Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ!

Θεόδωρος ΕΛΕΥΘΕΡΑΚΗΣ
Δρ. Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας της Εκπαίδευσης
Διδάσκων στο Π.Τ.Π.Ε. Παν/μίου Κρήτης

Αποτέλεσμα εικόνας για Αλέξανδρος Δελμούζος
Ο Αλ. Δελμούζος υπήρξε ο κορυφαίος Έλληνας δάσκαλος-παιδαγωγός του 20ού αιώνα και από τους ηγέτες του Εκπαιδευτικού Δημοτικισμού, μιας κίνησης που διαδραμάτισε σπουδαίο εθνικο-εκπαιδευτικό αναμορφωτικό ρόλο. Άνθρωπος της πράξης, έδωσε με πάθος τον αγώνα για να ξεπεραστούν τα προβλήματα της ελληνικής παιδείας. Εργάστηκε σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης με το ίδιο πάθος, καθότι έβλεπε την παιδεία του έθνους ενιαία και υπερεθνική, υπερκομματική υπόθεση.
Στα 1928, ο Αλ. Δελμούζος πήγε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, όταν πίστεψε ότι βρήκε συνθήκες ευνοϊκές για να δουλέψει ελεύθερα και δημιουργικά. Εκεί ασχολήθηκε με το πανεπιστημιακό πρόβλημα και πρότεινε συγκεκριμένες λύσεις. Ο στόχος του πανεπιστημίου, κατά τον Δελμούζο, είναι να μορφώσει καλούς επιστήμονες-επαγγελματίες. Έτσι, για να υπηρετηθεί σωστά ο στόχος του Πανεπιστημίου θα πρέπει, αρχικά, να επιλέγονται σωστά οι φοιτητές του, κατόπιν, το διδακτικό προσωπικό να έχει αξία, ήθος και σθένος, για να κάνει αξιοκρατική επιλογή καθηγητών και σωστή σύνταξη προγράμματος σπουδών. Εκτός, όμως, από τη σωστή εσωτερική λειτουργία του Πανεπιστημίου, η πολιτεία θα πρέπει να χαράξει μια κοινή εκπαιδευτική πολιτική, υπερκομματική, η οποία στα βασικά της σημεία επιβάλλεται μονοσήμαντα από τα ίδια τα πράγματα, θα βγάλει την εκπαίδευσή μας, συνολικά, από το τέλμα και θα δώσει πραγματική μόρφωση στις νέες γενιές.

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Αλ. Δελμούζος (31/12/1880-10/12/1956), μετά την αποφοίτησή του από τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, φεύγει για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αντί να διεκδικήσει μια έδρα στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, γίνεται Διευθυντής του Παρθεναγωγείου Βόλου. Οι λόγοι που τον έστρεψαν σ’ αυτή την επιλογή ήταν: αφενός οι ιδέες και οι απόψεις του (Νέα Αγωγή, δημοτική γλώσσα, πρακτική δράση) και αφετέρου η αντιδραστική νοοτροπία (Κλασικισμός, καθαρεύουσα) του μοναδικού, ήδη υπάρχοντος Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Δελμούζος δείχνει μια σταθερή προσήλωση στο να συνδυάζει θεωρία και πράξη στο χώρο της εκπαίδευσης, την οποία εκφράζει και με τη διαρκή προτίμησή του στο να εργάζεται μέσα σε σχολείο: Παρθεναγωγείο Βόλου 1908, Μαράσλειο Διδασκαλείο 1923, Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 1934.
Ο ίδιος προσπάθησε να χαράξει καινούριο δρόμο στην εκπαίδευση του τόπου μας, να αλλάξει και το εξωτερικό της σχήμα, δηλαδή τα όργανα και τη μέθοδο εργασίας, αλλά επίσης να αλλάξει και το πνεύμα της, δηλαδή την εσωτερική λειτουργία και τις βαθύτερες επιδιώξεις της. Κατέληξε, βέβαια, στη διαπίστωση ότι για να επιτευχθεί αυτή η αναβάθμιση της παιδείας χρειάζεται και πολλή δουλειά, αλλά κυρίως προσήλωση στο στόχο μέσα από μια μακροπρόθεσμη χάραξη κοινής, υπερκομματικής, δηλαδή εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Ο Αλ. Δελμούζος εργάστηκε σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης με το ίδιο πάθος, μέχρι που αποφάσισε να γίνει καθηγητής στο νεοϊδρυόμενο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αφού όμως εξασφάλισε συνθήκες τέτοιες που του επέτρεπαν να μην αποκλίνει από τις αρχές του. Πηγαίνει, δηλαδή, σε ένα νέο Πανεπιστήμιο που διαπνεόταν από έναν φιλελεύθερο-δημοτικιστικό εκπαιδευτικό αέρα και μάλιστα μόνο μετά από τη με νόμο ίδρυση του Πειραματικού Σχολείου, στα 1928-29.
Μέσα στο Πανεπιστήμιο, ο Αλ. Δελμούζος, συνεχίζει να δίνει μάχες σύμφωνα με τις ηθικές και εκπαιδευτικές αρχές του, έτσι, βρίσκεται σε συνεχείς συγκρούσεις με τους εκάστοτε συντηρητικούς Υπουργούς Παιδείας, μέχρι που αναγκάζεται να παραιτηθεί, τελεσιδίκως, κατά τη Μεταξική περίοδο το 1937. Η μικρή, ούτε οκτώ χρόνια, καθηγεσία του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ήταν αρκετή, ώστε, αφενός, με τη δράση του να διαμορφώσει τη φυσιογνωμία της, αφετέρου, να του δοθεί η δυνατότητα να καταπιαστεί με την επίλυση των προβλημάτων της Σχολής αυτής, αλλά και του Πανεπιστημίου εν γένει. Καταπιάνεται, λοιπόν, με τα προβλήματα που αφορούν τους φοιτητές, το πρόγραμμα σπουδών και το προσωπικό του Πανεπιστημίου και συνάμα προτείνει συγκεκριμένες λύσεις.

2. Ο ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Στις δυο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. οι σχέσεις μεταξύ των βαλκανικών κρατών οξύνονται εξαιτίας του Μακεδονικού ζητήματος. Η βουλγαρική προπαγάνδα δραστηριοποιείται και επιδιώκει αρχικά την αυτονόμηση της Μακεδονίας. Συγχρόνως έρχεται και η αναθέρμανση του Κρητικού ζητήματος. Με την πτώχευση του 1893, η ανίσχυρη στρατιωτικά και σχεδόν χρεοκοπημένη Ελλάδα επιλέγει φιλοπόλεμη πολιτική, που την οδηγεί σε ήττα στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο του 1897 που ακολουθεί (Παπαγεωργίου, 1988, 156-157). Έτσι, επέρχεται μια τραγική προσγείωση της γενιάς της δεκαετίας του 1880-90, η οποία βυθίζεται και βυθίζει αρχικά και το δημοτικιστικό κίνημα σε υπαρξιακό άγχος.
Ο Αλ. Δελμούζος, στις αρχές του 20ού αι., είναι φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Ο Δημ. Γληνός αναφέρει σ’ ένα βιογραφικό του σημείωμα: «Γνωριμία με το Δελμούζο και τον Τριανταφυλλίδη. 8 Νοεμβρίου (των Ταξιαρχών) [1901]. Γίνονται τα ‘Ευαγγελιακά’. Οι φοιτητές, μέσα σ’ αυτούς κι ο Δημ. υποκινούμενοι από συντηρητικούς και εξ αιτίας της δημοσιευομένης τότε απ’ την εφημερίδα ‘Ακρόπολη’ μετάφρασης του Ευαγγελίου από τον Αλεξ. Πάλλη, επαναστατούν, κλείνονται στο πανεπιστήμιο και με διαδηλώσεις ζητούν τον αφορισμό των μαλλιαρών μεταφραστών του Ευαγγελίου, σαν αντεθνικών και της βασίλισσας Όλγας (ρούσας, σλαύας) που είχε κι αυτή μεταφράσει στην καθαρεύουσα το Ευαγγέλιο για την εκλαΐκευσή του». Επίσης, η οικογένεια Δημ. Γληνού αναφέρει: «Πρωτοετής της φιλοσοφικής σχολής γνωρίστηκε με τον Κώστα Γούναρη και γίνονται αδερφικοί φίλοι και συνεργάτες και λίγο αργότερα με τον Τριανταφυλλίδη και ζούνε μαζί τις μέρες των ‘Ευαγγελικών’» (Γληνός, 1946, 195 & 201).
Πραγματικά, οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών (μαζί τους ο Γληνός και ο Τριανταφυλλίδης, δεν ξέρουμε για τον Δελμούζο) παρακινούμενοι από τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Γ. Μιστριώτη, στρέφονται εναντίον της μετάφρασης αυτής με «επιθέσεις εναντίον εφημερίδων, πορεία προς το παλάτι, [αλλά και με] επιθέσεις στρατού εναντίον διαδηλωτών, θανατηφόρες συγκρούσεις, παραίτηση του μητροπολίτη, παραίτηση του πρωθυπουργού». Οι αντιδράσεις αυτές βρίσκουν έδαφος, γιατί δείχνουν τους κινδύνους που παρουσιάζονται σε τρία ευαίσθητα για την ελληνική κοινωνία θέματα: θρησκεία, γλώσσα και πατρίδα. Ο Γ. Μιστριώτης όντας καθαρολόγος και παρακινούμενος από καθαρά γλωσσικούς λόγους, συνδέει το πρόβλημα της γλώσσας με το εθνικό Μακεδονικό ζήτημα και παρακινεί τους φοιτητές σε ένα διμέτωπο αγώνα εναντίον του δημοτικισμού και του σλαβισμού (Δημαράς, 1977, 408). Στα Ευαγγελιακά ως προς το γλωσσικό θριάμβευσαν οι καθαρευουσιάνοι, χωρίς όμως να καταφέρουν να σταματήσουν το άπλωμα του δημοτικισμού, το οποίο είχε αρχίσει να βαθαίνει πλέον τις ρίζες του (Λέφας, 1942, 432-433 & Μιράσγεζη, 1982, 160).
Από την εποχή αυτή ο Αλ. Δελμούζος θυμάται πολύ αργότερα το 1944: «Φοιτητής ακόμα στην αθηναϊκή φιλοσοφική σχολή παράδερνα για χρόνια ανοδήγητος μέσα σε πλήθος μαθήματα και ακροάσεις, κι αγωνιζόμουν μάταια να βρω κάποια στέρεη βάση όπου να μπορέσω να σταθώ. Και οι λίγες μορφές που ξεχώριζαν ανάμεσα στους καθηγητές μου, αδυνάτιζαν για μένα τόσο, που σα να χάνονταν σε μια κατάσταση όπου όλα ήταν τυχαία και η μνημονική δουλειά φόρτωμα αβάσταχτο με μοναδικό σκοπό τις εξετάσεις» (Δελμούζος, 1944, 4)

3. Ο ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Ο Αλ. Δελμούζος τελειώνει τη Φιλοσοφική Αθηνών και φεύγει για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία (Λειψία-Ιένα, 1905-1907), όπου, όπως λέει ο ίδιος, «περιπλανήθηκε» αρκετά για να καταφέρει να βρει τον εαυτό του και να ανακαλύψει τον τελικό στόχο του, την κυρίαρχη επιθυμία του: να γίνει δάσκαλος (Δελμούζος, 1958α, 428-443). Συγχρόνως ήλθε σε επαφή με διάφορες φιλοσοφικές, κοινωνικοπολιτικές και εκπαιδευτικές ιδέες.
Ο Αλ. Δελμούζος πηγαίνει, δηλαδή, από την Ελλάδα στη Γερμανία, από μια χώρα με χαμηλή οικονομική και εκπαιδευτική ανάπτυξη, σε μια χώρα ανεπτυγμένη οικονομικά και κρατώντας τα πανεπιστήμια και την εκπαίδευσή της σε υψηλά επίπεδα. Ήταν, λοιπόν, αδύνατο με την ανησυχία και τις ευαισθησίες που τον διακατέχουν να μην έρθει σε επαφή, έστω και καθαρά φιλοσοφικά, με την εργατοσοσιαλιστική κίνηση της Γερμανίας, από τη μια, και με τα κινήματα της Νέας Αγωγής, από την άλλη.
Αξιοσημείωτη είναι η γνωριμία του με τον Γεώργιο Σκληρό στην Ιένα, την οποία χαρακτηρίζει πολύ σημαντική ο ίδιος. Μετά από τις πολύωρες συζητήσεις τους, άρχισε να αποδέχεται το μαρξιστικό τρόπο σκέψης και εγκαταλείποντας το βουλησιαρχισμό, άρχισε να βλέπει τη σημασία των οικονομικών όρων και του εργατικού αγώνα.
Βέβαια, αν και δεν συμφωνούσε απόλυτα με τις απόψεις του Σκληρού, επιστρέφοντας στην Ελλάδα δραστηριοποιείται σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο και συμμετέχει στη δημιουργία μιας κοινωνιστικής επιστημονικής εταιρίας, της «Κοινωνιολογικής Εταιρίας» (1908), με πρωτεργάτη τον Αλ. Παπαναστασίου. Οι απόψεις του Σχολείου της Νέας Αγωγής και οι παιδαγωγικές-νεοκαντιανές ιδέες του Νάτροπ, τον φέρνουν σε αντίθεση με το Ερβαρτιανό σύστημα διδασκαλίας, συγκεκριμένα με τη λεξικρατία, με την “από καθέδρας διδασκαλία” και με την καθαρεύουσα, και τον οδηγούν προς τις αρχές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού.

4. Ο ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΜΟΣ
Στις αρχές του 20ού αιώνα, όπου αρχίζει και ο Αλ. Δελμούζος να ανδρώνεται επιστημονικά, έχουν αρχίσει να διαφαίνονται τα κυριότερα γνωρίσματα που θα συνοδεύσουν το δημοτικισμό στο πρώτο στάδιο της πορείας του. Το κίνημα αυτό θα είναι εθνικό, πολιτικό, φιλελεύθερο, επιστημονικό και με στόχους εκσυγχρονιστικούς. Λόγιοι και επιχειρηματίες της διασποράς, όπως ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Πέτρος Βλαστός, η Πηνελόπη Δέλτα και ο Φώτης Φωτιάδης, θα υποστηρίξουν με τη δυναμική παρουσία, το έργο και την οικονομική τους ενίσχυση. Επίσης, ως αποτέλεσμα της δράσης αυτών δημιουργούνται σύλλογοι όπως η Εθνική Γλώσσα (1905), ο Εκπαιδευτικός 'Όμιλος (1910), η Φοιτητική Συντροφιά (1910) αλλά και εκδίδονται περιοδικά όπως ο Νουμάς (1903-1931), το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1911-1924), που μάχονται για την προώθηση του δημοτικιστικού κινήματος και συνδέουν τη δημοτική γλώσσα με την εκπαίδευση. Πρωταγωνιστές αυτής της περιόδου στο χώρο του εκπαιδευτικού δημοτικισμού θα είναι ο Αλ. Δελμούζος, ο Μ. Τριανταφυλλίδης και ο Δημ. Γληνός, οι οποίοι συμμετέχουν στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1910, μέσω του οποίου οι ίδιοι είτε ως εκφραστές θεσμών είτε ως διωκόμενοι από θεσμούς θα χρησιμοποιήσουν τη δημοτική γλώσσα ως σύμβολο και ως εργαλείο για την προώθηση και την καλλιέργεια βαθιών αλλαγών στην ελληνική κοινωνία και στην ελληνική εκπαίδευση, ώστε να δημιουργήσουν ένα καλύτερο σχολείο (Χαραλάμπους, 1987). Άλλωστε, όλοι οι διανοούμενοι, σοσιαλιστές και μη, εντάσσονται στον Εκπαιδευτικό Όμιλο και στο κίνημα των Φιλελευθέρων, διότι πιστεύουν ότι πρώτα θα πρέπει να οικοδομηθεί η αστική κοινωνία και το αστικό σχολείο για να περάσουμε κατόπιν στη σοσιαλιστική κοινωνία και το σοσιαλιστικό σχολείο (Σταυρίδη-Πατρικίου, 1992). Το 1927, όμως, όταν οι συνθήκες επιβάλλουν τη σύγκρουση του Αλ. Δελμούζου με τον Δημ. Γληνό αυτή γίνεται αφορμή να διασπαστεί ο Εκπαιδευτικός Όμιλος με άμεσο αποτέλεσμα το χωρισμό, πλέον, των προοδευτικών διανοουμένων της εποχής, οι οποίοι μέχρι τότε πάλευαν μαζί, στους φιλελεύθερους αστούς με το Δελμούζο, από τη μια, και τους σοσιαλιστές διανοούμενους με το Γληνό, από την άλλη (Φραγκουδάκη, 1992 & Τερζής, 1986).
Έτσι, ο Αλ. Δελμούζος επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μετά τις μεταπτυχιακές σπουδές του στη Γερμανία το 1908, συμμετέχει σ’ όλες αυτές τις συλλογικές προσπάθειες, ενώ σε προσωπικό επίπεδο, αντί να διεκδικήσει μια έδρα στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, γίνεται Διευθυντής του Παρθεναγωγείου του Βόλου, μιας μικρής επαρχιακής πόλης (Χαρίτος, 1989).
Ο Αλ. Δελμούζος δείχνει μια σταθερή προσήλωση να συνδυάζει θεωρία και πράξη στο χώρο της εκπαίδευσης, την οποία εκφράζει και με τη διαρκή προτίμησή του στο να εργάζεται μέσα σε σχολείο: Παρθεναγωγείο Βόλου 1908, Μαράσλειο Διδασκαλείο 1923, Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 1934. Η εργασία του, όμως, στα σχολεία που ίδρυε ήταν λιγόχρονη, πιο συγκεκριμένα το Παρθεναγωγείο του Βόλου διέκοψε απότομα κατά την τρίτη χρονιά λειτουργίας του (1908-11) με αφορμή των γνωστών επεισοδίων των επονομαζόμενων ως «Αθεϊκών», ενώ στο Μαράσλειο Διδασκαλείο το έργο του (1923-26) διακόπηκε απότομα με αφορμή τα γνωστά επεισόδια τα επονομαζόμενα ως «Μαρασλειακά», αλλά και στο Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης η θητεία του ήταν λιγόχρονη, περίπου δύο χρόνια (Παπανούτσος, 1984).

5. Ο ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Με το νόμο 3341/1925, του οποίου εμπνευστής ήταν ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Μπουζάκης, 2006, 78). Η πολιτική συγκυρία της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας επέτρεψε να συσταθεί ένα πανεπιστήμιο, που άφησε μία δυνατότητα εισόδου σε πνευματικές και κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες ήταν αποκλεισμένες από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας και ειδικότερα από τη Φιλοσοφική Σχολή. Συγχρόνως, είχε φανεί σε όλους το μορφωτικό πρόβλημα των δασκάλων, δηλαδή η μεγάλη ανάγκη που υπήρχε σε διδακτικό προσωπικό της μέσης και της δημοτικής εκπαίδευσης. Η σημασία της ίδρυσης ενός δευτέρου Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ μεγάλη (Σταυρίδη-Πατρικίου, 1989, 222 & Τερζής, 1988, 153).
Δέκα καθηγητές εκλέχθηκαν κατά το πρώτο ακαδημαϊκό έτος 1926-27, οι τρεις από εαυτούς προέρχονταν από το δημοτικιστικό κίνημα (ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο Γιάννης Αποστολάκης και ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης), οι υπόλοιποι επτά ήταν καθαρευουσιάνοι, εκ των οποίων, όμως, οι τρεις ήταν φιλελεύθεροι. Στη συνέχεια, βέβαια, θα προστεθούν και άλλοι δημοτικιστές, όπως ο Αλ. Δελμούζος, όλοι τους άνθρωποι που τους είχαν εμπνεύσει οι αρχές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού (Παπανούτσος, 1984, 107). Οι δυνάμεις αυτές, αντιμέτωπες και με το συντηρητικό τμήμα του κοινωνικού στρώματος από το οποίο προέρχονταν και με τους εκπροσώπους ενός εργατικού κινήματος που αναπτυσσόταν, θα καλλιεργήσουν από εδώ και πέρα τον πολιτικό και πνευματικό φιλελευθερισμό τους, οχυρωμένες μέσα στο ίδρυμα αυτό που θα λειτουργήσει για ένα μεγάλο διάστημα στους αντίποδες του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Έτσι λοιπόν, ο Αλ. Δελμούζος αποφασίζει να γίνει καθηγητής στο νεοϊδρυόμενο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αφού όμως πρώτα εξασφάλισε συνθήκες τέτοιες που του επέτρεπαν να μην αποκλίνει από τις αρχές του. Χτυπά την πόρτα, δηλαδή, ενός νέου Πανεπιστήμιου που διαπνέονταν από ένα φιλελεύθερο-δημοτικιστικό εκπαιδευτικό αέρα και μάλιστα μόνο «όταν είχε εφαρμοσθεί η ίδρυση του Πειραματικού Σχολείου» του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Τερζής, 1991, 24). Άλλωστε και ο ίδιος το καταμαρτυρεί: «Αυτό [το Πειραματικό Σχολείο] ήταν που με κίνησε για να πάρω πανεπιστημιακή έδρα» (Δελμούζος, 1958, 337). Πραγματικά με το νόμο 4376/1929 του Υπουργού Παιδείας Κ. Γόντικα της κυβέρνησης του Ελ. Βενιζέλου ιδρύεται το Σχολείο αυτό, λειτουργεί όμως αργότερα το σχ. έτος 1934-35. Ο Αλ. Δελμούζος το επόπτευσε τελικά μόνο 6 μήνες (Οκτ. 1934-Μαρ. 1935) και άλλες 15 μήνες (Μαρ. 1936-Σεπ. 1937) πριν από την τελική παραίτησή του το 1937 (Βαρμάζης, 1991). Άλλωστε και στα προηγούμενα Σχολεία που ίδρυσε (Παρθεναγωγείο Βόλου, Μαράσλειο Διδασκαλείο) η μοίρα τού επιφύλασσε την ίδια τύχη.
Μέσα στο Πανεπιστήμιο, ο Αλ. Δελμούζος, συνεχίζει να δίνει μάχες σύμφωνα με τις ηθικές και εκπαιδευτικές αρχές του, έτσι, βρίσκεται σε συνεχείς συγκρούσεις με τους εκάστοτε συντηρητικούς Υπουργούς Παιδείας, μέχρι που αναγκάζεται να παραιτηθεί κατά τη Μεταξική περίοδο, στα 1937. Η μικρή, ούτε οκτώ χρόνια, καθηγεσία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ήταν αρκετή, ώστε, αφενός, με τη δράση του να διαμορφώσει τη φυσιογνωμία της, αφετέρου, να του δοθεί η δυνατότητα να καταπιαστεί με την επίλυση των προβλημάτων της Σχολής αυτής, αλλά και του Πανεπιστημίου εν γένει. Καταπιάνεται, λοιπόν, με τα προβλήματα που αφορούν τους φοιτητές, το πρόγραμμα σπουδών και το προσωπικό του Πανεπιστημίου και, συνάμα, προτείνει συγκεκριμένες λύσεις.

6. ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ο Αλ. Δελμούζος μετά από την παραίτησή του το Σεπτέμβριο του 1937 και για τις δυο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του ιδιώτευσε στην Αθήνα και αφιέρωσε το χρόνο του «στη συγγραφή, σε διαλέξεις και δημοσιεύσεις, σε παροχή συμβουλών για τη λειτουργία ιδρυμάτων που συνόρευαν με τα εκπαιδευτικά, ακόμη και σε προσωπικά διαβήματα και εισηγήσεις προς Πρωθυπουργούς, Υπουργούς ή Αρχηγούς Κομμάτων» με στόχο να προωθήσει το προοδευτικό πνεύμα στο εκπαιδευτικό μας σύστημα (Παπανούτσος, 1984, 120).
Στο πανεπιστημιακό ζήτημα ο Αλ. Δελμούζος πήρε μέρος κατά την οκταετή περίπου δράση του ως ενεργός καθηγητής, όμως και αργότερα ενεπλάκη σ’ αυτό με τη συγγραφή του βιβλίου του: «Το πρόβλημα της Φιλοσοφικής Σχολής» το 1944, αλλά και με άλλα άρθρα, όπως εκείνο που φέρει τον τίτλο «Το πανεπιστημιακό πρόβλημα», στο οποίο απαντά σε έρευνα, του περιοδικού Παιδεία, για τα πανεπιστημιακά μας προβλήματα, το 1947.
Την εργασία του για το Πανεπιστήμιο, που εκθέτει στο βιβλίο αυτό, είχε ξεκινήσει όταν ήταν ενεργός καθηγητής στη Θεσσαλονίκη, ύστερα από συζητήσεις και συνεδριάσεις του Καθηγητικού Συλλόγου της Φιλοσοφικής Σχολής και την παράκληση των συναδέλφων του για να μελετήσει και να εισηγηθεί την αναμόρφωση του προγράμματός της. Στο βιβλίο του αυτό παρουσιάζει, λοιπόν, εμπειρίες και σκέψεις από την πανεπιστημιακή του ζωή στη Θεσσαλονίκη και κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για την οργάνωση και το πρόγραμμα της Φιλοσοφικής Σχολής (Παπανούτσος, 1984).
Όμως, η πηγή και η ανάγκη της έρευνας του Δελμούζου, για το Πανεπιστημιακό πρόβλημα, όπως αναφέρει ο ίδιος: «δουλεύεται μέσα μου από πολύ καιρό», διότι από «φοιτητής ακόμα στην αθηναϊκή φιλοσοφική σχολή παράδερνα για χρόνια ανοδήγητος μέσα (…) σε μια κατάσταση όπου όλα ήταν τυχαία και η μνημονική δουλειά φόρτωμα αβάσταχτο με μοναδικό σκοπό τις εξετάσεις» (Δελμούζος, 1944, 3). Αλλά και αργότερα όταν ήρθε η ώρα να πάρω το «πανεπιστημιακό πτυχίο, το σώμα μου είχε φέξει από υπερκόπωση, το μυαλό κι’ αυτό λυγισμένο από το τρομαχτικό φόρτωμα του μνημονικού» (Δελμούζος, 1958γ, 426).
Όλη η προηγούμενη πείρα του, πρώτα ως φοιτητής, και αργότερα, ως Καθηγητής Πανεπιστημίου τον καθοδηγεί στη μελέτη του αυτή. Ξεκινά «από το σκοπό και τη σημασία της φιλοσοφικής σχολής» κι ύστερα οδηγείται στα μέσα που είναι απαραίτητα για να πετύχει ο σκοπός αυτός. Έτσι, από τα μέσα ξεχωρίζει τα σπουδαιότερα: «το διδακτικό προσωπικό, τους φοιτητές, την επιλογή τους δηλαδή και τη φοιτητική ζωή, και τρίτο το πρόγραμμα των σπουδών» (Δελμούζος, 1944, 4). «Τα μέσα αυτά συνυφαίνονται με τον πολιτισμό γενικά μιας χώρας έτσι, που δεν μπορεί παρά να είναι ποιοτικά ανάλογα με το επίπεδο του πολιτισμού και την κατεύθυνσή του» (Δελμούζος, 1944, 25).
Ο διπλός σκοπός της Φιλοσοφικής αλλά και κάθε άλλης πανεπιστημιακής σχολής είναι ο επαγγελματικός και ο επιστημονικός. Ο πρώτος τίθεται για «να μορφώση το προσωπικό που θα διδάξη στη μέση παιδεία τα ιστορικοφιλολογικά και φιλοσοφικά μαθήματα» και ο δεύτερος για «την καλλιέργεια της επιστήμης, των επιστημών που υπάγονται στη φιλοσοφική σχολή. Και οι ίδιοι δηλαδή οι καθηγητές να ερευνούν τα προβλήματα της επιστήμης των, και άλλους νέους να μορφώνουν που θα συνεχίζουν και θα προάγουν την επιστημονική έρευνα και γνώση» (Δελμούζος, 1944, 9). Στο βάθος τους οι δυο σκοποί γίνονται ένας, δηλαδή «σκοπός της [Φιλοσοφικής είναι] να μορφώσει καλούς επιστήμονες». Άλλωστε σχεδόν όλοι οι απόφοιτοι της Φιλοσοφικής Σχολής, αρχικά, θα δουλέψουν στη μέση εκπαίδευση, ενώ ορισμένοι θα ασχοληθούν με την έρευνα και την πανεπιστημιακή διδασκαλία. Οι περισσότεροι, βέβαια, θα παραμείνουν στη μέση εκπαίδευση. Επομένως όσο πιο καλοί επιστήμονες θα έχουν γίνει τόσο καλύτερα θα μορφώσουν τους μαθητές τους, οι οποίοι στη συνέχεια θα φοιτήσουν στα Πανεπιστήμια. Έτσι, «το πνεύμα της φιλοσοφικής σχολής μπαίνει και σε όλη την ανώτερη παιδεία και συντελεί και αυτό στην επιτυχία ή την αποτυχία της» (Δελμούζος, 1944, 12).
Ο Αλ. Δελμούζος, καταρχάς, συμφωνεί με τις αιτιάσεις των υπολοίπων που πήραν μέρος στη συζήτηση-έρευνα για τα πανεπιστημιακά προβλήματα και την εκπαιδευτική μας ανασυγκρότηση του περιοδικού Παιδεία, το 1947. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι πράγματι: α) πρόβλημα είναι «η απίστευτη πληθώρα των φοιτητών που παρουσιάζει τρομερή δυσαναλογία όχι μόνο με τις ανάγκες της επαγγελματικής ζωής, αλλά και με τη δυναμικότητα των σχολών» β) πρόβλημα είναι «η έλλειψη των μέσων για τη διδασκαλία και την άσκηση των φοιτητών στις θετικές και εφαρμοσμένες επιστήμες» και γ) πρόβλημα είναι, τέλος, «οι χαριστικές διατάξεις της Πολιτείας, που δεν άφησαν μόνο να μπουν στο πανεπιστήμιο χωρίς έλεγχο όσοι γυμνασιακοί απόφοιτοι ήθελαν ένα χαρτί» (Δελμούζος, 1947, 285). Όμως, συνεχίζει ο Δελμούζος το συλλογισμό του και υποστηρίζει ότι το «κακό είναι βαθύτερο και πιο πολύ ποιοτικό παρά ποσοτικό», διότι για να πετύχει το πανεπιστήμιο το σκοπό του, εκτός από τα υλικά μέσα (κτίρια, εργαστήρια κ.ά.) χρειάζονται τρεις βασικές προϋποθέσεις, τις οποίες είχε αναλυτικά παρουσιάσει από το 1944 στο σχετικό για τη Φιλοσοφική Σχολή βιβλίο του, αλλά εν συντομία προβάλλει και το 1947 ως εξής: «α) Να δέχεται νέους ικανούς από το φυσικό τους και τη γενική τους προπαιδεία ν’ ακολουθήσουν πανεπιστημιακές σπουδές. β) Σε κάθε σχολή να είναι σωστά οργανωμένο το πρόγραμμα των σπουδών της. Και γ) να έχη προσωπικό ικανό και αφοσιωμένο όχι μόνο στον επιστημονικό κλάδο του, αλλά και στη μόρφωση των φοιτητών, πρόθυμο δηλαδή να παραμερίζη για την επιτυχία της τον εγωϊσμό του» (Δελμούζος, 1947, 286).
Πιο αναλυτικά: Α) Η ποιότητα των φοιτητών, υποστηρίζει ο Δελμούζος, που φτάνει στη Φιλοσοφική αλλά και στις άλλες πανεπιστημιακές σχολές δεν είναι ικανοποιητική, διότι «η οργάνωση και η εργασία της μέσης παιδείας μας είναι τέτοια που μόνο ένα μικρό ποσοστό μπορεί ν’ ακολουθήση μ’ επιτυχία πανεπιστημιακή διδασκαλία, κι αυτό αφού υπερνικήσει σημαντικές ελλείψεις του», έτσι «περνούσαν και περνούν στο πανεπιστήμιο και πολλοί ακατάλληλοι νέοι, σε ωρισμένες μάλιστα σχολές πάρα πολύ. Γιατί και οι εξετάσεις είναι επιφανειακές και ελαστικές... (…) Επομένως χρειάζεται σωστή και αυστηρή επιλογή». Όμως επειδή η βελτίωση της λειτουργίας της μέσης παιδείας δεν μπορεί να γίνει αυτόματα «αναγκαστικά η αυστηρότητα [της επιλογής] θα γίνεται μεγαλύτερη και η διόρθωση θα έρχεται ανάλογα με το ρυθμό που θα καλυτερεύει η λειτουργία και η εργασία της μέσης παιδείας» (Δελμούζος, 1947, 286).
Β) Όμως, ισχυρίζεται ο Δελμούζος, και να ξεπεραστούν τα προβλήματα της σωστής επιλογής των φοιτητών, και αν, δηλαδή, λείψει ο φοιτητικός πληθωρισμός, το πανεπιστήμιο δεν πρόκειται να πετύχει το σκοπό του αν δεν μπορέσει να δημιουργήσει ένα σωστό πρόγραμμα σπουδών, επειδή, συνεχίζει ο Δελμούζος, «στις περισσότερες σχολές το πρόγραμμά τους είναι σωστή κατάρα, αφού επιβάλλει και στον ικανό φοιτητή και στον ικανό καθηγητή έργο πραγματικά σισύφειο». Στο πρόγραμμα της φιλοσοφικής σχολής επικρατεί «ένας άγριος, ρηχός εγκυκλοπαιδισμός», η «βασική αρχή είναι να μη λείψει κανένα μάθημα και κανείς ταχτικός καθηγητής» και, έτσι, διδάσκονται διεξοδικά πολλά μαθήματα, όπως π.χ. η Ιστορία όλων των περιόδων, και όλα τα αντικείμενα των καθηγητών άσχετα από την χρησιμότητα τους για την επαγγελματική και επιστημονική κατάρτιση των νέων επιστημόνων, δηλαδή την επιτυχία του σκοπού της κάθε πανεπιστημιακής σχολής, παρά τελικά η κάθε σχολή μ’ τέτοιο πρόγραμμα δίνει μόνο ένα «άθροισμα συνήθως από γνώσεις που φορτώνουν το μνημονικό». Ο καταρτισμός του προγράμματος σπουδών είναι δουλειά της κάθε σχολής, αλλά και της Πολιτείας. Όμως, «το κύριο βάρος της ευθύνης πέφτει στους ώμους του προσωπικού. Γιατί αρκετές ταχτικές έδρες περιττές ή και όλως διόλου άχρηστες δεν έχουν ιδρυθή πάντα μόνον από την αυθαιρεσία της Πολιτείας, αλλά και ύστερα από πρόταση της πλειοψηφίας των σχολών ή με την υποστήριξη της μειοψηφίας. Δυο τρεις φορές που η Πολιτεία προσπάθησε με ειδικές διατάξεις να συμμαζέψη κάπως το πρόγραμμα, στα 1911, 1922 και 1932, η προσπάθεια της ναυαγούσε από αντίθετες ενέργειες του προσωπικού» (Δελμούζος, 1947, 287).
Γ) Ο τρίτος σημαντικός παράγοντας επίτευξης του στόχου του Πανεπιστημίου είναι το ίδιο το προσωπικό του, οι καθηγητές του. Ο Αλ. Δελμούζος σημειώνει: είναι «ανάγκη το ίδιο το προσωπικό της [Φιλοσοφικής Σχολής] να είναι ζωντανό παράδειγμα ανθρώπων που ανεβαίνουν το δύσκολο δρόμο του ιδανικού της. Δε φτάνει λοιπόν ένας καθηγητής να είναι αληθινά πνευματικός άνθρωπος και ικανότατος στην επιστήμη που έχει να διδάξη, παρά χρειάζεται με την ικανότητα να συνδιάζη και το επιστημονικό ήθος και φρόνημα, τον καλό και δυνατό χαρακτήρα», διότι «όσο ικανός και αν είναι ένας καθηγητής, δε στέκει στη θέση του αν του λείπη το ηθικό σθένος και λυγίζη στον πρώτο δυνατό της ημέρας, ή αν κέντρο στη ζωή του είναι η οικονομική και όχι η επιστημονική αξία του πολιτισμού, και η δεύτερη υπηρετεί δουλικά την πρώτη, ή αν έχοντας το πανεπιστημιακό του έργο για πάρεργο πετάγεται για μια στιγμή και στην αίθουσα της διδασκαλίας» (Δελμούζος, 1944, 25).
Στη συνέχεια, ο Δελμούζος αναφερόμενος στο έργο του καθηγητή υποστηρίζει ότι δεν είναι μόνο ατομικό, αλλά είναι και ομαδικό και δεν έχει το δικαίωμα κανένα μέλος της Σχολής να παραμερίσει τους όρους της ομαδικής πανεπιστημιακής ζωής και να κλειστεί εγωιστικά στον εαυτό του και να ξεχάσει το ηθικό χρέος του προς τους άλλους. Παραδειγματικά, αλλά και πολύ καίρια σημειώνει: «Έτσι π.χ. όταν είναι στο χέρι της σχολής να εκλέξη έναν νέον καθηγητή, το κάθε μέλος της έχει χρέος να μην υποχωρήση σε πιέσεις, υπολογισμούς και προσωπικές συμπάθειες και να προτείνη ή να ψηφίση ανίκανο επιστήμονα, παρά και από περισσότερους υποψήφιους οφείλει να προτιμήση τον καλύτερο» (Δελμούζος, 1944, 27).
Σε σχέση με το ζήτημα του χρέους του καθηγητή σε συνάρτηση με τη δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα, ο Δελμούζος, αναφέρεται στη δική του περίπτωση σε άρθρο του με τίτλο «Πειθαρχία και χρέος» στο περιοδικό Παιδεία, το 1956. Το 1933, έχει κατηγορηθεί, ο Δελμούζος, από τον Υπουργό Παιδείας Θ. Τουρκοβασίλη πως έχει παραβεί τη δημοσιοϋπαλληλική πειθαρχία. Απαντώντας σ’ αυτήν την κατηγορία του υπουργού υποστηρίζει: «Πειθαρχία σε ένα φιλελεύθερο συνταγματικό κράτος δε θα πή σκλαβιά. (…) Τέτοια αντίληψη είναι αντίθετη με το νόημα της επιστήμης (…) είναι αντίθετη και με το Σύνταγμα που προστατεύει την ελευθερία της. Τέτοιο όμως νόημα δεν μπορεί ούτε και πρέπει να έχη η υπαλληλική πειθαρχία, γιατί η πειθαρχία είναι μέσο για το καλό της Πολιτείας και των πολιτών της, το καλό δηλαδή του τόπου, και όχι μέσο για να ικανοποιή την εγωπάθεια του υπουργού ή και άλλων προϊσταμένων. Σε ζητήματα όπως τα παραπάνω ένας επιστήμονας υπάλληλος έχει όχι μόνο δικαίωμα παρά και χρέος να λέη ελεύθερα την επιστημονική του γνώμη» (Δελμούζος, 1958δ, 323-4).

7. Ο ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ ΚΑΙ Η ΥΠΕΡΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
Ο Αλ. Δελμούζος δεν ήταν μόνο ο σημαντικός δάσκαλος, παιδαγωγός ή καθηγητής, όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία, ήταν επιπλέον ένας μεγάλος στοχαστής, ο οποίος συνειδητοποίησε, πως για να λυθούν τα προβλήματα του Πανεπιστημίου και της εκπαίδευσης ολόκληρης, πρέπει να χαραχθεί μια κοινή εκπαιδευτική πολιτική, υπερκομματική, τέτοια που, στα βασικά της σημεία επιβάλλεται μονοσήμαντα από τα ίδια τα πράγματα, θα βγάλει την εκπαίδευσή μας από το τέλμα και θα δώσει πραγματική μόρφωση στις νέες γενιές. Στη διαπίστωση αυτή κατέληξε ύστερα και από την έντονη εμπειρία της διάσπασης του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1927.
Τόνισε, δηλαδή, ο Αλ. Δελμούζος τη χρησιμότητα ύπαρξης μιας «υπερκομματικής επιτροπής παιδείας», η οποία σε δημοκρατικά καθεστώτα θα χαράζει μια κοινή εκπαιδευτική πολιτική. Η πολιτική αυτή θα δίνει τη δυνατότητα να κοινωνικοποιούνται πολιτικά οι μαθητές μέσα στο σχολείο, είτε άμεσα μέσα από τα αναπροσαρμοσμένα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία όλων των μαθημάτων, είτε και έμμεσα με το χτίσιμο ολόκληρης της σχολικής κοινότητας με ένα δημοκρατικό - ανεκτικό τρόπο προς όλους. Καθότι, πραγματικά, η λειτουργία του σχολείου σ’ όλες τις εκφάνσεις του, όπως η λειτουργία των μαθητικών κοινοτήτων, των εθνικών γιορτών, των σχέσεων του δασκάλου-μαθητή και της παιδαγωγικής ατμόσφαιρας της τάξης, η λήψη αποφάσεων για τη δημιουργία πολιτιστικών εκδηλώσεων, αθλητικών δραστηριοτήτων, σχολικής εφημερίδας, σχολικής έκθεσης, η λήψη αποφάσεων για διενέργεια σχολικών επισκέψεων και άλλων πολλών σχολικών δραστηριοτήτων επιτελούν στη «διαμόρφωση των πολιτικών στάσεων, ιδεών και αξιών των μαθητών, καθώς και στη μελλοντική τους πολιτική συμπεριφορά» (Καλογιαννάκη-Χουρδάκη, 1993, 13).
Συγκεκριμένα, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές ο Αλ. Δελμούζος υποστήριξε τη χρησιμότητα της ύπαρξης «υπερκομματικής επιτροπής παιδείας», η οποία, όπως ισχυρίζεται, θα μπορούσε να βγάλει την εκπαίδευσή μας από το αδιέξοδο και να την οδηγήσει στην αναβάθμισή της, ως εξής:
α) Το 1946, στο περιοδικό Δημοκρατική Επιθεώρηση, τεύχη Μαΐου και Ιουνίου, ζητούσε: «Κοινή εκπαιδευτική πολιτική των σοβαρότερων πολιτικών κομμάτων. Κι αυτό μπορεί να γίνη, γιατί υπάρχουν βασικά εκπαιδευτικά αιτήματα που στέκουν απάνω από τις κομματικές και ιδεολογικές αντιθέσεις, αιτήματα γενικά ανθρώπινα και εθνικά». Είχε δημοσιευθεί 1946. (Δελμούζος 1958στ, 63).
β) Το 1947 υποστήριζε πως χρειάζεται συνεργασία των Πανεπιστημιακών με την Πολιτεία για να γίνει στην Παιδεία η αλλαγή που χρειάζεται και σημείωνε κατά λέξη: «Η Πολιτεία μας όμως, όπως παρουσιάζεται συχνά σε μας, ως κόμμα δηλαδή που κατέχει την αρχή, μοιραία θα εξακολουθή λιγώτερο ή ππερισσότερο την ίδα ταχτική. Το ίδιο και το πανεπιστήμιο ως σώμα. Για την εφαρμογή [της αλλαγής] χρειάζεται αντικειμενικότητα, σκληρότητα και συνέπεια μαζί, και αυτά μπορεί να τα έχωμε μόνον από μια εκπαιδευτική πολιτική κοινή, υπερκομματική, πολιτική δηλαδή όπου το κάθε μεγάλο κόμμα θα δέση ‘το ίδιο τα χέρια του’. (…) Για μια τέτοια πολιτική υπάρχουν σε όλες τις βαθμίδες της παιδείας, τόσο στην οργάνωση όσο και για την ουσία της, βασικά σημεία υπερκομματικά και μονοσήμαντα, που επιβάλλονται από τα ίδια τα πράγματα με σκληρή αναγκαιότητα. Είναι προϋποθέσεις αυτονόητες, που χωρίς αυτές αδύνατο να θεμελιωθή πραγματική μόρφωση είτε δεξιή, είτε κεντρική, είτε αριστερή θέλει είναι. Προϋποθέσεις που είναι υποχρεωμένο να τις υιοθετήση κάθε κόμμα, αν θέλη σύμφωνα με τις επαγγελίες του να υπηρετήση το σύνολο, δηλαδή το έθνος ολόκληρο. (…) Χωρίς αυτή [την υπερκομματική εκπαιδευτική πολιτική] και το πανεπιστημιακό πρόβλημα θα παραδέρνη μέσα σε φαύλο κύκλο και δε θα βρη ποτέ τη σωστή λύση του» (Δελμούζος, 1947α, 289).
γ) Το 1947, πάλι, στο βιβλίο του “Παιδεία και κόμμα” σημειώνει: «Να πάψει (…) το εκπαιδευτικό πρόβλημα να γίνεται ποδόσφαιρο ανάμεσα στα Κόμματα και τις κενοδοξίες ανίδεων ανθρώπων που τυχαίνει να διευθύνουν το Υπουργείο της Παιδείας. Ανίερο δηλαδή παιχνίδι με την πιο ιερή υπόθεση του Έθνους, που στη ράχη της δοκιμάζεται ένα αδιάκοπο ράβε ξήλωνε. Με τις ατελείωτες αλλαγές, (…) μορφωτικό έργο δε στερεώνεται ποτέ (…) Συνέπεια: το αίτημα σε όλα τα Κόμματα να δεχτούν κοινή εκπαιδευτική πολιτική απάνω και πέρα από τις αντιθέσεις των» (Δελμούζος, 1947β, 28-29).
δ) Το Φεβρουάριο του 1953 στην εφημ. Το Βήμα, ο Δελμούζος απαντά σε ερωτήματα που του τέθηκαν σχετικά με το εκπαιδευτικό μας πρόβλημα. Στις απαντήσεις του αναφέρει ότι «ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα θα είναι μακράς πνοής μόνον αν συμφωνήσουν τα σοβαρώτερα κοινοβουλευτικά κόμματα στη ρύθμισή του, μόνο δηλαδή με υπερκομματική εκπαιδευτική πολιτική». Τονίζει συγχρόνως τη μεγάλη σημασία συγκρότησης μιας μόνιμης επιτροπής από κορυφαίους εκπροσώπους των τάσεων της παιδείας (Δελμούζος, 1958β, 252-57).
ε) Τον Αύγουστο του 1953 στην ίδια εφημερίδα Το Βήμα και το Σεπτέμβριο του 1953 στο περιοδ. Παιδεία και Ζωή ισχυρίζεται πως «όσοι προσπαθούσαν να πείσουν τον πολιτικό κόσμο, και ιδιαίτερα τη σημερινή κυβέρνηση, για την ανάγκη ‘ενιαίας υπερκομματικής εκπαιδευτικής πολιτικής’ ένα σκοπό είχαν: να προφυλάξουν την ελληνική παιδεία από νέες περιπέτειες ολέθριες για τη μόρφωση των παιδιών μας. Δυστυχώς η φωνή τους δε βρήκε καμιά απήχηση, και η νέα περιπέτεια άρχισε» (Δελμούζος, 1958ε, 258).
Και ο Ε. Π. Παπανούτσος υποστήριξε παρόμοιες απόψεις. Συγκεκριμένα το 1956 σημείωνε στο περιοδικό Παιδεία και Ζωή: «Ανέκαθεν από τις στήλες αυτές τονίζομε την απόλυτη και άκρως επείγουσαν ανάγκη να χαραχτεί στα ζητήματα της παιδείας μια διακομματική πολιτική, καθαρά εθνική, γιατί έτσι μόνο και οικονομικά και πνευματικά θα ανορθωθεί ο τόπος» (Παπανούτσος, 1956, 223).
Πολύ αργότερα, περίπου μετά τριάντα χρόνια, ο Ε. Παπανούτσος στο βιβλίο, που αφιερώνει στη ζωή και το έργο του μεγάλου του δάσκαλου, σημειώνει: Ο Δελμούζος υποστήριζε ότι πρέπει να κρατήσουμε «το σχολείο μακριά από τους φανατισμούς των φατριών. Ο Δελμούζος, συνεπαρμένος από τον πατριωτισμό και την έμφυτη αισιοδοξία του, έγινε ο απόστολος αυτής της ιδέας». Και παρακάτω, ο Παπανούτσος, πολύ εύστοχα, τονίζει αναφερόμενος στον Αλ. Δελμούζο: «Δεν έζησε πολλά ακόμα χρόνια για να ιδεί τα ανηφορίσματα και τα κατρακυλίσματα της εκπαιδευτικής μας πολιτικής, που συνεχίστηκαν από τότε με τον ίδιο ρυθμό…» (Παπανούτσος, 1984, 124).

8. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ο Αλ. Δελμούζος δεν αναφέρεται τυχαία στη βιβλιογραφία, ως ένας από τους κορυφαίους Έλληνες παιδαγωγούς. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο μέσα από τις απόψεις και τις ιδέες του, τις παιδαγωγικές αλλά και τις εκπαιδευτικοπολιτικές, οι οποίες παραμένουν και σήμερα από πολύ έως πάρα πολύ επίκαιρες, και προσφέρουν λύσεις για να ξεπερασθεί το πανεπιστημιακό και το εκπαιδευτικό, γενικότερα, πρόβλημα στη χώρα μας.
Σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής, ο Αλ. Δελμούζος υποστήριξε με ένταση τη δημιουργία μιας μόνιμης «υπερκομματικής επιτροπής παιδείας», δείχνοντας ένα δρόμο που, ίσως, μπορεί να οδηγήσει την εκπαίδευσή μας στη σωστή κατεύθυνση, με σκοπό να φτιάξουμε ή να πλησιάζουμε συνεχώς στην υλοποίηση ενός καλύτερου σχολείου. Ενός «Σχολείου για όλους», που σ’ όλους τούς τομείς του θα επικρατεί η «εκπαιδευτική δημοκρατία» δηλαδή, αφενός, το σχολείο αυτό θα φροντίζει για τη δημοκρατική πολιτική κοινωνικοποίηση των μαθητών του, δημιουργώντας δημοκρατικούς μαθητές, τους οποίους θα παραδίδει αργότερα στην κοινωνία ως «δημοκρατικούς πολίτες», αφετέρου, θα επιδιώκει, ολοένα και περισσότερο, να δίνει με σωστές διδακτικές και παιδαγωγικές μεθόδους «τη μόρφωση που χρειάζεται ο καθένας» μαθητής του, επιτυγχάνοντας, τελικά, και το στόχο της παροχής ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση (Ελευθεράκης, 2006, 438).
Τέλος, για να λυθεί, ειδικότερα, το πρόβλημά του πανεπιστημίου και για να υπηρετηθεί καλύτερα ο στόχος του, που κατά τον Δελμούζο είναι να μορφώνει καλούς επιστήμονες-επαγγελματίες, θα πρέπει, αρχικά, να γίνεται σωστή επιλογή των φοιτητών του, κατόπιν, το διδακτικό προσωπικό να έχει την αξία, την ηθική δύναμη και το ψυχικό σθένος που χρειάζεται, για να κάνει αξιοκρατική επιλογή των καθηγητών του και να συντάσσει το σωστό πρόγραμμα σπουδών του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Βαρμάζης Ν. (1991) Η παρουσία του Αλ. Δελμούζου στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο: Αλέξανδρος Π. Δελμούζος. Παιδαγωγός και Μεταρρυθμιστής (Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη).

Γληνός Δημ. (1946) Στη μνήμη Δημήτρη Α. Γληνού-μελέτες για το έργο του και ανέκδοτα κείμενά του (Αθήνα, Τα Νέα Βιβλία).

Δελμούζος Αλ. (1944) Το πρόβλημα της Φιλοσοφικής Σχολής (Αθήνα, Μπάιρον).

Δελμούζος Αλ. (1947α) Το πανεπιστημιακό πρόβλημα, Παιδεία, 5, σσ. 283-289.

Δελμούζος Αλ. (1947β) Παιδεία και κόμμα (Αθήνα, Ν. Αλικιώτης και υιοί).

Δελμούζος Αλ. (1958α) Γράμμα σ’ ένα φίλο μου. Πώς έγινα δάσκαλος, στο: Μελέτες και Πάρεργα, τόμ. Β΄, (Αθήνα, συγγρ.).

Δελμούζος Αλ. (1958β) Ενιαία εκπαιδευτική πολιτική, στο: Μελέτες και Πάρεργα, τόμ. Β΄, (Αθήνα, συγγρ.).

Δελμούζος Αλ. (1958γ) Από το σχολείο εργασίας, στο: Μελέτες και Πάρεργα, τόμ. Α΄, (Αθήνα, συγγρ.).

Δελμούζος Αλ. (1958δ) Πειθαρχία και χρέος, στο: Μελέτες και Πάρεργα, τόμ. Β΄, (Αθήνα, συγγρ.).

Δελμούζος Αλ. (1958ε) Η νέα περιπέτεια της ελληνικής παιδείας, στο: Μελέτες και Πάρεργα, τόμ. Β΄, (Αθήνα, συγγρ.).

Δελμούζος Αλ. (1958στ) Εκπαιδευτική Πολιτική, στο: Μελέτες και Πάρεργα, τομ. Α΄ (Αθήνα, συγγρ.).

Δημαράς Θ. Κ. (1977) Η διακόσμηση της ελληνικής ιδεολογίας, στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από 1881 ως το 1913, τόμ. ΙΔ΄ (Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών).

Ελευθεράκης Θ. (2006) Εθνικό Σχολείο; Ιδεολογικές, κοινωνικοπολιτικές και φιλοσοφικές συγκρούσεις στο Μεσοπολέμο, (Αθήνα, Gutenberg).

Καλογιαννάκη-Χουρδάκη Π. (1993) Έλληνες μαθητές του Δημοτικού Σχολείου και Πολιτική Κοινωνικοποίηση (Αθήνα, Γρηγόρης).

Λέφας Χρ. (1942) Ιστορία της εκπαιδεύσεως (Αθήναι, Ο.Ε.Σ.Β.).

Μιράσγεζη Μ. (1982) Νεοελληνική λογοτεχνία, τόμ. Β΄ (Αθήνα, συγγρ.).

Μπουζάκης Σηφ. (1994) Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, τόμ. Α΄ (Αθήνα, Gutenberg).

Μπουζάκης Σηφ. (1994) Νεοελληνική Εκπαίδευση (1821-1985), (Αθήνα, Gutenberg).

Μπουζάκης Σηφ. (2006) Η Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση στην Ελλάδα (1836-2005), τόμ. Α΄ (1836-1925), (Αθήνα, Gutenberg).

Παπαγεωργίου Στ. (1988) Το ελληνικό κράτος (1821-1909), (Αθήνα, Παπαζήσης).

Παπανούτσος Π. Ε. (1956) Η διακομματική επιτροπή, Παιδεία και Ζωή, 53, σσ. 223-224.

Παπανούτσος Π. Ε. (1984) Α. Δελμούζος (Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης).

Σταυρίδη-Πατρικίου Ρ. (1989) Οι ενδοπανεπιστημιακές ισορροπίες και η ανατροπή τους, στο: Πανεπιστήμιο: Ιδεολογία και Παιδεία. Ιστορική διάσταση και προοπτικές, (Αθήνα, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου [21-25 Σεπτεμβρίου 1987], Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας-Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς).

Σταυρίδη-Πατρικίου Ρ. (1992) Η ένταξη σοσιαλιστών διανοουμένων στο κίνημα του βενιζελισμού, στο: Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, (Ηράκλειο, Επιμ.: Γ. Θ. Μαυρογορδάτος -Χρ. Χ. Χατζηιωσήφ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).

Τερζής Ν. (1986) Η Παιδαγωγική του Αλεξάνδρου Π. Δελμούζου. Συστηματική εξέταση του έργου και της δράσης του (Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη).

Τερζής Ν. (1988) Εκπαιδευτική Πολιτική και Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση: Πρόγραμμα και πραγματικότητα-Πράγματα και πρόσωπα (Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη).

Τερζής Ν. (1991) Ο Δελμούζος στη Φιλοσοφική Σχολή-Ο Δελμούζος και η Φιλοσοφική Σχολή, στο: Αλέξανδρος Π. Δελμούζος. Παιδαγωγός και Μεταρρυθμιστής (Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη).

Φραγκουδάκη Άν. (1992) Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φιλελεύθεροι διανοούμενοι (Αθήνα, Κέδρος).

Χαραλάμπους Δημ. (1987) Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος: η ίδρυση, η δράση του για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η διάσπασή του (Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη).

Χαρίτος Γ. Χ. (1989) Το Παρθεναγωγείο του Βόλου, τόμ. Α΄ & Β΄, (Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας-Γενική Γραμματεία Νέ ας Γενιάς).

Πηγή: http://www.eriande.elemedu.upatras.gr