Το χρήμα προσφέρει τη μοναδική πολύτιμη αξία σ’ αυτό τον κόσμο: προσφέρει χρόνο, την ανεξάντλητη αφθονία του χρόνου. Υπό αυτή την έννοια, είναι απελευθερωτικό.
Ξεχώριζα πάντοτε τον βιοπορισμό από το νόημα της ζωής. Μερικές φορές τα δύο αυτά συνέπιπταν, χωρίς όμως να αποφεύγω τις αγγαρείες.
Θυμάμαι με νοσταλγία την εποχή που θεωρούσα το χρήμα ασήμαντο. Αισθανόμουν έτσι μέχρι την ηλικία των σαράντα ετών. Αν υπήρχε, εντάξει· αν δεν υπήρχε, δεν πείραζε.
Επικρατούσε μια θεσπέσια αμεριμνησία μπροστά στα υλικά προβλήματα: το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να εξερευνήσω τον κόσμο, να διευρύνω τους ορίζοντές μου και να ξεφύγω από την ευτέλεια και την πλαδαρότητα.
Ευτυχισμένη νιότη, παρατεταμένη· δεν υπήρχε διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο απαραίτητο και στο περιττό· υπήρχε ανάμεσα στο αναγκαίο και στο εκ των ων ουκ άνευ.
Το εκ των ων ουκ άνευ: η μύηση στα βιβλία, τα ταξίδια στην Ασία και ιδιαίτερα στην Ινδία, οι πυρετώδεις συζητήσεις, οι πολιτικές δεσμεύσεις, οι απαιτητικές φιλίες, οι έντονες εμπειρίες, οι πολλαπλές αγάπες και προπάντων η ευκαιρία να ζήσω το πάθος μου, τη συγγραφή.
[...]
Το γέρασμα είναι μια ολίσθηση στη λογική του υπολογισμού, στο μέτρημα του υπολοίπου. Τα πάντα είναι αριθμημένα, οι ημέρες αρχίζουν να σπανίζουν. Ο χρόνος δεν είναι πια άφθονος· γίνεται αντικείμενο επίπληξης.
Για μένα όμως, η υπέρτατη πολυτέλεια ακόμη και σήμερα δεν είναι ούτε τα ωραία αυτοκίνητα, ούτε τα σπίτια κι οι επαύλεις, αλλά η προοπτική μιας παρατεταμένης φοιτητικής ζωής σε προχωρημένη ηλικία.
Φοιτητική ζωή: καθημερινοί αυτοσχεδιασμοί, βόλτες στους δρόμους, πολύωρες στάσεις στα καφέ, απόσταση από τα πράγματα, αδιαφορία για τις τιμές και τις απολαβές, για τις συμβολικές τελετουργίες στις οποίες αρέσκονται οι άνθρωποι για να ξορκίσουν το πέρασμα του χρόνου.
Με μια λέξη, η ψευδαίσθηση, παράλογη αλλά απαραίτητη, για να ξεκινήσει κάθε πρωί μια καινούργια ύπαρξη.
Ανέκαθεν προτιμούσατην ελευθερία μου από την ερωτοτροπία με την εξουσία κι από τις αγγαρείες που επισύρει η σταδιοδρομία.
Αν αισθάνομαι προνομιούχος, είναι επειδή εγώ ο ίδιος σφυρηλάτησα αυτό το προνόμιο. Δεν κληρονόμησα τίποτα, ούτε υπήρξα εισοδηματίας· και ποτέ δεν ήμουν αρκετά πλούσιος για να ξεχάσω το χρήμα, ούτε τόσο φτωχός ώστε να παραιτηθώ από αυτό.
Το χρήμα είναι μια υπόσχεση που επιδιώκει τη σοφία. Η έκφραση πρέπει να γίνει κατανοητή με διπλή έννοια: είναι σοφό να έχουμε χρήματα, είναι σοφό να αναρωτιόμαστε πάνω σ’ αυτά.
Το χρήμα μάς αναγκάζει σε μια μορφή διαιτησίας ανάμεσα στο τι θέλουμε, τι μπορούμε και τι οφείλουμε.
Κάνει τον κάθε άνθρωπο φιλόσοφο: σκέφτεται, υπολογίζει, μαθαίνει να ξοδεύει με τον καλύτερο τρόπο για τον ίδιο και τους άλλους.
Το χρήμα αποκαλύπτει τον τσιγκούνη, τον σπάταλο, τον φιλάργυρο, τον ζηλόφθονο· όλοι προδίδονται όταν βάζουν το χέρι στην τσέπη.
Με το χρήμα, κανείς δεν είναι απολύτως ειλικρινής: όσοι πιστεύουν ότι το μισούν στην πραγματικότητα το εξιδανικεύουν · όσοι το εξιδανικεύουν το υπερεκτιμούν · όσοι προσποιούνται ότι το περιφρονούν λένε ψέματα στον εαυτό τους.
Προβληματικός ενθουσιασμός, άτοπη αποδοκιμασία. Αυτή είναι η δυσκολία.
Αλλά αν η σοφία δεν είναι να αντιμετωπίζουμε και να κατανοούμε ό,τι εμφανίζεται ως σύμβολο τρέλας, τότε σε τι χρησιμεύει η φιλοσοφία;
«Η σοφία του χρήματος» του Pascal Bruckner, μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου, εκδόσεις Πατάκη, απόσπασμα
Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ (γαλλικά: Pascal Bruckner) (Γεν. 15 Δεκεμβρίου 1948 στο Παρίσι) είναι Γάλλος συγγραφέας, ένας από τους λεγόμενους "νέους Φιλοσόφους"' που ήρθαν στο προσκήνιο τις δεκαετιες του '70 και του '80. Μεγάλο μέρος της δουλειάς του είναι αφιερωμένο σε κριτικές της γαλλικής κοινωνίας και κουλτούρας.
Πηγή: https://www.o-klooun.com