Η βύθιση του βρετανικού «Ινβίνσιμπλ» |
Η μεγαλύτερη ναυτική σύγκρουση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και μία από τις μεγαλύτερες της παγκόσμιας ιστορίας. Η κύρια εμπλοκή έγινε στις 31 Μαΐου 1916, μεταξύ του βρετανικού και του γερμανικού στόλου, 60 μίλια από τις ακτές της χερσονήσου της Γιουτλάνδης στη Βόρεια Θάλασσα. Και οι δύο στόλοι διεκδίκησαν τη νίκη. Στον γερμανόφωνο κόσμο είναι γνωστή ως Ναυμαχία του Σκαγεράκη.
Η Χερσόνησος της Γιουτλάνδης (η Κιμβρική Χερσόνησος των αρχαίων Ελλήνων) είναι η προέκταση της Βόρειας Ευρώπης, που σχηματίζει το ηπειρωτικό τμήμα της Δανίας. Βρέχεται δυτικά και βόρεια από τη Βόρεια Θάλασσα και τη θάλασσα του Σκαγεράκη και ανατολικά από τη θάλασσα του Κατεγάτη.
Το 1916 ήταν η χρονιά που πραγματοποιήθηκε τελικά η από καιρό αναμενόμενη και διαρκώς αναβαλλόμενη αναμέτρηση ανάμεσα στο Στόλο των Ανοικτών Θαλασσών της αυτοκρατορικής Γερμανίας και τη Μεγάλη Αρμάδα της Μεγάλης Βρετανίας για τον έλεγχο της Βόρειας Θάλασσας. Στις 31 Μαΐου 1916, ο βρετανός ναύαρχος Τζον Τζέλικο έδωσε ραντεβού στη Βόρεια Θάλασσα με την αρμάδα του αντιναύαρχου Ντέιβιντ Μπίτι, για να καταδιώξουν την ομάδα γερμανικών υποβρυχίων του αντιαναυάρχου Φραντς φον Χίπερ, η οποία είχε εντοπιστεί από τις μυστικές υπηρεσίες του βρετανικού ναυτικού. Αυτό που δεν γνώριζε ο Τζέλικο ήταν ότι σ’ εκείνο το σημείο βρισκόταν το μεγαλύτερο τμήμα του στόλου του γερμανού ναυάρχου Ράινχαρτ Σέερ, αλλά κι αυτός ήταν πεπεισμένος ότι είχε να αντιμετωπίσει ένα μικρότερο σε όγκο σχηματισμό.
Ο Τζέλικο διοικούσε 27 θωρηκτά και καταδρομικά, 8 θωρακισμένα καταδρομικά, 12 ελαφρά καταδρομικά και 51 αντιτορπιλικά. Η αρμάδα του Μπίτι αποτελείτο από 4 θωρηκτά, 6 καταδρομικά, 14 ελαφρά καταδρομικά, 27 αντιτορπιλικά και 22 πλοία που μετέφεραν υδροπλάνα. Ο Σέερ διέθετε 22 πολεμικά πλοία, ένα ελαφρύ καταδρομικό και 31 αντιτορπιλικά, ενώ η αρμάδα του Χίπερ σχηματιζόταν από 5 καταδρομικά, 10 ελαφρά καταδρομικά και 31 αντιτορπιλικά.
Η σύγκρουση αρχίζει με τα καταδρομικά του Χίπερ, στις 15:48. Οι Γερμανοί ξεπερνούν το μειονέκτημα των ολιγότερων αριθμητικά πλοίων και τον οπλισμό μικρότερου διαμετρήματος με την ακρίβεια των βολών τους που οφείλεται στην καλύτερη δυνατότητα διόπτευσης. Μέσα στα πρώτα δώδεκα λεπτά εστιάζουν και πετυχαίνουν το στόχο τους 12 φορές, ενώ οι Εγγλέζοι μόνο 4. Στις 16:06 το γερμανικό θωρηκτό «Φον ντερ Ταν» στοχεύει το βρετανικό «Ιντιφατίγκαμπλ», που τινάζεται στον αέρα. Τέσσερα θωρηκτά προστρέχουν να δώσουν χέρι βοήθειας στον Μπίτι, αλλά στις 16:26 είναι η σειρά του «Κουίν Μέρι» να ανατιναχτεί από το γερμανικό «Ντέρφλινγκερ».
Ο Χίπερ απομακρύνεται για να ενωθεί με τον Σέερ. Όταν ο γερμανικός στόλος επιστρέφει, στο σύνολό του, αυτή τη φορά, προβάλλει μπροστά του μέσα στην ομίχλη ολόκληρη η αρμάδα του Τζέλικο, έτοιμη να του κόψει το δρόμο. Ο Σέερ σώζεται χάρη σε μια διαταγή που θεωρείται από τις δυσκολότερες στην εκτέλεσή της στην ιστορία του ναυτικού: στροφή 180 μοιρών ολόκληρου του στόλου σε πλήρη σχηματισμό. Καθώς είχε δοκιμαστεί δεκάδες φορές στα εχθρικά χωρικά ύδατα του Βίλχελμσχάβεν, ο ελιγμός επιτυγχάνει. Τα καταδρομικά του Χίπερ επιχειρούν ένα ακόμη χτύπημα, το βρετανικό «Ινβίνσιμπλ» του πλοιάρχου Χουντ περικυκλώνεται από το «Ντέρφλινγκερ» και το «Λίτσοφ» και βυθίζεται μαζί με τον καπετάνιο του.
Η ανατίναξη του «Κουίν Μέρι»
Στις 19:00, ο Σέερ βρίσκεται για μία ακόμη φορά αντιμέτωπος με το αγγλικό ναυτικό που του κόβει το δρόμο, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε ακόμα χειρότερη θέση, αφού οι προφυλακές του έχουν γίνει και πάλι στόχος των βρετανικών οβίδων. Το «Λίτσοφ» και άλλα πλοία δέχονται σοβαρότατα πλήγματα. Στις 19:15, ο Σέερ διατάσσει τα βαριά καταδρομικά και τα αντιτορπιλικά να πλεύσουν ακάθεκτα προς τον εχθρό, ουσιαστικά σε μία επίθεση αυτοκτονίας.
Ήταν η κρισιμότερη φάση της ναυμαχίας. Η απότομη προώθηση προκάλεσε σύγχυση και αποδιοργάνωση στα γερμανικά θωρηκτά που ακολουθούσαν πίσω από τα πλοία μάχης. Αν ο Τζέλικο διέταζε το στόλο του να πλεύσει μέσα από το τείχος των προπορευόμενων γερμανικών καταδρομικών, η τύχη όλου του γερμανικού στόλου θα είχε κριθεί. Αντίθετα, υπερτιμώντας τον κίνδυνο από τα γερμανικά αντιτορπιλικά, διέταξε μεταβολή και αποχώρηση «ολοταχώς».
Η επόμενη ημέρα βρήκε τους δύο στόλους να μετρούν απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Οι Βρετανοί είχαν 6.094 νεκρούς και 674 τραυματίες, ενώ οι Γερμανοί 2.551 νεκρούς και 507 τραυματίες. Οι Βρετανοί έχασαν 14 πλοία και οι Γερμανοί 11.
Από άποψη τακτικής, η ναυμαχία της Γιουτλάνδης μπορεί να θεωρηθεί γερμανική νίκη. Ο Τζέλικο, που άφησε να του ξεφύγει η ευκαιρία για ένα καινούργιο Τραφάλγκαρ, θα επικριθεί σκληρά και στη συνέχεια η διοίκηση του Βρετανικού Στόλου θα περάσει στον Μπίτι. Αλλά από στρατηγικής σκοπιάς, η νίκη ανήκει στους Άγγλους. Μετά τη ναυμαχία της Γιουτλάνδης ο Γερμανικός Στόλος των Ανοικτών Θαλασσών δεν θα αποτολμήσει άλλη έξοδο από τα ασφαλή καταφύγια των γερμανικών λιμανιών.
Οι Πρωταγωνιστές
Τζον Ράσγουορθ Τζέλικο (1859-1935)
Ο βρετανός ναύαρχος Τζον Ράσγουορθ Τζέλικο
Γεννήθηκε στο Σαουθάμπτον στις 5 Δεκεμβρίου 1859. Γιος αξιωματικού του ναυτικού, υπηρέτησε στην αποστολή για την απελευθέρωση του Πεκίνου, το 1893, και τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Μπόξερς που ακολούθησε. Με επιμονή του Φίσερ, το 1914, διορίστηκε διοικητής του Μεγάλου Στόλου. Μέχρι το Μάιο του 1916 επιτηρούσε από το Σκάπα Φλόου, στις νήσους Ορκάδες, το ναυτικό αποκλεισμό στους Γερμανούς. Η διαγωγή του κρίθηκε αμέσως από την κυβέρνηση και από την κοινή γνώμη υπερβολικά μετριοπαθής, μια και όλοι, εκείνη τη στιγμή, επιθυμούσαν ένα νέο Τραφάλγκαρ. Η μερική αποτυχία στη Γιουτλάνδη όξυνε τις κριτικές εναντίον του, τις οποίες υποδαύλιζε και ο υφιστάμενός του, αντιναύαρχος Ντέιβιντ Μπίτι, που ανακηρύχθηκε τελικά ήρωας της ναυμαχίας, παρόλο που η συμπεριφορά του συζητήθηκε επίσης πολύ. Έτσι, μετακινήθηκε από τη διοίκηση, για να «προαχθεί» σε πρώτο Λόρδο της Θάλασσας (διοικητής του στόλου). Όταν ο Λόιντ Τζορτζ αποφάσισε να δοκιμάσει το σύστημα των νηοπομπών για την προστασία του εμπορικού στόλου, ο Τζέλικο, επειδή προφανώς δεν συμφωνούσε, καθαιρέθηκε από το αξίωμά του. Από το 1920 ως το 1924, διατέλεσε Γενικός Κυβερνήτης στη Νέα Ζηλανδία. Πέθανε στο Λονδίνο στις 20 Νοεμβρίου 1935.
Ράινχαρτ Σέερ (1863-1928)
Ο Γερμανός ναύαρχος Ράινχαρτ Σέερ
Γεννήθηκε στο Ομπερκίρχεν της Κάτω Σαξωνίας στις 30 Σεπτεμβρίου 1863. Αξιωματικός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού από το 1910, αναλαμβάνει τη διοίκηση της 2ης Αρμάδας, μετά την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και προωθεί τη στρατηγική τής κατά μέτωπον επίθεσης στον αγγλικό στόλο. Το 1916 προάγεται σε Διοικητή Αρμάδας και ο Κάιζερ ελπίζει ότι ο προστατευόμενός του θα ακολουθήσει επιθετική τακτική. Και πράγματι, στις 30 Μαΐου, ο Σέερ ρίχνει το γάντι στον αγγλικό στόλο της βάσης του Σκάπα Φλόου. Η έκβαση της ναυμαχίας της Γιουτλάνδης, η οποία ευνοεί τους Γερμανούς όσον αφορά τον αριθμό των πλοίων που βυθίστηκαν, στρατηγικά δεν αλλάζει τις ισορροπίες και οι Βρετανοί διατηρούν τον έλεγχο σ’ εκείνη τη θαλάσσια περιοχή. Στη συνέχεια, ο Σέερ, καθώς είναι θερμός υποστηρικτής της επιθετικής στρατηγικής, επιλέγει να πλήξει τον εχθρό μέσω της δράσης των υποβρυχίων (U-Boot), επειδή φοβάται να θέσει και πάλι σε κίνδυνο το στόλο. Μόνο μετά την προαγωγή του σε Ανώτατο Διοικητή του Ναυτικού, τον Αύγουστο του 1918, είναι σε θέση να σχεδιάσει την οριστική έξοδο από αυτή την τόσο δύσκολη κατάσταση. Δυστυχώς, όμως, τα σχέδια αυτά δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, εξαιτίας ενός γεγονότος που συνέβη λίγο πριν από τις ταραχές που οδήγησαν στην κατάρρευση της Γερμανίας: τα πληρώματα, κουρασμένα από την αδράνεια όλους αυτούς τους μήνες, στασίασαν. Πέθανε στο Μάρκτρεντβιτς της Βαυαρίας στις 26 Νοεμβρίου 1928.
Πηγή: https://www.sansimera.gr