Επειδή ο Θεός δεν μπορεί να βρίσκεται παντού, έπλασε γι’ αυτό τη μάνα», ειπώθηκε από τα χείλη κάποιου τόσο εύστοχα, αφού η μάνα είναι αυτή που με τη δύναμη του Θεού από τη στιγμή της σύλληψης του εμβρύου και μέχρι να σφαλίσει τα γεμάτα στοργή και αστείρευτη ανιδιοτελή αγάπη μάτια της αγωνιά και αγωνίζεται για την υγεία και την ευτυχία του σπλάχνου της.
Τη Μάνα της Ανατολής που σε εποχές ηρεμίας και γαλήνης, παρά τον καθημερινό της μόχθο, προσπαθούσε να αναστήσει τα παιδιά της και ταυτόχρονα έβρισκε χρόνο για βεγγέρες στις γειτόνισσες και για αστειολογήματα στις βρύσες και στα σοκάκια.
Τη μάνα της πρώτης προσφυγικής γενιάς που ρακένδυτη, σωστό ερείπιο και χήρα -τις περισσότερες φορές- ήρθε στη μητέρα Ελλάδα και κατόρθωσε να στήσει και πάλι από την αρχή το νοικοκυριό της, να εργασθεί παράλληλα και να μεγαλώσει με χίλιες δυο θυσίες τα παιδιά της. Και κάτι ακόμη που οφείλουμε εξαρχής να υπογραμμίσουμε. Μάνες ήταν, δυο φορές μάλιστα, και οι γιαγιάδες αλλά κι εκείνες που είτε άτεκνες είτε μαζί με τα δικά τους παιδιά περιέθαλψαν και έσωσαν από βέβαιο θάνατο ορφανά παιδιά. Τα λάτρεψαν και μόχθησαν γι’ αυτά κι ας μην ήταν οι φυσικές τους μητέρες.
Η Ανατολή αδειάζει. Πανικός και απόγνωση. Ημιτελείς όλες οι δουλειές και οι προετοιμασίες. Πήρανε τον δρόμο της προσφυγιάς. «Αναμαλλιασμένες γυναίκες βαδίζανε με τα μωρά στην αγκαλιά. Μικρά παιδάκια που μόλις τα σηκώνανε τα ποδαράκια τους, κρατούσαν τις μανάδες τους από τις φούστες και έκλαιγαν. Ακολουθούσαν οι γιαγιάδες που τα εγγόνια τους τις στήριζαν μην πέσουν, γιατί έτσι και έπεφτε ο άνθρωπος, έτρωγε ντουφεκιά και έμενε στον τόπο. Οι τζανταρμάδες χασκογελούσανε. Άρπαζαν τα μωρά απ’ τις αγκαλιές των μανάδων και τα πετούσαν στις Τουρκάλες, όπως πασάρουν τα καρπούζια οι μανάβηδες στην αγορά», σημειώνει η Δ. Σωτηρίου.
Μέσα στο σπρώξιμο και την αναμπουμπούλα άλλες είχαν χάσει από την αγκαλιά τους και το χέρι τους τα μωρά παιδιά τους, άλλες τους άνδρες τους. Θρήνος και μοιρολόι. Συγκλονιστικές οι περιγραφές εκείνων των τραγικών ημερών. Γράφει η Χρυσοχόου: «Μια μικρή γυναίκα βαστάει ένα λεχούδι. Ώρα παιδεύεται να το βυζάξει. Από χτες έχει να φάει, παραπονιέται η νέα μητέρα. – Μη στέρεψε το γάλα σου; - Να κάτι στάζει. – Δοκίμασε πάλι. Τι θαρρείς; Έχασε κι αυτό τη βολή του. Το χέρι οδηγεί το στήθος στο σφαλισμένο στόμα. Εκείνο δε λέει να το ανοίξει. Κάποια στιγμή τρεμοσάλεψε το στοματάκι. Μια ρουφηξιά, δυο ρουφηξιές. Ξαφνικά σταμάτησε το μωρό να βυζαίνει. Ανησυχία την αντάριασε. Είναι πρωτάρα. Δεν έχει χρόνο παντρεμένη. Τώρα μπήκε στα δεκαοχτώ. Θυμάται, πριν ένα μήνα, όταν της είχε βάλει η μαμή το μωρό στο πλάι της, σαν παλαβό έψαχνε το στήθος της με ορθάνοιχτο το στοματάκι. Το άρπαξε λιμασμένα και λες και χρόνια το δασκάλευαν άρχισε να βυζαίνει. Τώρα όμως. Θεέ μου σα να μη σαλεύει το μωρό! Ένα σύγκρυο γλίστρησε στα σωθικά της. Πασπατεύει το κορμάκι του. Ξυλιασμένο, μπούζι. Το παιδί μου, Το παιδί μου Χριστιανοί, πέθανε το παιδί μου, φωνάζει και περιμένει να της πουν ότι είναι ψέματα. Ψυχή μου, τζιέρι μου, ούτε παπά να σε διαβάσω, ούτε γης να σε θάψω…».
Δεν έχει άδικο λοιπόν ο Βενέζης, όταν, μιλώντας για την προσφυγιά και τις χαροκαμένες μάνες, τις καψομάνες, αναφέρει ότι «ο θάνατος στο λαό μας έγινε πρόσωπο οικείο. Οι μητέρες μας μέσα στ’ άλλα χρέη τους, μέσα στο χρέος ν’ αναστήσουν τα παιδιά και να τους μάθουν την αγάπη, παράδοση είχαν να ετοιμάζουν και να φυλάγουν στα σεντούκια τους τα νεκροσάβανα της οικογένειας».
Μικρασία, Πόντος, Καππαδοκία, Ανατολική Θράκη ξεριζώθηκαν. Όλοι ξεβράστηκαν κάπου στην Ελλάδα. Ανοικτή πληγή και η Ελλάδα. Μονάχα γυναικόπαιδα, γέροι και ανήμπορα πλάσματα κουβαλήθηκαν. Και ήρθε η πείνα, οι αρρώστιες, οι θάνατοι. Γυναίκες νιές και μεσόκοπες, ακόμη και οι γερόντισσες σήκωσαν το βάρος της προσφυγιάς. Έβλεπαν το χάρο να καταβροχθίζει τα παιδιά τους. Η φθίση σακάτεψε τα πνευμόνια της νιότης.
Όμως, τότε αναδείχθηκε το μεγαλείο της ψυχής της μάνας. Μονομιάς ξέχασε τους σκοτωμούς, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά. Αυτή που άλλοτε σε κάθε θάνατο δερνόταν, έκλαιγε και έσκιζε τα ρούχα της, τώρα άφησε το θρήνο και το μοιρολόι. Πού καιρός για τέτοια. Ρίχτηκε στη δουλειά. Να ζήσει το παιδί, το αδελφάκι, το κάθε αδύναμο πλάσμα της οικογένειας. Έγινε δούλα, πλύστρα, παραδουλεύτρα, εργάτρια.
Υπήρξαν και εκείνες που επέλεξαν την αγροτική εγκατάσταση. Στα βαλτονέρια, στην ξερολιθιά, στο αλμυρό υπέδαφος, όπου τους δόθηκε κλήρος. Και αρχίζουν τον πόλεμο με τη γη και με όλα τα στοιχεία της φύσης: τις αναβροχιές, τις πλημμύρες, το χαλάζι. Παλεύουν με τις παγωνιές του χειμώνα, την κάψα του καλοκαιριού. Όμως δε βαρυγκωμούν, καθώς μία είναι η λαχτάρα τους: να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να τα καμαρώσουν παλικάρια και κοπέλες με δικά τους σπιτικά και δική τους οικογένεια. Γι’ αυτό και δούλεψαν μερόνυχτα. Τα ροζιασμένα τους χέρια διοχέτευσαν στη γη, μαζί με το σπόρο και το φυτό, την ουσία της ψυχής τους.
Το θαύμα δεν άργησε, χάρη στο δικό τους μόχθο, το άκαμπτο πείσμα τους, τη σιδερένια θέληση. Χωρίς φως, χωρίς νερό, χωρίς δρόμους, δίχως σπίτια στην αρχή. Ένα παραγκάκι, ένα μισογκρεμισμένο πλιθόσπιτο, ασουβάντιστο απ’ έξω, σωστό χάνι μέσα. Ούτε κάμαρες χωρισμένες, ούτε κουζίνα. Γρήγορα όμως έστησαν και πάλι το νοικοκυριό τους. Άστραψαν τα σπιτικά τους, όλα πεντακάθαρα, όλα κεντημένα. Οι κουβέρτες στο κρεβάτι, τα κουρτινάκια στα παράθυρα. Κεντημένα και κολλαριστά.
Το φτωχικό και άγονο χώμα μεταμορφώθηκε σε αφράτη και γόνιμη γη. Πράσινη ευλογία όλες οι εκτάσεις με αμέτρητα καρποφόρα δέντρα, περιβόλια και πολλά γεννήματα. Αλλού πολυάριθμα κοπάδια ζώων και ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, όπως στον τόπο μας. Έτσι σταδιακά δημιουργήθηκαν νέες προσφυγικές εγκαταστάσεις. Νέα χωριά και χωριουδάκια. Μικροί και μεγάλοι οικισμοί έξω από τις πόλεις, σε όλη την περιφέρεια, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, που βαπτίστηκαν με τ’ όνομα του γενέθλιου τόπου προσθέτοντας και τη λέξη «Νέος» μπροστά, όπως ο Νέος Κουκλουτζάς, Νέα Σάντα, Νέα Κερασούντα, κ.ά.
Οι ξεριζωμένοι πήραν μαζί τους από τις εστίες τους και τις παραδόσεις τους, όλο το παρελθόν με τις άσβηστες μνήμες. Στην προσφυγιά τα περασμένα δεν έγιναν ξεχασμένα. Έμειναν ολοζώντανα, ακόμη και τα γλέντια, τα τραγούδια, η μουσική, τα ξεφαντώματα. Τα έθιμα, τα φαγητά, οι αξίες όλα ανέπαφα χάρη στους συλλόγους, τα σωματεία, μα κυρίως χάρη στις άξιες μάνες που έμειναν όρθιες σε όλες τις μπόρες και τις φουρτούνες του ουρανού και της γης Χωρίς ρίζες και σε ξένο χώμα, έστω και αν ήταν της μητέρας Πατρίδας και παρ’ ότι γνώρισαν την απονιά, δε λύγισαν στιγμή. Ρίζωσαν και φύτρωσαν και άνθισαν τα βλαστάρια τους, που πλούσια και ευλογημένα πλημμύρισαν την Ελλάδα.
Αν σε ένα αφιέρωμα στη μάνα είναι το σύνηθες να χύνονται τόνοι μελάνης για να εκφραστούν και οι λεπτότερες συναισθηματικές εκφάνσεις που προκαλεί αυτό το πρόσωπο στις ζωές μας αυτό δεν θα συμβεί και σε τούτο .... μέσα από την τραγουδιστική ποντιακή παράδοση ανθολογούμε ένα από τα πιο περιεκτικά νοήματος και συναισθήματος τραγούδι που μιλάει για την μάνα...την μάνα που είναι σαν το κρύο ξεδιψαστικό νερό...τόσο κρύο που δεν μπαίνει σε ένα ποτήρι...
Όντες γερά η μάνα και άλλο ΄κι επορεί
ατότε θελ΄ βοήθειαν ατότε θελ ζωήν ...
κι όντες θα έρτε η ώρα και άλλο κι θα ζει
αμά κι εφτάς το χρέος ης θα καίετε η ψυ σ΄
η μάνα εν κρύον νερόν και σο ποτήρ κι εμπαίν
η μάνα να μη ίνετε η μάνα να μη εν
η μάνα εν βράχος η μάνα εν ραχίν
σο δύσκολον την ώρα σ΄ μανίτσα, μανίτσα, μανίτσα μ θα τσιαείς
η μάνα εν το στήριγμαν τη χαράς το κλαδίν
τ΄ατηνές η εγάπη κε ευρήεται ση γην
θα διαβαίνε τα χρόνια θα γέρουμε κι εμείς
ατά είναι με τη σειράν κι θα γλυτών κανείς...
κατ ολ πρεπ να εξέρουμε σ ‘αούτο τη ζώην
Χωρίς τη μάνας την ευχήν κανείς κε ελέπ χαΐρ
e pontos
Πηγή: https://www.pellanews.gr/