Στην Ελλάδα, άπαξ και μια ομάδα προσδιοριστεί ως «παιδιά», αυτόματα αποκτά εξωπραγματικές ιδιότητες. Τα «παιδιά ξέρουν», είναι «ευαίσθητα», «μας δείχνουν τον δρόμο», «έχουν πάντα δίκιο», πρέπει να τα «αφουγκραζόμαστε». Τελικά οδηγούμαστε σε μια κοινωνία που δεν ενηλικιώνεται ποτέ. Και που –οξύμωρο– αγανακτεί με όσους δεν αναγνωρίζουν τη μεγαλοσύνη της
Νίκος Σαλτερής
Πριν λίγο καιρό, ο κ. Βαρουφάκης, σχολιάζοντας τα γεγονότα στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, χαρακτήρισε αδιακρίτως αστυνομικούς και φοιτητές ως «παιδιά μας», δηλώνοντας ότι στενοχωριέται ιδιαίτερα που αντιπαρατίθενται.
Προσπαθούσε και πάλι να εντυπωσιάσει, αλλά δεν το πέτυχε. Τη «διευρυμένη» αντίληψή του για τον όρο «παιδιά», καθώς και τη «συναισθηματική» τοποθέτηση για τα όσα αυτά πράττουν, μοιράζεται με την πλειονότητα των Ελλήνων. Ελάχιστη σημασία έχει αν αυτά είναι αστυνομικοί, φοιτητές και ακαδημαϊκοί πολίτες.
Προσπαθούσε και πάλι να εντυπωσιάσει, αλλά δεν το πέτυχε. Τη «διευρυμένη» αντίληψή του για τον όρο «παιδιά», καθώς και τη «συναισθηματική» τοποθέτηση για τα όσα αυτά πράττουν, μοιράζεται με την πλειονότητα των Ελλήνων. Ελάχιστη σημασία έχει αν αυτά είναι αστυνομικοί, φοιτητές και ακαδημαϊκοί πολίτες.
Κανένα ρόλο δεν έχουν οι επιμέρους ηλικιακές, ταξικές, κοινωνικές, μορφωτικές και οικονομικές διαφορές τους. Απαξ και μια ομάδα προσδιοριστεί ως «παιδιά», αυτόματα στη συνείδηση του μέσου πολίτη αποκτά εξωπραγματικές ιδιότητες. Τα «παιδιά ξέρουν», είναι «ευαίσθητα», «μας δείχνουν το δρόμο», «έχουν πάντα δίκιο», άρα πρέπει να τα «αφουγκραζόμαστε» κι αν κάνουν καμιά «τρέλα», «παιδιά» είναι, τα συγχωρούμε. Ακόμα και όταν καίνε, διαδηλώνουν με υβριστικά συνθήματα για άλλους λαούς, κάνουν καταλήψεις για ψύλλου πήδημα ή γιουχάρουν πρόσφυγες, όχι μόνο το ανεχόμαστε, αλλά συχνά η απαράδεκτη συμπεριφορά τους ανάγεται σε κανόνα.
Λίγη σημασία έχει αν οι επιμέρους ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις μας επιδοκιμάζουν εκλεκτικά κάποιες συμπεριφορές τους και καταδικάζουν άλλες. Το πρόβλημα βρίσκεται στο γεγονός ότι, ως ενήλικες, στεκόμαστε αμήχανοι ή και ενοχικά απέναντί τους, όταν δεν αποθεώνουμε την «επαναστατικότητά» τους. Αναζητώντας τη ρίζα της κυρίαρχης αντίληψης για τις «μαγικές» ιδιότητες της κοινωνικής κατηγορίας «παιδιά», εύκολα φτάνουμε στη συλλογική ενοχή της ελληνικής κοινωνίας για την περιορισμένη αντίδρασή της στη δικτατορία.
Οπότε, η αντίσταση των φοιτητών στη Νομική/Πολυτεχνείο αναδείχθηκε σε γεγονός-σύμβολο ικανό να προσφέρει ένα είδος συλλογικής υπεραναπλήρωσης και, κατ’ επέκταση, έκτοτε ό,τι πράττουν τα «παιδιά», αφού αντιστάθηκαν στη δικτατορία, είναι καλώς καμωμένο και ως ορισμού «προοδευτικό». Κι όταν διαψεύδεται το σχήμα «παιδιά – αντίσταση – προοδευτικό» εμείς απλά το αγνοούμε (εδώ). 'Ο,τι συνέβη στο συλλογικό υποσυνείδητο ενισχύθηκε από τις αλλαγές που επισυνέβησαν στην ελληνική οικογένεια μετά το ’70.
Η έντονη κοινωνική κινητικότητα και η αύξηση του εθνικού πλούτου οδήγησαν στη διόγκωση των μεσαίων στρωμάτων (ελλείψει παραγωγικής βάσης) με επακόλουθο τη σταδιακή μείωση των γεννήσεων. Σήμερα, οι οικογένειες αποκτούν ένα ή δύο παιδιά, κάτι που έχει ως επακόλουθο την επικέντρωση του ενδιαφέροντός τους σε αυτά. Παράλληλα, στον χώρο της Εκπαίδευσης και διαπαιδαγώγησης, υπήρξε βίαιη μετακίνηση από πρακτικές και απόψεις που θεωρούσαν ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη στενής καθοδήγησης, ελέγχου, ορίων και ενίοτε τιμωρίας, σε απόψεις που, διαστρεβλώνοντας την αντίληψη ότι χρειάζονται τη συμπαράσταση των ενηλίκων για να εξελιχθούν, οδήγησαν σε ασύστολη επιτρεπτικότητα, δυσφήμιση της αυθεντίας και κατάργηση των ορίων. Έτσι, φτάσαμε στο «παιδί- βασιλιά», που θαυμάζουμε και τα πάντα περιστρέφονται γύρω του. 'Ομως, η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος συνοδεύεται από την εκρηκτική αύξηση του κόστους ανατροφής και εκπαίδευσης των παιδιών. Μια ιδιαίτερα προσοδοφόρα οικονομία κινείται πλέον γύρω τους, ενώ ο αριθμός των νέων και τα χρόνια που αυτοί παραμένουν στην Εκπαίδευση αυξάνεται συνεχώς, κάτι που συμβάλλει στην παραμονή τους στην κατάσταση του «παιδιού». Δηλαδή, ενός πλάσματος που εξαρτάται οικονομικά, άρα και συναισθηματικά, από τους ενήλικες, παρά το γεγονός ότι και το ίδιο είναι πλέον ενήλικας. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα τέκνα των μεσαίων στρωμάτων που σε περίοδο οικονομικής κρίσης καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες όχι μόνο να διατηρήσουν το οικογενειακό τους εισόδημα, αλλά και να «αναπαραχθούν» κοινωνικά, εξοπλίζοντας άρτια τα παιδιά τους. Και τα μεσαία στρώματα σχεδόν ταυτίζονται με τον ελληνικό πληθυσμό… Έτσι, αυξήθηκαν πολύ και οι απαιτήσεις-προσδοκίες απέναντι στο «παιδί – βασιλιά». Μπορεί να τα έχει όλα, «οφείλει» όμως να ανταποκριθεί απόλυτα στις προσδοκίες της οικογένειας, εργαζόμενο σκληρότατα ως μαθητής, φορτωμένο με υπερβολικά, συμβολικά και πραγματικά βάρη. Οι γονείς τού εξασφαλίζουν τα πάντα με μεγάλο υλικό και ψυχολογικό κόστος και αυτό μεγαλώνει με την ιδέα ότι δικαιούται τα πάντα, αφού θυσιάζει από πολύ νωρίς την παιδικότητά του στην προοπτική εξέλιξης σε «ιδανικό ενήλικα». Και τα προβλήματα εμφανίζονται από τη στιγμή που σε οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο, αρχίζουν οι ματαιώσεις και οι απαγορεύσεις. Για να το πούμε σύντομα με δάνεια από το «ψυχαναλυτικό» λόγο: οι νέες γενιές στη χώρα μας δεν μεγαλώνουν υπό τη σκιά του Συμβολικού Πατέρα που επιβάλλει τον Νόμο, αλλά στην αγκαλιά της Τροφού-Μητέρας που τις θηλάζει στο διηνεκές. Οπότε, μόλις το παιδί-βασιλιάς δεν έχει αυτό που θέλει και θεωρεί ότι του οφείλουμε, χτυπάει θυμωμένο το πόδι του κάτω και αγανακτεί. Δεν έχει σημασία, αν είναι πλέον είκοσι, τριάντα ακόμα και σαράντα χρονών. Παραμένει «παιδί» τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Αγανακτεί με τους Ευρωπαίους, τους πρόσφυγες, τους γονείς του και όσους δεν αναγνωρίζουν τη «μεγαλοσύνη» του. Αλλά κι όταν ακόμα κουραστεί «να αγανακτεί» και συμβιβαστεί με τον κόσμο των ενηλίκων, εγκαταλείψει τη χώρα ως οικονομικός μετανάστης είτε παραμένει εδώ εργαζόμενος συνήθως με περιορισμένες αμοιβές, ενήλικος δεν γίνεται ποτέ. Του στέρησαν την ενηλικίωσή του, επειδή ακριβώς του στέρησαν την παιδικότητα του, φορτώνοντας με «μαγικές» ιδιότητες που σε καμιά περίπτωση δεν κατέχει.
Οπότε, η αντίσταση των φοιτητών στη Νομική/Πολυτεχνείο αναδείχθηκε σε γεγονός-σύμβολο ικανό να προσφέρει ένα είδος συλλογικής υπεραναπλήρωσης και, κατ’ επέκταση, έκτοτε ό,τι πράττουν τα «παιδιά», αφού αντιστάθηκαν στη δικτατορία, είναι καλώς καμωμένο και ως ορισμού «προοδευτικό». Κι όταν διαψεύδεται το σχήμα «παιδιά – αντίσταση – προοδευτικό» εμείς απλά το αγνοούμε (εδώ). 'Ο,τι συνέβη στο συλλογικό υποσυνείδητο ενισχύθηκε από τις αλλαγές που επισυνέβησαν στην ελληνική οικογένεια μετά το ’70.
Η έντονη κοινωνική κινητικότητα και η αύξηση του εθνικού πλούτου οδήγησαν στη διόγκωση των μεσαίων στρωμάτων (ελλείψει παραγωγικής βάσης) με επακόλουθο τη σταδιακή μείωση των γεννήσεων. Σήμερα, οι οικογένειες αποκτούν ένα ή δύο παιδιά, κάτι που έχει ως επακόλουθο την επικέντρωση του ενδιαφέροντός τους σε αυτά. Παράλληλα, στον χώρο της Εκπαίδευσης και διαπαιδαγώγησης, υπήρξε βίαιη μετακίνηση από πρακτικές και απόψεις που θεωρούσαν ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη στενής καθοδήγησης, ελέγχου, ορίων και ενίοτε τιμωρίας, σε απόψεις που, διαστρεβλώνοντας την αντίληψη ότι χρειάζονται τη συμπαράσταση των ενηλίκων για να εξελιχθούν, οδήγησαν σε ασύστολη επιτρεπτικότητα, δυσφήμιση της αυθεντίας και κατάργηση των ορίων. Έτσι, φτάσαμε στο «παιδί- βασιλιά», που θαυμάζουμε και τα πάντα περιστρέφονται γύρω του. 'Ομως, η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος συνοδεύεται από την εκρηκτική αύξηση του κόστους ανατροφής και εκπαίδευσης των παιδιών. Μια ιδιαίτερα προσοδοφόρα οικονομία κινείται πλέον γύρω τους, ενώ ο αριθμός των νέων και τα χρόνια που αυτοί παραμένουν στην Εκπαίδευση αυξάνεται συνεχώς, κάτι που συμβάλλει στην παραμονή τους στην κατάσταση του «παιδιού». Δηλαδή, ενός πλάσματος που εξαρτάται οικονομικά, άρα και συναισθηματικά, από τους ενήλικες, παρά το γεγονός ότι και το ίδιο είναι πλέον ενήλικας. Και αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα τέκνα των μεσαίων στρωμάτων που σε περίοδο οικονομικής κρίσης καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες όχι μόνο να διατηρήσουν το οικογενειακό τους εισόδημα, αλλά και να «αναπαραχθούν» κοινωνικά, εξοπλίζοντας άρτια τα παιδιά τους. Και τα μεσαία στρώματα σχεδόν ταυτίζονται με τον ελληνικό πληθυσμό… Έτσι, αυξήθηκαν πολύ και οι απαιτήσεις-προσδοκίες απέναντι στο «παιδί – βασιλιά». Μπορεί να τα έχει όλα, «οφείλει» όμως να ανταποκριθεί απόλυτα στις προσδοκίες της οικογένειας, εργαζόμενο σκληρότατα ως μαθητής, φορτωμένο με υπερβολικά, συμβολικά και πραγματικά βάρη. Οι γονείς τού εξασφαλίζουν τα πάντα με μεγάλο υλικό και ψυχολογικό κόστος και αυτό μεγαλώνει με την ιδέα ότι δικαιούται τα πάντα, αφού θυσιάζει από πολύ νωρίς την παιδικότητά του στην προοπτική εξέλιξης σε «ιδανικό ενήλικα». Και τα προβλήματα εμφανίζονται από τη στιγμή που σε οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο, αρχίζουν οι ματαιώσεις και οι απαγορεύσεις. Για να το πούμε σύντομα με δάνεια από το «ψυχαναλυτικό» λόγο: οι νέες γενιές στη χώρα μας δεν μεγαλώνουν υπό τη σκιά του Συμβολικού Πατέρα που επιβάλλει τον Νόμο, αλλά στην αγκαλιά της Τροφού-Μητέρας που τις θηλάζει στο διηνεκές. Οπότε, μόλις το παιδί-βασιλιάς δεν έχει αυτό που θέλει και θεωρεί ότι του οφείλουμε, χτυπάει θυμωμένο το πόδι του κάτω και αγανακτεί. Δεν έχει σημασία, αν είναι πλέον είκοσι, τριάντα ακόμα και σαράντα χρονών. Παραμένει «παιδί» τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Αγανακτεί με τους Ευρωπαίους, τους πρόσφυγες, τους γονείς του και όσους δεν αναγνωρίζουν τη «μεγαλοσύνη» του. Αλλά κι όταν ακόμα κουραστεί «να αγανακτεί» και συμβιβαστεί με τον κόσμο των ενηλίκων, εγκαταλείψει τη χώρα ως οικονομικός μετανάστης είτε παραμένει εδώ εργαζόμενος συνήθως με περιορισμένες αμοιβές, ενήλικος δεν γίνεται ποτέ. Του στέρησαν την ενηλικίωσή του, επειδή ακριβώς του στέρησαν την παιδικότητα του, φορτώνοντας με «μαγικές» ιδιότητες που σε καμιά περίπτωση δεν κατέχει.
Πηγή: Protagon.gr