"Είναι ένας από τους πέντε ή έξι σ’ ολόκληρη την Ελλάδα (μαζί με το Νικήτα Ράντο, τον Νίκο Εγγονόπουλο και το Νάνο Βαλαωρίτη) που αποδειχθήκανε κάτοχοι πραγματικοί του μυστικού. Θέλω να πω: της γοητείας, του θαύματος και όχι των γνώσεων που σήμερα διδάσκονται στα Πανεπιστήμια και βρίσκονται σ’ όλες τις εγκυκλοπαίδειες".
Με αυτά τα λόγια είχε περιγράψει ο Οδυσσέας Ελύτης τον Νίκο Γκάτσο, έναν από σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του περασμένου αιώνα και στενό του φίλο.
Ο Γκάτσος γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1914 στο χωριό Ασέα της Αρκαδίας και μεγάλωσε φτωχικά. Ο πατέρας του ήταν αγρότης και, μετά τη γέννησή του, αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια.
Ο Γκάτσος και η αδερφή του έμειναν με τη μητέρα τους Βασιλική Βασιλοπούλου στο χωριό. Ο πατέρας τους ταξίδευε συχνά για να τους δει.
Το 1916, καθώς επέστρεφε στην Αμερική από την Ελλάδα, έπαθε πνευμονία και πέθανε στο καράβι, δύο ώρες πριν φτάσει στη Νέα Υόρκη. Οι συγγενείς του δεν κατάφεραν να τον κηδέψουν, καθώς ο καπετάνιος πέταξε τη σορό του στον Ατλαντικό. Τα νέα του θανάτου του έφτασαν στο χωριό του έναν μήνα αργότερα. Ο θρήνος της μητέρας του, στο άκουσμα των μαντάτων, τρόμαξε τον Γκάτσο τόσο πολύ που τα χέρια του έτρεμαν για το υπόλοιπο της ζωής του…
Μόλις τελείωσε το σχολείο στην Τρίπολη, μετακόμισε στην Κυψέλη, με την αδερφή και τη μητέρα του και άρχισε να σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή. Είχε ήδη έρθει σε επαφή με την ποίηση του Σολωμού και του Παλαμά και ξεκίνησε να γράφει μικρά ποιήματα σε περιοδικά.
Το πρώτο του δημοσιευμένο ποίημα ονομαζόταν «Της μοναξιάς».
«Εσύ βραδιά, που άπλωσες γύρω τα μαύρα σου φτερά,
κι είσαι μονάχος σύντροφος στου κήπου τη βεράντα,
έλα να κλάψουμε μαζί τα νιάτα σαν τα κρύα νερά
που είχα δικά μου κάποτες και τα ’χασα για πάντα!
Η γνωριμία με τον Ελύτη
Τον Οκτώβριο του 1936 ο Γκάτσος γνωρίστηκε με τον συνομήλικό του Οδυσσέα Ελύτη. Συναντήθηκαν στα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων και από τότε έγιναν στενοί φίλοι.
Ο Ελύτης είχε περιγράψει τη μεταξύ τους συνάντηση ως εξής:
«Μια μέρα, ένα βράδυ μάλλον, εκεί που χάζευα έξω απ’ τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων, μου έπεσε από τον ουρανό ένας απροσδόκητος ομοϊδεάτης. Ήταν ο ποιητής Νίκος Γκάτσος. Δε μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή, ποιος μας σύστησε. Ούτε αν είχα ποτέ μου ακούσει το όνομά του. Ψηλός, λιγνός, μελαχρινός, με μάτια μεγάλα που έμελλαν, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, να κάψουν πολλές καρδιές, όμως πάντα λίγο ερεθισμένα σαν από μια μόνιμη αϋπνία, έστεκε εκεί, καταμεσής στο πλήθος, ελαφρά σκυφτός από φυσικού του, κάτω από μια μακριά ριχτή μπεζ καπαρντίνα με ανασηκωμένο το γιακά, σφίγγοντας κάτω από τη μασχάλη του ένα μάτσο ξένα κινηματογραφικά περιοδικά, γαλλικά και αμερικάνικα τα περισσότερα. Κάπνιζε αδιάκοπα ενώ άκουγε αυτά που του έλεγα με ύφος αποσπασμένο, που δεν μπορούσα να καταλάβω εάν σήμαινε υπεροψία ή αδιαφορία και μόνο.
Γιώργος Κατσίμπαλης, Νίκος Γκάτσος, Ανδρέας Καραντώνης, Οδυσσέας Ελύτης. (φωτ. Το Μώλυ)
Ώσπου να φτάσουμε στη στάση Αγγελοπούλου – και είχαμε πάρει το δρόμο με τα πόδια ως εκεί μια που κι εκείνος, όπως μου είπε, καθόταν στην Κυψέλη – με είχε κοσκινίσει, κάνοντας αντεπίθεση, βάζοντας μεθοδικά ερωτήσεις, ανιχνεύοντας τις γνώμες και τις προτιμήσεις μου, αναφέροντας απίθανες λεπτομέρειες από ελάχιστα γνωστά κείμενα που, παρόλ’ αυτά, στάθηκε αδύνατον να μ’ αιφνιδιάσουν, απεναντίας με κούρντιζαν, μ’ έβαζαν να του ανταποδίδω κι εγώ με τη σειρά μου τα ίδια».
Μαζί εργάστηκαν στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» και ίδρυσαν το «Ηραίον», το πρώτο φιλολογικό καφενείο, το οποίο βρισκόταν στη διασταύρωση της οδού Μελετίου και Πατησίων.
Μετά το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Γκάτσος πολέμησε ως «βοηθητικός», επειδή ήταν προστάτης οικογένειας. Επιστρέφοντας από τον πόλεμο ήρθε αντιμέτωπος με την κατοχή.
Συνέχισε να συναντιέται με τον Ελύτη και άλλους ποιητές στο πατάρι του Λουμίδη στην οδό Σταδίου και σε διάφορα σπίτια, όπου συζητούσαν για λογοτεχνία, τους ευρωπαίους ποιητές και τις τέχνες.
Το 1943, ο Γκάτσος εξέδωσε την πρώτη και τελευταία του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Αμοργός», η οποία αποτελείτο από έξι μέρη. Είναι το μοναδικό βιβλίο του που εκδόθηκε όσο ζούσε και άσκησε μεγάλη επιρροή στην ποίηση. Ήταν εμπνευσμένο από τη δυστυχία και τις δυσκολίες της κατοχής, είχε στοιχεία από τα παιδικά χρόνια του Γκάτσου στην Πελοπόννησο και ήταν αφιερωμένη «Σ’ ένα πράσινο άστρο».
«Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα
Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμμένα λατίνια»
(Αμοργός)
Ο Γκάτσος με τον Χατζιδάκι. «Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ. Καληνύχτα…»
Η γνωριμία με τον Χατζιδάκι
Εκείνη τη χρονιά, ένας 17χρονος συναντήθηκε με τους υπόλοιπους ποιητές στο πατάρι του Λουμίδη. Ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος τους προσέγγισε λέγοντας τους ότι είναι στιχουργός. Δεν του έδωσαν ιδιαίτερη σημασία και τους είπε ότι ήταν και συνθέτης και είχε γράψει μουσική για τα ποιήματά τους. Για να τους αποδείξει ότι έλεγε αλήθεια του ζήτησαν να παίξει στο πιάνο τις συνθέσεις του. Από εκείνη την ημέρα, ο Γκάτσος και ο Χατζιδάκις έγιναν στενοί φίλοι και τα επόμενα χρόνια δημιούργησαν σπουδαία «ποιητικά» τραγούδια.
Ο Γκάτσος με τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. (Αρχείο της συντρόφου του Νίκου Γκάτσου, Αγαθής Δημητρούκα)
«Χάρτινο το φεγγαράκι», «Μυθολογία», «Ματωμένος γάμος», «Επιστροφή» είναι μόνο μερικά από τα τραγούδια τους, τα οποία ερμηνεύτηκαν από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Μαρία Φαραντούρη και τη Νάνα Μούσχουρη.
Παράλληλα, ο Γκάτσος ασχολήθηκε με το θέατρο και ξεκίνησε να μεταφράζει στα ελληνικά, έργα του Λόρκα και του Τένεσι Ουίλιαμς. Δεν ασχολήθηκε ξανά με την ποίηση.
Το τελευταίο ποίημα του δημοσιεύτηκε το 1963 και ήταν αφιερωμένο στον Σεφέρη, ο οποίος είχε τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Τραγούδι του παλιού καιρού
«Αλλάζουν οι καιροί, περνάν τα χρόνια
του κόσμου το ποτάμι είναι θολό
μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια
για να σε ιδώ σκυμμένο στον πηλό καράβια να κεντάς και χελιδόνια»
Τις επόμενες δεκαετίες συνεργάστηκε με σημαντικούς έλληνες συνθέτες, όπως ο Θεοδωράκης και ο Ξαρχάκος.
Έγραφε κατά παραγγελία πάνω στη μουσική και αφού μάθαινε ποιος θα ερμήνευε το τραγούδι του.
Τη δεκαετία του ’80, τιμήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, καθώς έφερε σε επαφή το κοινό με την ποίηση. Ο Ξαρχάκος είχε πει χαρακτηριστικά : «Πρέπει να μετράμε το ελληνικό τραγούδι προ Γκάτσου και μετά τον Γκάτσο».
Το τελευταίο του τραγούδι που κυκλοφόρησε είχε τίτλο «Το ταξίδι».
Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε στις 12 Μαϊου 1992 και τάφηκε στη γενέτειρά του.
«Τρέχω, πετάω, κυνηγάω,
πουλιά και όνειρα!
Και, κάθε μέρα κολυμπάω
σε πιο βαθιά νερά.
Θέλω τον κόσμο ν’αγκαλιάσω
μ’ένα ζεστό φιλί.
Κι από τη δύση μου να φτάσω
ως την Ανατολή.»…
Πηγή: michanitouxronou