Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2019

ΑΛΗΘΕΙΑ, ΜΕ ΑΓΑΠΗΣΕΣ ΠΟΤΕ ΣΟΥ;

Γράφει η Κωνσταντίνα Σταμπουλή

Σχετική εικόνα
Το αιώνιο ερώτημα κάθε ερωτευμένου και κάθε απογοητευμένου, είναι αν έχει αγαπηθεί από τον άνθρωπο που ξεχώρισε μέσα στα πλήθη και που του δόθηκε ολοκληρωτικά. Ακόμα κι αν άκουσε αμέτρητα «σ’αγαπώ», το μόνο «σ’αγαπώ» που διεκδικεί και ποθεί να πάρει είναι από εκείνον τον Έναν, που κέρδισε αυθόρμητα κι αβίαστα το τρίπτυχο, μυαλό, καρδιά και σώμα και τ’αποθήκευσε μέσα σ’ένα «για πάντα», άθελά του.
Άθελά σου κι εσύ, σφράγισες τη ζωή μου, μέσα σ’ένα μαγικό μπουκαλάκι που γέμισες κάποτε με φωτεινές αναμνήσεις, ποικίλες και χρωματιστές. Πέρασαν χρόνια, ίσως και ζωές, μα κανείς δεν βρέθηκε, να μπορέσει να τ’ ανοίξει, να το ξεκλειδώσει, να το σπάσει ή να τ’ ανατινάξει. Μόνο εσύ έχεις πρόσβαση, εσύ, σαν ένας προσωπικός Ανώνυμος, που θ’αναγνώριζα τα χαρακτηριστικά σου όσα fullfaces και να φορούσες, όπως μια μάνα καταλαβαίνει ανάμεσα σε χίλια παιδιά, ποιο είναι το δικό της.
Μου τα πήρες όλα, μ’άφησες μόνη και γυμνή, κενή και άδεια. Όχι, δεν θέλω τίποτα πίσω, γιατί τίποτα δεν μου ανήκει πια. Ακόμα κι αυτή η ανάσα που παίρνω, το φως του ήλιου που αντικρίζω, ο αέρας που παγώνει τα μάγουλά μου το βράδυ, ακόμα και τα όνειρα που βλέπω μέσα στη νύχτα, όλα σου ανήκουν και σου επιστρέφονται μέσα από μαυροφορεμένες σιωπές που ταξιδεύουν με τ’ αεροπλάνα απ’ την μια άκρη στην άλλη, ελπίζοντας πάντα, ότι θα σε συναντήσουν μια μέρα και θα ξεχειλίσουν σαν ποτάμια ορμητικά κατά πάνω σου, ώσπου να σπάσουν και να πετάξουν μακριά, εκείνες τις δειλίες, που φώλιασαν μέσα μας και μας φόρτωσαν μ’ ένα βαρύ κι ασήκωτο αντίο.
Αλήθεια, με αγάπησες ποτέ; Σ’ ένοιαξε αν λύγισα, αν έσπασα, αν έχασα ένα πρωί τον κόσμο και τη γη μου; Ρώτησες έναν φίλο, να σου πει αν συνεχίζω να ξυπνάω το πρωί ή αν έφυγα ένα βράδυ, για κάποιο αιώνιο ταξίδι; Ακόμα και τότε, που ανέπνεα την πνοή σου, που γέμιζα απ’το φιλί σου, που χόρευα τη μουσική σου, πες μου, σε παρακαλώ, ήσουν εκεί; Ένιωσες; Ένιωσες να σε καίει κάτι μέσα σου; Πέρασε έστω και φευγαλέα απ’ το τόσο ερωτεύσιμο μυαλό σου, ότι μπορεί και να’μουνα εγώ εκείνη που ήθελες να της κάνεις έρωτα, το ξημέρωμα, πάνω στα βράχια, σ’ εκείνη τη θάλασσα που μας πήγαινε και μας έφερνε πότε ψηλά, πότε χαμηλά;
Σκέφτηκες, αν τα γυμνά κορμιά μας, που χάζευες στον καθρέφτη, ήταν κομμάτια από παζλ, που γεννήθηκαν για να ενωθούν και να εκπληρώσουν σκοπούς χαμένων ερώτων του παρελθόντος ή του μέλλοντος; Πίστεψες ποτέ ότι εκείνο το παλιό μεξικάνικο μαγαζί περίμενε να κρατήσει μέσα του το άρωμα το δικό μας, κι έπειτα έκλεισε και το σφράγισε στις παλιές καρέκλες και στους τοίχους, που δεν μυρίζουν μούχλα, αλλά ευωδιάζουν σαν να’ταν μύρος από σένα κι από μένα; Πέρασε μια νύχτα, που να πίστεψες ότι ήμουν εγώ αυτή που έπρεπε να κρατάς αγκαλιά κάτω απ’ το ζεστό πάπλωμά σου; Ένιωσες ποτέ, ότι δεν έζησες τη ζωή που όφειλες να ζήσεις;
Δεν είναι που δεν μπορώ μακριά σου, δεν είναι που δεν μπορώ να πλησιάσω τη θάλασσα ξανά. Δεν είναι που δεν κοιμάμαι ούτε ξυπνώ χωρίς να σε σκεφτώ. Είναι που δεν μπορώ ούτε να εκβιάσω μια θετική απάντηση, για να νιώσω μια στάλα λιγότερο ανόητη, που δεν κράτησα τίποτα για μένα και που σε άφησα να με πάρεις, χωρίς να υπολογίσω ότι τα βάθη τα δικά μου, θα τ’ άφηνες μια μέρα, να επιπλέουν στην επιφάνειά σου, να τα χτυπούν τα κύματα, να τα πετούν στα βράχια και να ματώνουν.
Κόκκινη θάλασσα εσύ, κι εγώ, αποσυντίθεμαι και αναβλύζω μύρο, γιατί ήταν τόσο αγνά όσα είχα μέσα μου και θάφτηκαν απ’τα χέρια σου, μαρτυρώντας υπέρ του έρωτα και μιας αγάπης, μονόπλευρης κι αιωνόβιας, που θα της λείπεις πάντα…

Πηγή:http://www.loveletters.gr