Τρίτη 23 Ιουλίου 2024

ΞΕΡΟΥΝ ΟΙ ΝΕΑΡΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΙ ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟ 1974; (ΤΗΣ ΜΑΡΙΖΑΣ ΝΤΕΚΑΣΤΡΟ)


της Μαρίζας Ντεκάστρο

Γη της λεμονιάς, της ελιάς
Γη της αγκαλιάς, της χαράς
Γη του πεύκου, του κυπαρισσιού
Των παλικαριών και της αγάπης
Χρυσοπράσινο φύλλο
ριγμένο στο πέλαγος…

[Στίχοι Λεωνίδας Μαλένης-μουσική Μίκης Θεοδωράκης, ερμηνεία Γρηγόρης Μπιθικώτσης (*)]

Αμφιβάλω εάν οι νεαροί αναγνώστες έχουν ακούσει το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη και είμαι βέβαιη πως έμαθαν στεγνά τα γεγονότα στο σχολείο. Όμως εδώ είναι η λογοτεχνία για να τους διαφωτίσει με μυθιστορήματα και σύντομες ιστορίες που πραγματεύονται το τραύμα του ‘διπλανού’ νησιού και τα γεγονότα που ανακαλούν στους μεγαλύτερους σε ηλικία τα ιστορικά τραύματα του ελληνισμού.
Οι αλλαγές στον χάρτη της Κύπρου μετά την τουρκική εισβολή σημαίνουν αγνοούμενους, σκοτωμένους, φιλίες που διαλύθηκαν, συναισθηματικό κενό, απώλειες. Για αυτά θα διαβάσουν!
Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι εκδόθηκαν νεανικά βιβλία για την Κύπρο φέτος που συμπληρώνονται 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή. Η επέτειος ήταν το έναυσμα.

****

Οι Κύπριες συγγραφείς

«Εκατοντάδες προσφυγόπουλα, έφηβοι μαθητές και μαθήτριες του γυμνασίου αλλά και μικρά παιδιά του δημοτικού, φιλοξενήθηκαν από το 1974 μέχρι το 1976 εκτός Κύπρου, σχεδόν όλα στην Ελλάδα σε εστίες , ιδρύματα, οικοτροφεία, πρώην παιδουπόλεις, σχολεία… αλλά και σε εκατοντάδες ανάδοχες οικογένειες…» [ΚΥΠΡΟΣ 1974, τ. 1, Γεγονότα- Μαρτυρίες, Η Καθημερινή της Κυριακής, 23/6/2024].
Την ιστορία εκείνων των εκατοντάδων ασυνόδευτων παιδιών εξιστορεί η συγγραφέας Άννα Κουππάνου [1979] στο θαυμάσιο μυθιστόρημά της Όταν μας άφησε η θάλασσα και μας γνωρίζει μια πτυχή της τραγωδίας που πρόσφατα άρχισε να απασχολεί την ιστοριογραφία. Το μυθιστόρημα είναι προϊόν μυθοπλασίας. Αφηγείται την ιστορία της Κατερίνας Χρυσοστόμου από την Κερύνεια που μαζί με τον δίδυμο αδελφό της Μιχάλη μπήκαν στο πλοίο για την Ελλάδα και κατέληξαν στην Ηλεία, όπως και τα περισσότερα από τα προσφυγόπουλα.
Πριν το φευγιό, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με το καράβι και με την άφιξη στην Ελλάδα, και σε αντίστιξη με τα βαριά συναισθήματα και τη νέα τους ταυτότητα -προσφυγόπουλα -που ως μυθιστορηματικοί χαρακτήρες καλούνται να διαχειριστούν, η συγγραφέας παρεισφρέει τεχνηέντως στο μυθιστόρημα χαρούμενες οικογενειακές σκηνές από τη ζωή που τα παιδιά αφήνουν πίσω. Απευθύνεται στους αναγνώστες λέγοντάς τους ότι οι ήρωές της είναι τόσο πραγματικοί και κοντινοί μας όσο τα παιδιά που συναναστρέφονται. Εκείνα όμως τα παιδιά έζησαν μια δραματική ανατροπή και έχασαν την οικογενειακή θαλπωρή και προστασία.
Τα τραύματα που προκαλεί η Ιστορία εξαιτίας πολέμων και εκτοπισμών επιζούν στους απογόνους- η συγγραφέας είναι παιδί προσφύγων. Το ίδιο συμβαίνει με πολλά ακόμα τραύματα τα οποία επίσης βασίζονται μυθοπλαστικά σε εμπειρίες, μνήμες, αναμνήσεις και μαρτυρίες. Σε βιαστική ανάγνωση φαίνεται πως αυτά τα τραύματα μοιάζουν μεταξύ τους. Τα 50 χρόνια που πέρασαν είναι βέβαια δευτερόλεπτα για την Ιστορία, όμως όσα βιώθηκαν δεν παύουν να είναι μοναδικά και αληθινά και να αποκτούν υπόσταση. Οι παθόντες ζουν ακόμα ανάμεσά μας, υπέστησαν απώλειες, ταξίδεψαν προς ένα άγνωστο μέρος, βίωσαν την μοναξιά, την αγωνία, την ελπίδα.
Το Όταν μας άφησε η θάλασσα είναι ένα μυθιστόρημα συναισθηματικά φορτισμένο. Θα μπορούσε να εντελώς μελό, αλλά δεν είναι, παρότι το τραβάει το θέμα του. Διατηρεί ωστόσο μια εξαιρετική ισορροπία χάρη στη συγγραφή που πατάει γερά πάνω σε βιωμένες, έστω κι από άλλους, πραγματικότητες!

*****

Η Σάντη Αντωνίου αναρωτιέται: Πόσα μέτρα είναι ο κόσμος μας; Την απάντηση έδωσε ο ζωγράφος Διαμαντής Διαμαντής [1900-1994] με τον πίνακα Ο κόσμος της Κύπρου, μια Κιβωτό μνήμης, όπως εύστοχα και στοχαστικά γράφει στο επιλογικό κείμενο η επιμελήτρια της Κυπριακής Συλλογής της Λεβεντείου Πινακοθήκης, Δρ Ελένη Σ. Νικήτα: «… Το έργο αυτό που ο Διαμαντής πρόλαβε και δημιούργησε μετατράπηκε τώρα σε κιβωτό, σε μνημείο ενός κόσμου που αλλοιώνεται και χάνεται…» Ο Διαμαντής δούλευε τον πίνακα πέντε χρόνια [1967-1972] και σε 17,5Χ 1,75 μέτρα έκλεισε τον κόσμο του νησιού, τους ανθρώπους και τα τοπία που άλλαξαν ανεπιστρεπτί με την τουρκική εισβολή και την Πράσινη Γραμμή που το διαίρεσε.
Όσοι γνωρίζουν την Κύπρο ίσως αναγνωρίσουν σχέδια τοπίων στον μακρύ πίνακα και τα γνωστά του και τα πολυάριθμα φανταστικά πρόσωπα που σχεδίασε στις περιηγήσεις του ζωγράφου των ετών 1939-1959, ίσως θυμηθούν το πριν.
Το βιβλίο, στις εικαστικές λεπτομέρειες που απομονώνονται στις σελίδες, ξετυλίγει την απλή παιδική ιστορία ενός κοριτσιού που έχασε τον φίλο του και ψάχνει να τον βρει ρωτώντας δεξιά κι αριστερά. Μαζί με το κορίτσι που αναζητά, ο αναγνώστης ακολουθεί μια διαδρομή, εντός και εκτός πίνακα, μπαίνει σε καφενεία, συναντά αγωγιάτες, μουζικάντηδες, συνομιλεί με ποιητές και παραμυθάδες, συναντά την ζωντάνια και τα πάθη της καθημερινότητας πριν το δράμα που κατακάθισε στον τόπο.
Το παραμύθι- νήμα και ο πίνακας- παλιά πραγματικότητα τέμνονται με λόγια, σκηνές και αφηγήσεις, συγκροτώντας μια θαυμάσια έκδοση όπως μας έχει συνηθίσει το Καλειδοσκόπιο χάρη στην Εριφύλη Αράπογλου που την επιμελήθηκε!

*****

Το σπίτι μου, όπως το γράφει η Δέσποινα Ηρακλέους διαβάζοντας μια σχολική έκθεση με αυτό το κοινότυπο θέμα.
Το σπίτι είναι ένα τροχόσπιτο. Το διακρίνουμε αποσπασματικά στις εικόνες και…«Πολύ μεγάλη φαντασία, μικρή μου. Εγώ όμως σας ζήτησα να περιγράψετε το πραγματικό σας σπίτι. Αυτό όμως δεν είναι σπίτι» λέει η δασκάλα.
Σπίτι δεν είναι οι τοίχοι, είναι εκεί που νιώθεις καλά, όπως σ’ αυτό το σπίτι που κινείται πηγαίνοντας από δω κι από κει την οικογένεια της ηρωίδας που κατοικεί στο τουρκοκρατούμενο Ριζοκάρπασο.
Μ αφορμή την έκθεση και τις ζωγραφιές, η μικρή κουβεντιάζει μ’ ένα αγόρι για τα σπίτια τους, και αναρωτιέται βλέποντας τη ζωγραφιά του:
  • Κι αυτή η μεγάλη Πράσινη γραμμή τι είναι;
  • Το σπίτι μου είναι στην Πράσινη γραμμή. Δεν πρέπει να ρίξω τη μπάλα έξω από τον φράχτη. Αν περάσει την Πράσινη γραμμή, δεν μπορώ να τρέξω και να την πάρω.
  • Δεν είδα ποτέ Πράσινη γραμμή όταν κυκλοφορούμε με το σπίτι μας.
  • Ούτε εγώ τη βρήκα πουθενά. Η μαμά όμως μου εξήγησε ότι υπάρχει.
Με το ελάχιστο η Δέσποινα Ηρακλέους σκιαγραφεί τι ζουν οι Κύπριοι. Το κείμενο είναι ένα εξαιρετικό δείγμα συμπυκνωμένης γραφής σε βιβλίο για παιδιά μακριά από τις συνηθισμένες επεξηγηματικές φλυαρίες, ειδικά περί του Κυπριακού που είναι τεράστιο πολιτικό [+εθνικό] ζήτημα!

Οι ζωγραφιές της Φωτεινής Στεφανίδη

Ακόμα και όταν βλέπουμε στα παιδικά βιβλία εικονογραφήσεις [- ξεπέτες], οι δημιουργοί τους λένε ότι εικονογράφησαν ‘νιώθοντας το κείμενο’…! ‘Νιώθω το κείμενο’ θα πει δεν δουλεύω τυφλοσουρτικά [Μα, είναι το στυλ μου!].
Η Φωτεινή Στεφανίδη δουλεύει αλλιώς: ψάχνει την καρδιά του, αισθάνεται, εμπλέκεται διανοητικά, δένεται με τους χαρακτήρες που της εμπιστεύτηκαν και εξωτερικεύει στις εικόνες τα συναισθήματα των χαρακτήρων και τα δικά της που γεννήθηκαν από την ανάγνωση.
Στις σελίδες παρατήρησα παιδικά σκαριφήματα, ρεαλισμό, συννεφάκια με σκέψεις εικονογραφημένες, τον χάρτη του νησιού όπως θα τον ζωγράφιζαν οι λαϊκοί ζωγράφοι, εκφράσεις στα πρόσωπα. Εικόνες που μιλούν στον αναγνώστη, ξέρει δεν ξέρει τα γεγονότα, και άλλες πολύ οικείες στις οποίες αναγνωρίζει στιγμές της ζωής του.

Η εικονογράφηση είναι τέχνη από μόνη της**

*****

Η Άντρη Αντωνίου Στον δρόμο για το σπίτι επιλέγει το σπίτι, την ασφαλή εστία, ως θεμέλιο και καταφύγιο συναισθημάτων, αναμνήσεων και ονείρων. Για τη συγγραφέα, το ακατανόητο συμβάν, η προσωρινότητα που κρατάει ήδη 50 χρόνια, η απότομη διακοπή της παιδικής ηλικίας της, οι αγωνίες και οι σκέψεις της ωριμότητας συγκρότησαν σύντομες και πονετικές ‘καταγραφές’ για όσα άφησε/αν πίσω.
Τις σκέψεις συμπυκνώνει η προτελευταία καταγραφή, Η αλήθκεια μου, σε κυπριακή διάλεκτο. Είναι ο διάλογος μεταξύ της πεθαμένης γιαγιάς και της αφηγήτριας: «…Τζαι ό,τι εγράφτην πάνω σ’ εμάς εν να γραφτεί τζαι πάνω στα παιθκιά τζαι στ’ αγγόνια μας. Τζαι ακόμα πως η προσφυγιά χαράσσει ούλους τους αθρώπους με τον ίδιον τρόπον, σε όποιαν χώραν να γεννήθηκαν.»

*****

Η Ελλαδίτισσα Ελένη Σβορώνου στις 12 Μυθοϊστορίες για την Κύπρο επανατοποθετεί την Κύπρο, όπως σημειώνει στον πρόλογο ο Δρ Κυριάκος Α. Κενεβέζος, στον μαγικό και μοναδικό ‘χάρτη’ της τέχνης και του πολιτισμού.
Στο έργο της Σβορώνου παρουσιάζεται ένα πανόραμα του μεγάλου νησιού, του τοπίου, των ανθρώπων, των μύθων που το κατοίκησαν στη μακραίωνη ιστορία του από την αρχαιότητα, τη φραγκοκρατία και την οθωμανοκρατία μέχρι και τη δική μας εποχή. Κατά ένα τρόπο είναι ο ιστορικός καμβάς, η αφηγηματική κλωστή που συνδέει νοητά τις ιστορίες που έγραψαν οι άλλες πεζογράφοι εστιάζοντας σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές. Θα κατατάξω το έργο στην ευρεία κατηγορία των λογοτεχνικών βιβλίων γνώσεων στην οποία γνωστικά στοιχεία εγκιβωτίζονται στο λογοτεχνικό κείμενο εμπλουτίζοντάς το χωρίς να διαταράσσουν την αφήγηση. Η Σβορώνου ξέρει καλά να αφηγείται με λυρισμό παραμύθια και γεγονότα και να παραθέτει επεξηγηματικά στοιχεία χωρίς να γίνεται διδακτική. Τα εισάγει με τρόπο ήπιο ο οποίος αναθερμαίνει προϋπάρχουσες γνώσεις οδηγώντας σε διασταυρώσεις και συνειρμούς. Γνωρίζοντας η συγγραφέας ότι δεν μπορεί να οικειοποιηθεί το τραύμα των Κυπρίων, μένει σε αυτά που ξέρει καλά: να αφηγείται την Ιστορία αλλιώς!

*****

Για τη νουβέλα Είμαι πρόσφυγας από την Κερύνεια του Νεκτάριου Στελλάκη και για τον θρύλο της Μελουζίνας, της Δέσποινας Ηρακλέους, προτείνω να διαβάσετε τις ήδη δημοσιευμένες αναλυτικές κριτικές παρουσιάσεις στον Αναγνώστη:





Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/xeroyn-oi-nearoi-anagnostes-ti-synevi-stin-kypro-to-1974-tis-marizas-ntekastro/