Ηλίας Γιαννακόπουλος, Αρθρογράφος
Φιλόλογος, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών.
GRAFISSIMO VIA GETTY IMAGES
«Θέλουμε χαρούμενες ζωγραφιές. Χαρούμενες ζωγραφιές! Αν θέλετε θλιβερά πράγματα, δείτε τις ειδήσεις στην τηλεόραση»
(Bob Ross, Αμερικανός ζωγράφος).
Τους τελευταίους μήνες η ελληνική κοινωνία ταλανίζεται από μία σειρά βίαιων συμπεριφορών – κάθε απόχρωσης – αλλά και εγκλημάτων που προκαλούν βαθύτατη ανησυχία και προβληματισμό για το ηθικό υπόστρωμά της. Συμπεριφορές και εγκλήματα που αναδεικνύουν το ωραιοποιημένο, αλλά τόσο κίβδηλο και σαθρό, κέλυφος του κοινωνικού μας οικοδομήματος. Διαμορφώνεται ένα κλίμα θανατολογίας ή και θανατολαγνείας που θρυμματίζει κάθε προσπάθεια για ψύχραιμη και ορθολογική ερμηνεία των φαινομένων που απειλούν τόσο την ψυχική μας υγεία όσο και την κοινωνική ευταξία.
Μία άλλη παράμετρος των αποτρόπαιων εγκλημάτων είναι και η προβολή τους από τα Μ.Μ.Ε. Κανείς, βέβαια, δεν διανοείται την αποσιώπηση τέτοιων πράξεων στο όνομα της προστασίας της κοινωνίας από αρνητικά πρότυπα κι από τον φόβο που φαίνεται να διαχέεται σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξής μας. Όλοι αισθάνονται – βλέποντας, ακούγοντας ή διαβάζοντας – τα απάνθρωπα φαινόμενα πως θα είναι το επόμενο θύμα. Έτσι δεν είναι αναιτιολόγητες κάποιες ενστάσεις πολλών για τον τρόπο και την υπερπροβολή των εγκλημάτων. Κι αυτό γιατί επισημαίνουν πως έτσι διογκώνεται η εγκληματοφοβία ανάμεσα στους πολίτες, ενώ ο αριθμός των εγκλημάτων της χώρας μας δεν είναι ο μεγαλύτερος σε σχέση με άλλες χώρες που έχουν, όμως, περιορισμένο το αίσθημα της εγκληματοφοβίας. Την αναντιστοιχία αυτήν την αποδίδουν στον τρόπο προβολής αλλά και στην διαπαιδαγώγηση των πολιτών απέναντι σε τέτοια φαινόμενα.
Η προβολή
Στο όνομα της δήθεν ενημέρωσης τα Μ.Μ.Ε. ανταγωνίζονται σε τεχνικές και συχνότητα προβολής των εγκληματικών ενεργειών με στόχο την εστίαση της προσοχής του πολίτη στην λεπτομέρεια. Η παράθεση λεπτομερειών με την αρωγή της εικόνας που διανθίζεται με τα κατάλληλα προς τούτο ουσιαστικά, επίθετα και ρήματα δημιουργούν το «άριστο» πλαίσιο για την αύξηση της τηλεθέασης και τον εστιασμό της προσοχής των δεκτών στο μέγεθος του πρωτογονισμού της βάρβαρης πράξης.
Χρησιμοποιούνται, δηλαδή, στην προβολή των εγκλημάτων όροι που διεγείρουν το θυμικό του δέκτη κι έτσι τον εγκλωβίζουν στην οπτική γωνία του δημοσιογράφου… Το μέγεθος και το «αποτρόπαιον» του εγκλήματος ταυτίζεται με τους όρους που χρησιμοποιούνται για την προβολή ή την αναπαράστασή του. Τέτοιοι όροι είναι: Σοκ, θρίλερ, ειδεχθές, πρωτογονισμός, βαρβαρότητα, μανιακός δολοφόνος, πάγωσε, τέρας, στυγερός… Οι όροι – λέξεις αυτές τείνουν να υπερδραματοποιούν το γεγονός κι έτσι εξασφαλίζεται η αναγκαία τηλεθέαση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα υλικά οφέλη του «μέσου».
Ο τρόπος, λοιπόν, προβολής των εγκλημάτων γεννούν φόβο, ανασφάλεια και αποτροπιασμό. Μέσα σε αυτά τα συναισθήματα επωάζεται ένας άμετρος ηθικός πανικός που αυξάνει την οργή και τον καταγγελτικό λόγο των πολιτών ενάντια σε όλα, ακόμη και σε εκείνα τα πολιτιστικά αγαθά που θεωρούνται κατάκτηση για την εποχή μας. Ένας ηθικός σχετικισμός και μηδενισμός κυριαρχεί σε κάθε αξιολόγηση της κοινωνίας μας και σε κάθε θεσμό, νόμο, πρότυπο, ιδανικό ή κοινωνική αξία που την διέπουν. Κι αυτό γιατί ο πολίτης εθίζεται στο να «βιώνει το ατομικό πάθημα ως συλλογικό δράμα και το συλλογικό δράμα ως ατομικό πάθημα».
Έγκλημα και κοινωνικός και πολιτικός έλεγχος
Δεν λείπουν, βέβαια, και κάποιες άλλες επισημάνσεις που σχετίζονται με τις κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους του εγκλήματος και τον τρόπο προβολής και υπερπροβολής του. Διατείνονται, δηλαδή, πως η δραματοποίηση του εγκλήματος συντείνει στην αύξηση του κοινωνικού ελέγχου, έστω και σε συμβολικό επίπεδο. Οι πολίτες αναζητούν μία αυστηροποίηση των νόμων έναντι των εγκληματιών κι έτσι τρέφεται ένας υφέρπων νομικός και κοινωνικός συντηρητισμός.
Κοντά στον κοινωνικό συντηρητισμό καιροφυλακτεί και ο απότοκος πολιτικός έλεγχος που επιβάλλεται ως μία νομοτέλεια. Μπροστά στον φόβο και στον αποτροπιασμό των εγκλημάτων οι πολίτες αιτιολογούν και δικαιολογούν κάθε πολιτικό αυταρχισμό και συμβιβάζονται με την προοπτική απώλειας κάποιων ελευθεριών στο όνομα της ασφάλειας.
Έτσι το δίλημμα Ελευθερία ή Ασφάλεια προβάλλεται βασανιστικά με τους πολίτες να κλίνουν προς το δεύτερο σκέλος. Εξάλλου πάντοτε ο φόβος είναι κακός σύμβουλος του ανθρώπου κι εργαλειοποιείται από την εκάστοτε πολιτική εξουσία.
Ευαισθητοποίηση ή Εθισμός στο έγκλημα;
Στην σκοπιμότητα της υπερπροβολής των εγκλημάτων ενίστανται με σφοδρότητα και όσοι διαβλέπουν σε αυτήν μία αθέλητη ίσως ηρωοποίηση των δραστών στη συνείδηση κάποιου τμήματος της κοινωνίας. Οι συμμορίες δολοφόνων και οι αιμοσταγείς εγκληματίες (η δύναμη των λέξεων) στα μάτια των τηλεθεατών φαντάζουν δυνατοί και άτρωτοι κι ανασύρουν μνήμες πρωτόγονης ζωής όπου ο αγώνας για επιβίωση καταξίωνε τη δύναμη. Έτσι δεν λείπουν φαινόμενα συμπάθειας προς τον θύτη, αφού ο άνθρωπος τείνει «εκ φύσεως» να διάκειται ευνοϊκά προς το υποκείμενο της δύναμης.
Συναφής με τον παραπάνω προβληματισμό είναι κι αυτός που σχετίζεται με το πόσο η προβολή του εγκλήματος ευαισθητοποιεί ή αναισθητοποιεί την κοινή γνώμη. Οι γνώμες διίστανται και τα επιχειρήματα είναι πλούσια κι από τις δύο πλευρές. Η μία πλευρά υποστηρίζει πως η δραματοποίηση προκαλεί αντιδράσεις μέσα από την ευαισθητοποίηση του δέκτη κι έτσι η κοινωνία ορθώνεται με αποφασιστικότητα απέναντι σε κάθε προσπάθεια αφαίρεσης ζωής. Αγαπημένο σύνθημα αυτής της θέσης: Μηδενική ανοχή στο έγκλημα.
Η άλλη πλευρά, όμως, αντιπαραθέτει το επιχείρημα πως η υπερπροβολή επιφέρει τον εθισμό των πολιτών και μέσω του φόβου που γεννά στρέφει αυτούς στη θέση πως «για να επιβιώσεις σε μία κοινωνία ζούγκλας πρέπει να ασκείς βία». Έτσι συντελείται μία περιχαράκωση στο φοβισμένο και ναρκισσιστικό Εγώ και το υποκείμενο ετοιμάζεται για τον ρόλο μιας δυναμικής αντιμετώπισης της ζωής και των συνανθρώπων του. Με τον χρόνο υιοθετείται μία στάση ζωής εμποτισμένη με δυσπιστία προς την κοινωνική ζωή και με την αποδοχή του «δυστυχώς αυτή είναι η κοινωνία και δεν αλλάζει».
Το δέον γενέσθαι
Ωστόσο, το ζητούμενο είναι αν γινόμαστε καλύτεροι και αλτρουϊστές με την υπερδοσολογία του εγκλήματος. Αν μπορούμε να διορθώσουμε τον εαυτό μας και να εξυγιάνουμε την κοινωνία. Η συναισθηματική εμπλοκή μας με το έγκλημα να καταστεί η αρχή μιας άλλης θεώρησης της ζωής με στόχο την αποδοχή του αξιώματος πως «η ζωή είναι μία αξία – αυταξία». Να ενισχύσουμε την ενσυναίσθηση και να αποφύγουμε έναν επικίνδυνο κι ατελέσφορο κοινωνικό μανιχαϊσμό του τύπου «Οι καλοί και οι κακοί».
Να βρούμε νέους κωδικούς ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων και να μην αρκούμαστε στο ρόλο ενός φθηνού λιθοβολιστή. Η κοινωνία είναι ταυτόχρονα ο γονέας του εγκληματία αλλά και το θύμα του. Πρέπει να αποδεχτούμε την μόνη πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης και της οργανωμένης κοινωνίας. Ο άνθρωπος είναι σκληρός κι επιθετικός και το έγκλημα δεν θα εξαλειφθεί ποτέ. Εξάλλου η ανθρώπινη ιστορία ξεκίνησε με μία αδελφοκτονία. Ποιος μπορεί αυτό να το αρνηθεί;
Ας μην ενισχύσουμε άλλο τους ινφλουένσερς και τους εμπόρους του ανθρώπινου πόνου και φόβου. Εμείς καταναλώνουμε φόβο και τρόμο και οι ειδικοί της μελοδραματικής προβολής των εγκλημάτων υλικά κέρδη. Κοινωνία δεν είναι υποχρεωτικά μόνον οι άλλοι αλλά και εμείς. Η άκρατη θανατολογία και εγκληματοφοβία ενισχύει το έγκλημα και τους εμπόρους του. Οι «λυκάνθρωποι», οι «υπάνθρωποι» και τα «τερατοειδή», θα είναι πάντα δίπλα μας και θα μάς υπενθυμίζουν πως η επιβίωση τελικά συνιστά ένα δύσκολο κι επικίνδυνο εγχείρημα και στοίχημα.
Ας βρούμε ως άτομα, κοινωνία και Μ.Μ.Ε. τη μεσότητα και το μέτρο που διαχωρίζει «τη συμπόνια από την λεηλασία του ανθρώπινου πόνου».
Κι αυτό γιατί όπως εύστοχα επισήμανε ο G. K. Chesterton:
«Δεν είναι ότι χειροτέρεψε ο κόσμος, απλώς η κάλυψη των γεγονότων έγινε πολύ καλύτερη».
Πηγή: https://www.huffingtonpost.gr/