Δόγμα
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Τα παρακάτω λόγια αποτελούν κάποιες σελίδες του προσωπικού μου ημερολογίου, σκέψεις και λόγια που κατεγράφησαν στα 1997 και έπειτα, όταν ξεκινήσαμε να επισκεπτόμαστε το Άγιον Όρος.
Οι βασικές θέσεις του Γέροντα Ιωσήφ διανθίζονται με ένα λογοτεχνικό – τουλάχιστον προσπάθησα – ύφος της εποχής εκείνης. Έτσι το έγραψα τότε, έτσι το παραθέτω και σήμερα:
«Πεθαίνουμε έναν άχρηστο θάνατο, όπως ζούμε μιαν άχρηστη ζωή». Φαίνεται παράτολμο να το αποδεχθείς, να ενστερνιστείς τούτη την άποψη και να συμπεριληφθείς στο στίφος των ελλόγων – αλόγων όντων. Φαίνεται και είναι παράτολμο, απέχει όσο η αλήθεια από την ανθρώπινη διαβεβαίωση περί της αλήθειας, απέχει όσο ο συμπότης από τον συμποσίαρχο στα πάλαι ποτέ νωχελικά συμπόσια της αρχαιότητος.
Και είναι παράτολμο να το αποδεχθείς γιατί εσωκλείει και μέρος αλήθειας, πάντοτε βέβαια, αναφορικά με τη θέση που κατέχεις – αν κατέχεις, διότι συνηθίζεται η κινητικότητα και αγωγιμότητα σήμερα των ανθρώπινων συναισθημάτων και κυρίως των απόψεων – μέσα στο επίγειο στερέωμα.
Και συνεχίζει: «Αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι το σχήμα της ιστορίας μας. Και σίγουρα θα ήταν καλύτερα να το παραδεχθούμε. Οι αιώνες της Συστηματοποιήσεώς μας οδήγησαν στην κενή ύπαρξη και στην απελπισία της ανυπαρξίας». Όσο απέχει ο απόσιτος από τον άνθρωπο νηστευτή, όσο διαφέρει ο περίννοος πιστός από τον αυτοθέλητα αποσυνάγωγο, όσο διαφέρουν τα θεσπέσια λαμπροκήρυκτα λόγια από την κτιστή πραγματικότητα, όσο απέχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, όσο απέχει ο πιστός από την Παντοκράτορα Θεό. «Θεέ μου! Τι μαρτύριο θα ήταν η ζωή, αν δεν υπήρχε ο θάνατος». Και εδώ το παράτολμο θα ήταν να μη συμπράξω και να μην αποδεχτώ τα ανωτέρω, παράτολμο να φοβηθώ εγώ μπροστά στον εαυτό μου!
Η πνευματικότητά σου, και εισέτι, η άρνηση της γενικά πανθομολογουμένης ως άνω σκέψης εδράζεται στην προσευχητική προσέγγιση που εκφράζεις ως κτιστό πρόσωπο και στη θεία αναγωγή σου, που για να συμπεριληφθεί σε ανθρώπινα ουτιδανά αντιληπτικά κριτήρια έχει μοναδικό εμβατήρα την καρδιακή σου λαμπρότητα, αφού προηγούμενα εμβαπτισθεί στον αγιαστικό θώκο της Παναγίας Τριάδος επί της γης, στον αδάμαντο νου του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, η διάρκεια της προσευχής σου φανερώνει την πνευματική σου αρωγή και κατάσταση, και τότε, καθείς, φαντάζομαι, εύκολα δύναται να προσέλθει και να μεταποιήσει την αρχική διαπίστωση των σκέψεων τούτων, και αν προσεύχεσαι διαρκώς, να αποποιηθείς τοιαύτης αδιαντροπιάς το ανάγνωσμα, αν πάλι αναρωτιέσαι και συγκάμπτεις για προσευχητικό χρόνο, τότε, μην άγχεσαι, καλά αναγιγνώσκεις το παρόν, δι΄ημάς ανέλαβα την παρούσα συγγραφή.
Είναι το οξύμωρο της εποχής γνώρισμα. Όλοι να ομιλούμε περί Θεού τόσο πολύ που λησμονούμε και δεν έχουμε πλέον χρόνο για προσευχή και αρκούμαστε σε ασυναίσθητες και αψυχολόγητες εκφράσεις και λέξεις. Όμως, «η διάπυρη ενέργεια του θείου έρωτα δίνεται στον αγωνιστή κατά το μέτρο του προσευχητικού καρδιακού του αγώνα». Υπό αυτή την έννοια, στέκω και πορεύομαι ως άγευστος και ανέραστος της θείας εμπειρίας, διότι όπου προσευχή, εκεί ποιότητα και αρχοντική μεγαλοπρέπεια, όπου απέχει η προσευχή, δεν είναι παράτολμο να αποδεχτώ ότι «πεθαίνουμε έναν άχρηστο θάνατο, όπως ζούμε μιαν άχρηστη ζωή». Η προσευχή εναρμονίζει τον πιστό στο παγκόσμιο «γίγνεσθαι» από του νυν και εσαεί γιατί προγεύεται θείες εμπειρίες αδιάσειστες στο χρόνο και μεταμορφώνει την υπόστασή του σε ένα εναργές και συνεχές ιλαρό δοχείο και ανάπαυμα της θείας δωρεάς και χάρης. «Και χαιρόμουν γιατί χωρίς να μπορώ ακόμη καθαρά να στοχαστώ, ψυχανεμιζόμουν πως θα ζω και εγώ, θα στοχάζομαι και θα βλέπω κι΄ ακόμα αφού πεθάνω, φτάνει να υπάρχουν ακόμα καρδιές να με θυμούνται». Εδώ ταιριάζει αυτό που υποστηρίζει η ορθόδοξη ησυχαστική γνωσιολογία, σύμφωνα με την οποία, ο άνθρωπος κατά τη διαδικασία της γνώσης δεν κλείνεται μεμονωμένα στο τρίπτυχο «Θεός-κόσμος-εαυτός», αλλά αντίθετα, δια της προσευχητικής αγάπης ανάγεται και ανοίγεται μέσω της ουσιαστικής προσωπικής ένωσης σε κάθε είδους οντολογικής κοινωνίας και σχέσης με τον χριστιανικό και λοιπό περιβάλλοντα κόσμο.
Η ποιότητα του πνευματικού σου αγώνα εκφράζεται με τη διάρκεια της προσευχής σου, με τη διάθεσή σου να ξεχάσεις τον εαυτό σου στην προσευχητική ενατένιση. Και αν ξεχασθείς περισσότερο, στο έγραψα, μην άγχεσαι, άνθρωπο είδες, Θεό συνάντησες. Άλλωστε, τι περισσότερο εννοούσε ο μεγάλος Λεβινάς όταν έγραφε: «Το «εσύ» υπερτερεί του «εγώ». Και εδώ έγκειται όλο το νόημα του Νόμου».
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας
Πηγή: https://www.dogma.gr