ΣΤΑΘΗΣ Ν. ΚΑΛΥΒΑΣ*
Από τα πολλά και ενδιαφέροντα μηνύματα που εξέπεμψαν οι πρόσφατες εκλογές στη Μεγάλη Βρετανία ξεχωρίζει το ότι η πλειοψηφία των πολιτών δεν φαίνεται να πολυσκοτίζεται για την πραγματολογική ακρίβεια των διακηρύξεων των πολιτικών. Ο Μπόρις Τζόνσον μπορεί να υπέπεσε σε πάμπολλα πραγματολογικά σφάλματα, ανακρίβειες και να είπε καθαρά ψέματα, αλλά αυτό δεν είχε την παραμικρή συνέπεια γι’ αυτόν. Κατήγαγε εκλογικό θρίαμβο.
Εδώ πρωταγωνιστής είναι ο Ντόναλντ Τραμπ, που όπως είχε πει παλαιότερα θα μπορούσε να σταθεί στη μέση της Πέμπτης Λεωφόρου και να πυροβολήσει κάποιον χωρίς να χάσει ούτε μία ψήφο. Οι οπαδοί του απλά αδιαφορούν για τα ατοπήματά του και φαίνονται διατεθειμένοι να του συγχωρήσουν τα πάντα.
Τα φαινόμενα αυτά ερμηνεύονται ως απόδειξη πως έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή «μετα-αλήθειας», όπου εξαιτίας των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας η διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα έχει πάψει να υφίσταται. Και καθώς η μετα-αλήθεια συμβαδίζει με την πόλωση (την προϋποθέτει, αλλά και την ενισχύει), παρατηρούμε τους πολίτες να συμπεριφέρονται ως τυφλοί οπαδοί που ακολουθούν τον ηγέτη τους ό,τι και αν αυτός πει ή κάνει. Προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα πως η δημοκρατία είναι καταδικασμένη εφόσον προϋποθέτει την ικανότητα διάκρισης της αλήθειας από το ψέμα, της επιβράβευσης της πρώτης και της κύρωσης του δεύτερου. Το συμπέρασμα αυτό είναι τόσο προφανές ώστε να θεωρείται αυταπόδεικτο. Είναι όμως πράγματι έτσι;
Αν αντί για τον όρο «μετα-αλήθεια» χρησιμοποιήσουμε τον παραδοσιακό όρο «δημαγωγία» θα διαπιστώσουμε πως το φαινόμενο δεν είναι τελικά και τόσο καινούργιο όσο παρουσιάζεται. Η χρήση της υπερβολής και του ψέματος αποτελεί παραδοσιακή τακτική ανεξαρτήτως καθεστώτος και εποχής. Υπάρχει μάλιστα και μια κλασική διατύπωση για την απόσταση που χωρίζει τον πολιτικό λόγο από την πολιτική πράξη: «Politicians campaign in poetry and govern in prose». Η περίπτωση Τραμπ μπορεί μεν να είναι ακραία, αλλά είναι δύσκολο να υποστηριχθεί πως συνιστά ουσιαστική ρήξη σε σχέση με το παρελθόν.
Είναι επίσης προφανές πως η δημαγωγία συνδέεται στενά με την πόλωση. Αρκεί να αναλογιστούμε τη δεκαετία του 1980 στη χώρα μας, για να διαπιστώσουμε τη στενή τους σχέση. Η δημαγωγία απευθύνεται στο συναίσθημα αντί της λογικής, ενώ η πόλωση μετατρέπει τους ανθρώπους σε φανατισμένους οπαδούς. Ούτε όμως είναι η πόλωση ένα νέο φαινόμενο στο πολιτικό στερέωμα. Ιστορικά μιλώντας, η ένταση της πόλωσης τείνει να αυξομειώνεται. Αξίζει όμως να σημειωθεί πως στον αντίποδα της πόλωσης δεν βρίσκεται αναγκαστικά η πρακτική της ορθολογικής σκέψης και ανταλλαγής επιχειρημάτων, αλλά η (εξίσου αρνητική) απάθεια και η απομάκρυνση από την πολιτική.
Καταλήγουμε λοιπόν στην κατακλείδα, σύμφωνα με την οποία μια δημοκρατία που βασίζεται στην άκρατη δημαγωγία και στην ακραία πόλωση οδηγείται αναπόφευκτα στην παρακμή και την κατάρρευση. Ιστορικά μιλώντας, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Παρά την κυριαρχία της δημαγωγίας και ενίοτε της πόλωσης, οι δημοκρατίες τείνουν να επιβιώνουν χωρίς πρόβλημα. Αντίθετα, η αντίληψη πως η μακροημέρευση της δημοκρατίας απαιτεί τη συναίνεση και την ορθολογική συζήτηση είναι ένα ιδανικό που δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Και εδώ βρίσκεται πιστεύω ένα μεγάλο πρόβλημα, που δεν είναι άλλο από την τάση μας να συγκρίνουμε την πεζή πραγματικότητα με σχεδόν άπιαστα ιδανικά.
Εδώ, βέβαια, τίθεται ένα σημαντικό ερώτημα; Τελικά, ποια είναι η αξία της δημοκρατίας αν δεχτούμε πως απέχει τόσο από το ιδανικό; Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μέσα στο ψέμα και στην πόλωση; Η άμεση απάντηση είναι πως οι περισσότερες δημοκρατίες έχουν αναπτύξει μηχανισμούς που ελαχιστοποιούν το κόστος των αναπόφευκτων αυτών πρακτικών. Θεωρώ επομένως πως η σχετική συζήτηση θα ήταν πολύ πιο γόνιμη αν επικεντρωνόταν στους μηχανισμούς αυτούς αντί να μετατρέπεται σε έναν δικαιολογημένο μεν αλλά ανιστόρητο οδυρμό για την παρακμή που υποτίθεται πως ζούμε.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/