Παρασκευή 14 Ιουλίου 2023

ΟΙ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ!

 Της Χρύσας Παπαλεξάτου

Στον απόηχο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, οι κυβερνήσεις σε πολλές χώρες της ΕΕ αυξάνουν τους κατώτατους μισθούς για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα στις πληθωριστικές πιέσεις που τα επηρεάζουν δυσανάλογα. Μάλιστα, τον Οκτώβριο του 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε οδηγία, σύμφωνα με την οποία τα κράτη-μέλη καλούνται να διασφαλίσουν ότι ο κατώτατος μισθός επιτρέπει στους εργαζομένους να ζουν αξιοπρεπώς.
Αν και η αύξηση της αμοιβής των χαμηλόμισθων είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση του φαινομένου της εργασιακής φτώχειας, οι ανισότητες τις οποίες αντιμετωπίζουν οι χαμηλόμισθοι συγκριτικά με τους υψηλόμισθους εργαζομένους δεν είναι μόνο μισθολογικές.
Το εργασιακό περιβάλλον είναι πολύ διαφορετικό για τους εργαζομένους με χαμηλά εισοδήματα από ό,τι για τους εργαζομένους με υψηλότερα εισοδήματα: Οι χαμηλόμισθοι συχνά δεν απολαμβάνουν στο εργασιακό τους περιβάλλον την αξιοπρέπεια, τον σεβασμό και την ασφάλεια που οι υψηλόμισθοι θεωρούν δεδομένη, καθώς δεν απασχολούνται σε ποιοτικές θέσεις εργασίας. Η εργασιακή ικανοποίηση στην Ευρώπη είναι υψηλότερη για τους απόφοιτους πανεπιστημίου. Οι εργαζόμενοι υψηλής ειδίκευσης, συνήθως εργάζονται και σε πιο "ποιοτικές θέσεις" εργασίας.
Είναι πολύ δύσκολο να δοθεί ένας ξεκάθαρος ορισμός για το ποιες θέσεις εργασίας θεωρούνται ποιοτικές και ποιες όχι. Αναμφίβολα όμως το εισόδημα των εργαζομένων, οι άτυπες μορφές απασχόλησης, ο χρόνος εργασίας, οι όροι εργασίας, η δυνατότητα για ανάπτυξη δεξιοτήτων των εργαζομένων και η επαγγελματική τους ανέλιξη, η δυνατότητα να έχει ο εργαζόμενος "φωνή" στον επαγγελματικό του χώρο, η αυτονομία και η ευελιξία είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά των ποιοτικών θέσεων εργασίας.
Αυτές οι "θετικές" πτυχές της εργασίας αυξάνουν ιδιαίτερα την ευημερία των εργαζόμενων. Από την άλλη, η επισφαλής εργασία χωρίς δυνατότητα για επαγγελματική εξέλιξη, χωρίς κοινωνική προστασία και προοπτική αξιοπρεπούς σύνταξης είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά των μη-ποιοτικών θέσεων εργασίας.
Αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των θέσεων της εργασίας κατανέμονται πολύ άνισα ανάμεσα στους χαμηλόμισθους και τους υψηλόμισθους. Για παράδειγμα, οι χαμηλόμισθοι έρχονται συχνότερα αντιμέτωποι με απροσδόκητες μεταβολές στο ωράριο εργασίας ή στις απολαβές τους.
Νέα έρευνα του London School of Economics που διεξήχθη στον Ηνωμένο Βασίλειο το 2023, η οποία αφορά 2.000 εργαζόμενους που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα, δίνει στοιχεία για αυτές τις λιγότερο "εμφανείς ανισότητες" που αντιμετωπίζουν οι χαμηλόμισθοι στον εργασιακό χώρο. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα σχετίζεται με την ευελιξία που έχουν οι εργαζόμενοι στο εργασιακό τους περιβάλλον. Σύμφωνα με τα δεδομένα, πολλοί από τους εργαζόμενους σε καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας έχουν την ευελιξία απουσίας από τη δουλειά τους λόγω έκτακτων αναγκών χωρίς μείωση των αποδοχών. Αντιθέτως στους χαμηλόμισθους αυτή η δυνατότητα είναι περιορισμένη. Συγκεκριμένα, περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους (56%) με εισόδημα κάτω από 20.000 £ το χρόνο απάντησαν ότι εάν έπρεπε να χάσουν μια μέρας δουλειάς λόγω οικογενειακής έκτακτης ανάγκης δεν θα πληρώνονταν. Το ποσοστό των εργαζομένων που αναφέρει πως δεν θα πληρωνόταν εάν απουσίαζε μία μέρα από την εργασία λόγω έκτακτης οικογενειακής ανάγκης μειώνεται όσο ανεβαίνει το εισοδηματικό κλιμάκιο και αφορά το 38% των εργαζομένων με μισθό από 20.000£ έως 29.999£, το 25% των εργαζομένων με εισόδημα από 30.000£ έως 39.999£, το 19% από 40.000£ έως 49.999£ και το 17% από 50.000£ έως 59.999£. Τέλος, μόνο ένας στους 10 εργαζομένους που κερδίζουν πάνω από 60.000£ δεν θα πληρωνόταν εάν απουσίαζε μια μέρα από τη δουλειά λόγω έκτακτης οικογενειακής ανάγκης. Τα δεδομένα καταδεικνύουν πόσο ευκολότερο είναι για τους υψηλόμισθους να οργανώσουν πιο αποτελεσματικά την προσωπική τους ζωή καθώς η ευελιξία τους επιτρέπει να εξισορροπούν καλύτερα τις υποχρεώσεις μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να αισθάνονται περισσότερο ικανοποιημένοι στο εργασιακό τους περιβάλλον. Ωστόσο, αυτοί οι οποίοι απολαμβάνουν ευελιξία στο εργασιακό τους περιβάλλον (και τη δυνατότητα τηλεργασίας) είναι συνήθως εργαζόμενοι υψηλής ειδίκευσης (με καλύτερες απολαβές) και όχι οι χαμηλόμισθοι, όχι μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και παγκοσμίως.
Σύμφωνα με δεδομένα της ίδιας έρευνας υπάρχουν και μεγάλες ανισότητες αναφορικά με τα επιδόματα ασθενείας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το 31% των ιδιωτικών υπαλλήλων του Ηνωμένου Βασιλείου που συμμετέχουν στην έρευνα και κερδίζουν κάτω από 20.000£ λαμβάνουν μόνο το ελάχιστο επίδομα ασθενείας που ορίζεται από το νόμο για εβδομαδιαία απουσία από την εργασία. Μόνο το 22% των χαμηλόμισθων λαμβάνει πλήρεις αποδοχές σε περίπτωση απουσίας λόγω ασθενείας για μία εβδομάδα. Αντιθέτως, το 50% αυτών που κερδίζουν παραπάνω 50.000£ λαμβάνει το σύνολο των αποδοχών σε περίπτωση ασθένειας και μόνο το 17% λαμβάνει το ελάχιστο επίδομα ασθενείας.
Οι ανισότητες ανάμεσα στους χαμηλόμισθους και τους υψηλόμισθους είναι πολλές και δεν αφορούν μόνο τις απολαβές. Η πλήρης εξάλειψη τους είναι πολύ δύσκολη καθώς κάποιες από τις πτυχές της ποιοτικής εργασίας δεν διασφαλίζονται εύκολα με τη θέσπιση εργασιακών προτύπων (π.χ πόση αυτονομία θα απολαμβάνει ο εργαζόμενος αναφορικά με τα καθήκοντά του). Η συζήτηση όμως πρέπει να στραφεί στους τρόπους που θα μειώσουν σημαντικά τις περισσότερες από αυτές (π.χ με την κατάλληλη εργατική νομοθεσία). Η ποιότητα της εργασίας καθορίζει σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο την ποιότητα της ζωής των εργαζομένων, αλλά και την ευημερία της οικονομίας στο σύνολό της. Ένα ποιοτικό εργασιακό περιβάλλον, που ενισχύει τις δεξιότητες όλων των εργαζομένων, προωθεί την ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής για όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια, ανταμείβει δίκαια την εργασιακή προσπάθεια και ευνοεί την αύξηση της παραγωγικότητας.

* Η Χρύσα Παπαλεξάτου είναι Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη στο Παρατηρητήριο Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ

Πηγή: https://www.capital.gr/