Στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο οφείλουν να αντιληφθούν ότι αρκετοί πολιτικοί κύκλοι έχουν κλείσει
Ένα από τα χαρακτηριστικά των μεταβατικών περιόδων σε μια κοινωνία και το πολιτικό της σύστημα είναι ότι τα στελέχη και οι ηγέτες, εν ενεργεία και επίδοξοι, κομμάτων που έχουν χάσει μεγάλο μέρος μιας προηγούμενης επιρροής τους, πιστεύουν ότι μπορούν να «γυρίσουν το παιχνίδι» και να κάνουν τα κόμματά τους να αποκτήσουν ξανά την παλιά τους επιρροή.
Αυτό που δεν αντιλαμβάνονται είναι ότι τα κόμματα δεν είναι απλώς brand names που χρειάζονται ένα φρεσκάρισμα και ένα καλύτερο πλασάρισμα, ώστε να αποκτήσουν ξανά πελατεία.
Τα κόμματα είναι ιστορικές δυναμικές που διαμορφώνονται μέσα σε συγκεκριμένες συγκυρίες, προκύπτοντας ως ανάγκη μέσα από κοινωνικές διεργασίες, κατορθώνουν ή όχι να προσαρμοστούν στις αλλαγές των καιρών και κάποιες φορές βλέπουν τον ιστορικό τους κύκλο να κλείνει.
Αυτό δεν έχει να κάνει με το εάν «περνούν» το μήνυμα ή έχουν απεύθυνση «κρουστική» ή εάν έχουν «ηγεσία που εμπνέει». Κυρίως έχει να κάνει με το τι εκπροσωπούν και τι προτείνουν.
Και τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σύνθετα σε περιόδους που είναι στο μεταίχμιο ανάμεσα σε μια προηγούμενη συνθήκη και μια νέα το περίγραμμα της οποίας δεν είναι ακόμη σαφές.
Η χώρα μας βρίσκεται ακριβώς σε μια τέτοια φάση. Τα μνημόνια σήμαναν σε μεγάλο βαθμό το τέλος του μεταπολιτευτικού πολιτικού παραδείγματος και των σαφών διαχωριστικών γραμμών.
Η διεργασία είχε αρχίσει και νωρίτερα όταν ένας ισχυρός δικομματισμός είχε τον ευρωπαϊσμό ως κοινή αναφορά, όμως στα μνημόνια, που τα εφάρμοσαν διαδοχικά όλοι οι πόλοι σχεδόν του κομματικού συστήματος, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και τελικά ΣΥΡΙΖΑ, εμπεδώθηκε μια αίσθηση ότι σε κάποιες στιγμές υπάρχουν μόνο επιβαλλόμενοι μονόδρομοι.
Σε αυτό το φόντο, η Νέα Δημοκρατία αναδείχτηκε σε έναν πόλο που φαινομενικά ήταν πιο συμπαγής, κυρίως γιατί πατούσε σε ένα μειοψηφικό αλλά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που πίστευε ότι υλικά, κατά βάση, ευνοείται από τις πολιτικές της.
Αυτό κράτησε μέχρι τις ευρωεκλογές όπου φάνηκε ότι ακόμη και ο συμπαγής χαρακτήρας αυτής της συσπείρωσης είχε όρια, γιατί κατέγραφε στο εσωτερικό της έντονη δυσαρέσκεια και γιατί διαπερνάται από έντονες πολώσεις σε ζητήματα «ταυτοτήτων», καθώς η δεξιά στην Ελλάδα ουδέποτε ήταν κυρίως «φιλελεύθερη», ενώ είναι εμφανές ότι η ρητορική της ακροδεξιάς έχει απήχηση στο εσωτερικό του ακροατηρίου της (και ως ένα βαθμό και του κομματικού μηχανισμού).
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που είχε μια σχετικά ρευστή και σίγουρα όχι «ιστορική» κοινωνική βάση και βρέθηκε στην εξουσία κυρίως ως αποτέλεσμα της κρίσης και απαξίωσης των άλλων κομμάτων και της παρακμής του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, μπήκε μετά το 2019 σε μια διαρκή περιδίνηση και μια αδυναμία να λειτουργήσει ως αυτό που διατείνεται ότι είναι, δηλαδή η ηγετική προοδευτική δύναμη. Αποκορύφωμα τα καταστροφικά εκλογικά αποτελέσματα του 2023 και του 2024, η διάσπαση και μια αλλαγή ηγεσίας, την οποία τώρα όλοι αμφισβητούν.
Το ΠΑΣΟΚ παρά την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και παρά την διακηρυγμένη πρόθεση να την αξιοποιήσει για να ξαναγίνει «αξιωματική αντιπολίτευση» εξακολουθεί να μην μπορεί να αποκτήσει εκείνη τη δυναμική που θεωρεί ότι αναλογεί στην «ιστορικότητά» του και μπαίνει ξανά σε διαδικασία εκλογής ηγεσίας.
Την ίδια ώρα η κοινωνία παραμένει πλειοψηφικά δυσαρεστημένη, με σημαντικά τμήματά της οργισμένα και κατακερματισμένη, ταλαντευόμενη ανάμεσα στην ψήφο διαμαρτυρίας και την πολιτική απάθεια.
Καθόλου τυχαίο ότι ένα μέρος της στρέφεται και στην άκρα δεξιά.
Την ίδια στιγμή η Ευρώπη παρατηρεί αμήχανη την άνοδο της Ακροδεξιάς με τα «συστημικά κόμματα» να μην μπορούν να συνειδητοποιήσουν το πώς οι δικές τους επιλογές οδήγησαν τα πράγματα σε αυτή την κατάσταση.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε ένα πράγμα: στο κλείσιμο του ιστορικού κύκλου των σημερινών κομμάτων και των ιστορικών τους εκπροσωπήσεων.
Με διαφορετικούς ρυθμούς προφανώς και διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά δεν θα ήταν παράτολμο να πει κανείς ότι στο βάθος του δρόμου μιλάμε για την ανάδυση μιας νέας συνθήκης όπου δεν θα έχουμε τα σημερινά κόμματα, ούτε στη σημερινή τους μορφή, ούτε στη σημερινή τους γεωμετρία.
Αυτή, όμως, δεν είναι μια διαδικασία που οι εμπλεκόμενοι απλώς θα την παρακολουθήσουν. Από τις επιλογές τους θα καθοριστεί και η μορφή που θα πάρουν τα πράγματα. Το πόσο τρομακτική και τι διάρκεια θα έχει «η εποχή των τεράτων».
Και υπάρχει ένα στοιχείο που θα είναι το καθοριστικό. Το εάν θα υπάρξει ένας ισχυρός δημοκρατικός χώρος που θα μπορεί να εκπροσωπήσει τη μεσαία τάξη και τα λαϊκά στρώματα, θα διαμορφώσει συνθήκες αλληλεγγύης και όχι «κοινωνικού κανιβαλισμού» και θα μπορέσει να απαντήσει στις εντεινόμενες ανισότητες και τις μεγάλες προκλήσεις, όπως είναι η κλιματική αλλαγή.
Δεν το λέω αυτό για λόγους ιδεολογικής προτίμησης.
Κυρίως το λέω γιατί ιστορικά έχει αποδειχθεί πως εάν υπάρχει ένα τέτοιος ισχυρός πόλος, με πρόγραμμα και στρατηγική, αυτό ασκεί συνολικά επιρροή στο πολιτικό σύστημα.
Αναγκάζει και την κεντροδεξιά να μην είναι «ακραίο κέντρο», περιθωριοποιεί την ακροδεξιά και επιτρέπει στην κοινωνική διαμαρτυρία να γίνεται δύναμη αλλαγής και όχι εφαλτήριο σκοτεινών ιδεολογιών.
Και βεβαίως ο δημοκρατικός χώρος είναι αυτός που υπενθυμίζει στις «δυνάμεις της αγοράς» ότι υπάρχει και κοινωνία με δικαιώματα και κράτος που τα εγγυάται.
Η σημερινή κρίση και αποδιάρθρωση του δημοκρατικού χώρου αποτελεί συνολική και επικίνδυνη οπισθοχώρηση για τη χώρα.
Και είναι κατεξοχήν αυτή που όντως θα μπορούσε να κάνει και στη χώρα μας τη Γαλλία να φαντάζει «εικόνα από το μέλλον».
Προφανώς η ανασυγκρότησή του δεν είναι εύκολη υπόθεση, ιδίως γιατί στους χώρους όπου υποχωρεί η στρατηγική και η ιδεολογία συνήθως περισσεύει η επικοινωνία και η υπέρμετρη προσωπική φιλοδοξία.
Αλλά και γιατί απαιτεί παράλληλα μια εκ νέου διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας στο τι σημαίνει να στρατεύεται πίσω από οράματα μακρόπνοα και ρεαλιστικά ταυτόχρονα.
Όμως, ολοένα και περισσότερο αποκτά χαρακτηριστικά ιστορικής ανάγκης και όχι πολιτικής προτεραιότητας.
Και αυτό φέρνει προς των ευθυνών τους ιδίως όσους γνωρίζουν τι σημαίνει αναμέτρηση με την ιστορία.
Πηγή: https://www.in.gr/2024/07/04/editorial/kleinoun-polloi-kykloi/