κάμετε αρχή από τη μια μεριά, κι εγώ από την άλλη, θα σηκωθεί όλη η Ρούμελη. Γιατί ο κόσμος φοβάται. Μα σαν ιδή ελόγου σας, που έχετε καράβια και ξέρετε καλύτερα τα πράγματα, το πώς σηκώνετε το μπαϊράκι, θενά τελειώση όχι καλύτερο το πράγμα.
Περιμένω απόκρισι με τον ίδιο που φέρνει το γράμμα μου. Τη μπαρούτη και τα βόλια τα έλαβα και τα εμοίρασα. Να με οικονομήσετε και στουρνάρια και αν σας περισσεύη κι άλλη μπαρούτη να μου στείλετε, γιατίν θα την δώσω στους Πατρατσικιώτας. Του Πανουριά τα λόγια μην τα πολυακούτε. Είναι φοβιτσιάρης. Μα σαν το σηκώσουμε εμείς, αλλέως δεν μπορεί να πράξη πάρεξ να έρθη με το μέρος μας.
Αύριο το βράδυ να έρθη ένας στο μοναστήρι και θα εύρη τον Γκούραν για να μιλήση σαν να ήμουνα εγώ ο ίδιος. Τον Γκούρα να τον αγαπάτε. Είναι παιδί δικό μας και καλό παλληκάρι.
Χαιρετίσματα σ’ όλους πέρα και πέρα. Σας χαιρετώ και σας γλυκοφιλώ.
22 Μαρτίου 1821
Ο αγαπητός σας
Οδυσσέας Ανδρούτσος
Τέτοια γράμματα δε θα συναντήσουμε πια συχνά σ’ ολόκληρο το Εικοσιένα. Παντού θα τρυπώσουν οι λογιότατοι, θα γίνουν γραμματικοί των καπεταναίων και θα συναγωνιστούν ανάμεσά τους ποιος πιότερο θα μασκαρέψει τη λαϊκή έκφρασή τους, ντύνοντάς τη με μια φριχτή καθαρεύουσα.
Ο Αντρούτσος φτιάνει ένα μικρό μπουλούκι και, για ν’ αναγκάσει τους δισταχτικούς καπεταναίους να βγούνε ανοιχτά στο σηκωμό, στήνει χωσιά στην Τατάρνα του Ασπροπόταμου σε κάποιον ντερβέναγα που διάβαινε από κει μ’ εξήντα νοματαίους. Τους ξεπαστρεύει όλους και παίρνει από τους σκοτωμένους μονάχα τ’ άρματα, για να κάνει φανερό πως τούτη η πράξη δεν ήταν ληστεία, μα επανάσταση.
Σε λίγο ο Πανουργιάς σηκώνει κι αυτός το παϊράκι και μπλοκάρει τους Τούρκους στα Σάλωνα. Καθώς δεν είχανε οι κλεισμένοι νερό, αναγκάζονται να πέσουν σ’ ομιλίες με τους δικούς μας. Φτάνουνε οι μπέηδες στ’ ορδί του Πανουργιά και ρωτάνε τους χτεσινούς ραγιάδες:
–Ποιος είναι ο αφέντης σας να προσκυνήσουμε;
–Εγώ είμαι ο δικός σας αφέντης κι εμένα θα προσκυνήσετε, τους αποκρίνεται ο Πανουργιάς.
Γυρεύουν οι Τούρκοι να κρατήσουν τα ντουφέκια τους, μ’ αυτά ίσα-ίσα χρειάζουνται οι επαναστάτες. Κι οι Τούρκοι τα παραδίνουν. Κείνη τη μέρα κι άλλοι εξακόσιοι Έλληνες είχανε άρματα στο χέρι.
Πηγή: https://www.katiousa.gr/