Δόξα της Ιωνίας, αδάμαστες ψυχές,
ποιος σας εφιλοτέχνησε τις τόσες ομορφιές!
Αδραμυτίου κόλπος, τραγούδι μες στο φως,
πνοή νεομαρτύρων, ανθός μεθυστικός.
Ροδίζει ο ήλιος στ' Αϊβαλί, μεστώνει ο καρπός,
κι ο Όμηρος στη λύρα του στοιχίζει το ρυθμό.
'χτωήχι και Τριώδιο ο Φώτης προσωδεί,
άδραξε το χρωστήρα του και πάτρια υμνεί.
Νάτος, με πέντε τάλαντα στο θάμπος κανδηλιού,
ανδρώθηκε και βίωσε ζωή ξερριζωμού...
Οίδε Ευρώπης ρεύματα, στοχάστηκε πολλά,
για τούτο και εζήλωσε Ρωμιών τα ριζικά.
Ποιός είδε τέχνη Κόντογλου, εικόνα «μυστική»,
και στην καρδιά δεν ένιωσε Βυζάντιου πνοή!
Πόσοι δεν εμελέτησαν του «ραψωδού» γραφή,
και στην ψυχή δεν στάλαξε δροσιά Ελληνική!
Εξάγνιζε τα χρώματα με δάκρυα καυτά,
την πέννα του εβάπτιζε στο αίμα της καρδιάς.
Ομολογίας χάρισμα ανέπτυξε τρανώς,
και «Έκφραση Ορθόδοξη» ανέλιξε σαφώς.
Με σθένος και με τόλμημα, με θάρρος στην καρδιά,
ως Άτλας την Παράδοση στους ώμους του κρατά.
Μα και σ' αυτόν τον Άθω, νέοι ησυχαστές,
γνώρισαν στις εικόνες του μορφές Βυζαντινές.
Και βρέθηκαν, αλλοίμονο, ρηχοί και φθονεροί,
να κρίνουνε το έργο του, να ρίξουνε μομφή.
Μα εκείνο που κατόρθωσαν να γίνει επιμελώς,
ήτανε ν' αναδειχθούν τα έργα του λαμπρώς.
Θρηνούσε φανερώνοντας αγάπη καρδιακή,
δακρυρροών ανέμελπε «Ωδήν Τριαδικήν»!
Έζησε «εν οικία του ως ο ερωδιός»,
πάντας τους νεομάρτυρας ιστόρησ' ευσεβώς.
Σμιλεύτηκες Μαΐστορα με βάσανα πολλά,
για τούτο και εξάγνισες ρωμαίικη καρδιά.
Χιοπολίτης μάρτυρας Γεώργιος σεπτός,
συγκλόνισε με βίο του που εχάραξες λυγρώς.
Δεν θα αγγίξει ο Κόντογλου σε φράγκικη καρδιά,
μήτε θα τον νοήσουνε φαιδροί του μαμμωνά.
Θέλει ν' αγγίξει ο πόνος του σ' ακήρατον ψυχή,
ζητάει «σάρκα κάκοψη», ταπείνωση κι «ευχή».
Το σκήνος αναπαύεται εις Μάκρην Αττικής,
ο μάρτυς του Χριστού Εφραίμ, αγάλλει την ψυχή.
Εύχου υπέρ «Ανατολής» που τόσο λοιδωρούν,
τα ματωμένα χώματα, τον σπόρο καρτερούν.
Ζέφυρος του πελάγου, θωπεύει τις ελιές,
κι οι Όσιοι ξαγρύπνησαν στων βράχων τις σχισμές...
Λεβάντες, φως και θάλασσα, πέτρα Αιολική,
ομού Πανσέληνος και Κρης, βρήκαν συνεχιστή.
Βάλσαμο στάζει στην καρδιά, ρυθμός Ιωνικός,
τα σήμαντρα ας διαλαλούν γλυκύφθογγο ψαλμό.
Αναρριγούν τα λείψανα, σ' Αιγειακή πνοή,
Κυδωνιών ο ίστωρ, Ρωμιούς καθοδηγεί.
ποιος σας εφιλοτέχνησε τις τόσες ομορφιές!
Αδραμυτίου κόλπος, τραγούδι μες στο φως,
πνοή νεομαρτύρων, ανθός μεθυστικός.
Ροδίζει ο ήλιος στ' Αϊβαλί, μεστώνει ο καρπός,
κι ο Όμηρος στη λύρα του στοιχίζει το ρυθμό.
'χτωήχι και Τριώδιο ο Φώτης προσωδεί,
άδραξε το χρωστήρα του και πάτρια υμνεί.
Νάτος, με πέντε τάλαντα στο θάμπος κανδηλιού,
ανδρώθηκε και βίωσε ζωή ξερριζωμού...
Οίδε Ευρώπης ρεύματα, στοχάστηκε πολλά,
για τούτο και εζήλωσε Ρωμιών τα ριζικά.
Ποιός είδε τέχνη Κόντογλου, εικόνα «μυστική»,
και στην καρδιά δεν ένιωσε Βυζάντιου πνοή!
Πόσοι δεν εμελέτησαν του «ραψωδού» γραφή,
και στην ψυχή δεν στάλαξε δροσιά Ελληνική!
Εξάγνιζε τα χρώματα με δάκρυα καυτά,
την πέννα του εβάπτιζε στο αίμα της καρδιάς.
Ομολογίας χάρισμα ανέπτυξε τρανώς,
και «Έκφραση Ορθόδοξη» ανέλιξε σαφώς.
Με σθένος και με τόλμημα, με θάρρος στην καρδιά,
ως Άτλας την Παράδοση στους ώμους του κρατά.
Μα και σ' αυτόν τον Άθω, νέοι ησυχαστές,
γνώρισαν στις εικόνες του μορφές Βυζαντινές.
Και βρέθηκαν, αλλοίμονο, ρηχοί και φθονεροί,
να κρίνουνε το έργο του, να ρίξουνε μομφή.
Μα εκείνο που κατόρθωσαν να γίνει επιμελώς,
ήτανε ν' αναδειχθούν τα έργα του λαμπρώς.
Θρηνούσε φανερώνοντας αγάπη καρδιακή,
δακρυρροών ανέμελπε «Ωδήν Τριαδικήν»!
Έζησε «εν οικία του ως ο ερωδιός»,
πάντας τους νεομάρτυρας ιστόρησ' ευσεβώς.
Σμιλεύτηκες Μαΐστορα με βάσανα πολλά,
για τούτο και εξάγνισες ρωμαίικη καρδιά.
Χιοπολίτης μάρτυρας Γεώργιος σεπτός,
συγκλόνισε με βίο του που εχάραξες λυγρώς.
Δεν θα αγγίξει ο Κόντογλου σε φράγκικη καρδιά,
μήτε θα τον νοήσουνε φαιδροί του μαμμωνά.
Θέλει ν' αγγίξει ο πόνος του σ' ακήρατον ψυχή,
ζητάει «σάρκα κάκοψη», ταπείνωση κι «ευχή».
Το σκήνος αναπαύεται εις Μάκρην Αττικής,
ο μάρτυς του Χριστού Εφραίμ, αγάλλει την ψυχή.
Εύχου υπέρ «Ανατολής» που τόσο λοιδωρούν,
τα ματωμένα χώματα, τον σπόρο καρτερούν.
Ζέφυρος του πελάγου, θωπεύει τις ελιές,
κι οι Όσιοι ξαγρύπνησαν στων βράχων τις σχισμές...
Λεβάντες, φως και θάλασσα, πέτρα Αιολική,
ομού Πανσέληνος και Κρης, βρήκαν συνεχιστή.
Βάλσαμο στάζει στην καρδιά, ρυθμός Ιωνικός,
τα σήμαντρα ας διαλαλούν γλυκύφθογγο ψαλμό.
Αναρριγούν τα λείψανα, σ' Αιγειακή πνοή,
Κυδωνιών ο ίστωρ, Ρωμιούς καθοδηγεί.
π. Ιωήλ (Κόνιτσα)
Πηγή: http://thriskeftika.blogspot.com/