Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ: Ο,ΤΙ ΑΠΟ ΜΕΝΑ ΤΩΡΑ ΕΧΕΙ ΜΕΙΝΕΙ!

Γράφει η Ελένη Γκίκα //


[“Στον Άδη πάνε οι φίλοι. Κι άλλοι φίλοι.
Μονάχοι, ανυπεράσπιστοι, βουβοί.
Με τη φωνή κλεισμένη σε κοχύλι
την ύστατη να βρούνε αμοιβή.
Εκεί που βρίσκουν όλα θεραπεία.
Στο πέραν. Στο ποτέ. Στην ουτοπία”.]


«Πικρά νησιά κοχύλια της ψυχής/ αισθήματα που ζουν μες στη φορμόλη / μια πιστολιά στην άκρη της ζωής/ γράμμα στερνό Εν Ερμουπόλει…»
αν πιστολιά στην άκρη της ζωής «ακούστηκε» στο διαδίκτυο Κυριακή πρωί ο θάνατός του. Για να φανεί αμέσως η απολύτως προσωπική σχέση μας μαζί του.
Σαν μάντρα, προσευχή, το πρώτο που ανέτειλε δύοντας εκείνος ήταν οι στίχοι του: άλλοι για τον καθένα. Ορόσημο εντούτοις, το τέλειο αποτέλεσμα μιας εξίσωσης καθαρά υπαρξιακής. Τα θεϊκά φτερά του ανθρώπου, κι ας σέρνεται στη λάσπη.

Ο Μάνος Ελευθερίου, ποιητής και διανοούμενος, δημιουργός, παλιάς κοπής, συγγραφέας του ανθρώπινου λάθους και της παρακμής, εραστής του θεάτρου έως τελευταίας στιγμής, αριστοκρατικός, πριγκιπικός και προσηνής, αστείος και παρηγορητικός, τολμηρός και ανοιχτόκαρδος, γενναιόδωρος και νεανικός, γελαστός και ειρωνικός, ο ιδανικός οδοιπόρος του Νέου Ψυχικού, κουράστηκε την ίδια και την ίδια παρακμή και άφησε την καρδιά του να τον προδώσει στον ύπνο του, ξημερώνοντας Κυριακή.
Στο μεταξύ, είχε φροντίσει για όλα, απ’ όλα είχε ξεφορτώσει και ξεμπερδέψει: οι βιβλιοθήκες του ήταν ήδη στη Σύρο, το νησί του, μαζί και το αρχείο του με τα άπειρα ντοκουμέντα για το θέατρο και την Ελένη Παπαδάκη, οι συλλογές του με μελανοδοχεία και γραφομηχανές έχουν ήδη βρει τη θέση τους στα σχολεία του νησιού, οι πίνακές του και οι υπέροχοι εκείνοι της αδελφής του βρίσκονται από καιρό στα σπίτια των φίλων, ακόμα και τα μικροαντικείμενα, σουβέρ, μολύβια, μολυβάκια, αντιστρές κινέζικα μπαλάκια, φλιτζάνες, φλιτζανάκια είναι τα χέρια μας να-με-θυμάσαι, λες κι είναι δυνατόν να ξεχαστεί εκείνος που τραγούδησε έτσι τόσο βαθιά και αναστάσιμα για τη δική μας τη ζωή. Στο μεταξύ είχε προφτάσει κι είχε παραδώσει κι «Ανέκδοτα» και «Ομοιοκατάληκτα», κι όρεξη να έχουμε να γράφουμε αιώνια στους στίχους μας, αν το βαστά η καρδιά μας, μουσική…

Για την ώρα:

«Σαν φύλλο τριαντάφυλλου σέρνει το θάνατό του –
πένθη και λάθη και χαμένες συναντήσεις.
Ο ίδιος φταίει για όλα –ξέρει πια τον εαυτό του–
δεν ξεχωρίζει την ψυχή απ’ τις αισθήσεις.

Τον έπνιξαν, τον βρώμισαν των άλλων τα σκουπίδια.
Δεν υπολόγισε, δεν είδε τις αιρέσεις·
πως λέει κάποιος: «Με τα ψεύδη και με τα στολίδια
ακόμη και να γκρεμιστείς, αρκεί ν’ αρέσεις».

Δεν άκουσε τι του ’λεγε μήτε η διαίσθησή του
και βγήκε παίζοντας μονάχος δύο ρόλους.
Με ανύποπτη την ερημιά σε τέτοιες παρορμήσεις
επόμενο ήταν να στραφεί στους μονολόγους.

(«Παράπονα γέρου ερημικού ποιητή στα 1988»)


Μικρή αποτίμηση μιας ζωής τεράστιας

Γεννήθηκε στη Σύρο στις 12 Μαρτίου το 1938 και με τον τρόπο του απ’ το νησί του δεν έφυγε ποτέ. Στον ύπνο του πάντα έβλεπε σκηνές από την παιδική του ηλικία, στο έργο του κουβαλούσε την χαμένη αίγλη και τις πληγές από την παρακμή. Ως παιδάκι διάβαζε ό,τι έπεφτε στα χέρια του. Ο πατέρας του ήταν ναυτικός κι όταν ξέσπασε ο πόλεμος αποκλείστηκε στο εξωτερικό. Τον γνώρισε μετά την απελευθέρωση, όταν ήταν επτά χρονών.
Πρωτάρχισε να βλέπει θέατρο στην ηλικία των 12 ετών: επιθεωρήσεις, μπουλούκια, σπουδαίους θεατρίνους και τα ‘σωσε όλα αυτά στον «Καιρό των Χρυσανθέμων» που του χάρισε και το Α’ Κρατικό βραβείο Μυθιστορήματος.
Στα 14 ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα και πρωτοέμειναν στο Χαλάνδρι. Το 1969 μετακόμισε και έζησε ως σήμερα στο Νέο Ψυχικό.
Παρακολούθησε μαθήματα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου μετά από παρότρυνση του Άγγελου Τερζάκη. Συνειδητοποίησε από νωρίς ότι ήταν ένας προοδευτικός άνθρωπος που δεν χωρούσε στα κόμματα «ήξερα ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ένα κουτάκι ξεχωριστό», ωστόσο έζησε από κοντά τα πολιτικά γεγονότα της εποχής. Κηδείες, διαδηλώσεις, την εποχή της αντιπαροχής.
Συγγραφέας κατάλαβε ότι θα γίνει όταν ήταν στο στρατό. Η παρέα του με τον Αλέξη Δαμιανό τον ώθησε να βγάλει το 1962 «με 1500 δραχμές» που το έστειλε ο πατέρας του τον «Συνοικισμό». Τεράστια αποτυχία, θυμόταν πάντα με συγκίνηση ότι έδωσε πέντε αντίτυπα στον Στρατή Φιλιππότη.
Όσο βρισκόταν στα Γιάννενα. Ο φίλος του Βαγγέλης Καπετανάκης του ζήτησε να γράψει τραγούδια για τον Κώστα Καπνίσει. Ανάμεσά τους «Το τρένο φεύγει στις 8:00» που θα γίνει κατόπιν επιτυχία με τον Θεοδωράκη. Ε και κάπου εκεί ξεκίνησαν όλα. Και μπήκε και το μικρόβιο πια του τραγουδιού:

«Σαν το σπίρτο που ‘χει πέσει στο ξερό χορτάρι
είναι εκείνα τα τραγούδια που μας έχουν πάρει//
Είν’ αρρώστια τα τραγούδια τι θαρρείς
βρες αγάπες άλλες φως μου να χαρείς
τα τραγούδια που έχουν αίμα και καρδιά
είν’ αρρώστια που δεν γίνεται καλά».

Μίκης Θεοδωράκης, Σταύρος Ξαρχάκος, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Γιάννης Σπανός, Θάνος Μικρούτσικος, Νικολόπουλος, Μαχαιρίτσας, επάνω στα δικά του ποιήματα έγραψαν μουσική και ο Μητροπάνος, η Μοσχολιού, ο Νταλάρας, ο Μπιθικώτσης, ο Καλογιάννης, η Μαρία Δημητριάδου τα τραγούδησαν. Μαζί τους δέσαμε κάθε κρυφή και φανερή πτυχή ζωής.
Πρώτο μεγάλο σουξέ ήταν το «Ο Χάρος βγήκε παγανιά» το 1971 με τον Μητροπάνο.
Τραγούδησε «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα». Έγραψε «Τα τραγούδια του αγώνα», τον «Άγιο Φεβρουάριο», τραγούδια αμέτρητα που κι αυτός ο ίδιος έφτασε να τ’ αγνοεί, συνέχιζε να γράφει ένα ήδη τελειωμένο τραγούδια μια ζωή «Του κάτω κόσμο τα πουλιά και τα παγόνια», έκανε στίχο εκείνο που έμελε ο καθένας μας να ζει «Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά», συνέχιζε να γράφει επιμένοντας «Το μέλλον θα ‘ρθει», έκανε τραγούδι και ποίηση ακριβή την ιστορία του τόπου, εκδόθηκαν και ευτυχώς τα έχουμε «Τα λόγια και τα χρόνια» [1963-2013, Τα τραγούδια], αν θέλουμε μπορούμε δικά του να τραγουδούμε, πάνω από 200 ανέκδοτα, για μια ζωή.
Και εν τω μεταξύ έγραψε. Διηγήματα που θα τα χαρακτήριζε κάποιος καφκικά. Η επιτυχία στο τραγούδι του άνοιξε πόρτες αλλά του έκλεισε άλλες. Παντού, όμως, τα κατάφερε μέχρι την τελευταία στιγμή.

«Η μοίρα κι ο καιρός το `χαν ορίσει
στον κόσμο αυτό να ρίξω πετονιά
κι η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει
Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει
αυτός που δεν εγνώρισε γενιά
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει»

Τίτλοι πολλοί, βραβεία και αγάπη. Αγάπη πολλή.

«Μαθήματα μουσικής. Τα ξόρκια», «Το άγγιγμα του χρόνου», «Το νεκρό καφενείο», «Ένα καράβι μια φορά», «Του Γενάρη το φεγγάρι», «Η γάτα που ήθελε να γίνει πουλί», «Ο ίσκιος της Αθήνας», «Είναι αρρώστια τα τραγούδια», «Η πόρτα της Πηνελόπης», «Ο καιρός των χρυσανθέμων», «Ένα καράβι, καραβάκι…», «Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές», «Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ», «Παραμονή Χριστουγγένων», «Βλέμματα από την Ελλάδα», «Άνθρωπος στο πηγάδι», «Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου», «Ο νοητός λύκος», «Ο γέρος χορευτής», «Πριν από το ηλιοβασίλεμα», «Τα λόγια και τα χρόνια», «Μαύρα μάτια», «Φαρμακείον εκστρατείας», «Ο πατέρας του Άμλετ», «Τα ομοιοκατάληκτα»…
Ποίηση, μυθιστόρημα, διηγήματα, μελέτες, θέατρο, παραμύθια, τραγούδια, συνέχεια, γύρω στις 10 ώρες καθημερινής εργασίας μέχρι την τελευταία στιγμή.

«Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι
ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά
ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη
και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά
μαλαματένια λόγια στο χορτάρι
ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά…»

«Εμένα ο θάνατος δεν με ενδιαφέρει, εκεί ο πέλεκυς είναι μια και καλή, μια κι έξω, σε κόβει και τελειώνεις. Εκείνο που πρέπει να φοβάται κανείς είναι ο πόνος, τα μαρτύρια, τα βασανιστήρια», συνήθιζε να λέει και ο Μάνος Ελευθερίου ήταν καρδιοπαθής.

«Το σεργιάνι μας στον κόσμο
ήταν δέκα μέτρα γης
όσο πιάνει ένα σπίτι
και ο τοίχος μιας αυλής»

«Όταν πεθάνω θα υπάρχουν τα τραγούδια μου, να τα ακούει ο κόσμος. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου εάν θα αναφέρουν το όνομά μου ή όχι. Το σημαντικό, είναι ότι όταν αρέσει σε κάποιον ένα τραγούδι και το τραγουδάει, του δίνει χαρά. Αυτό είναι ο καλύτερος έπαινος για μένα…»

«Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει
σε μια φωτογραφία της στιγμής
είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη
σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής

Όλα μου λεν πως έχεις κιόλας φύγει
κι ας λάμπει η ξενοιασιά της εκδρομής.
Εσύ όπου να πας, σ’ όποιο ταξίδι,
σε λάθος στάση θα κατεβείς.

Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα
σε βρήκα που `ρθες για να μη βραχείς,
ίδια η βροχή τα μάτια σου τα γκρίζα
μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις.

Μονάχα εγώ ρωτώ χωρίς ελπίδα
πού μένεις, πού κοιμάσαι και πώς ζεις,
κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα
δεν έχεις κάτι για να μου πεις.»

Και ο καλότατος, ο υπέροχός μας κύριος Μάνος, να το ξέρετε, σήμερα που μας ακούει να τραγουδάμε ο καθένας μας το δικό του, πολύ θα έχει χαρεί.

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο.

Πηγή: https://www.fractalart.gr/manos-eleytheriou/