Σαν σήμερα, το 1948, ο Γκάντι, σε ηλικία 78 ετών, δολοφονείται, στο Νέο Δελχί ενώ ήταν καθ’ οδόν για την απογευματινή του προσευχή.
Το σύμβολο της αγάπης, της ειρήνης, της ανυπακοής και της συνεχούς αναζήτησης της «αλήθειας», πέφτει νεκρό από τις σφαίρες ενός φανατικού ινδουιστή, ο οποίος υποστήριζε πως η πολιτική που είχε ακολουθήσει ο Γκάντι, απέναντι στους μουσουλμάνους της Ινδίας, ευνοούσε το Πακιστάν*.
«Το φως έφυγε από τη ζωή μας, υπάρχει σκοτάδι παντού», λέει ο πρωθυπουργός Τζαβαχαρλάλ Νεχρού, απευθυνόμενος προς τον λαό της Ινδίας, ευρισκόμενος σε κατάσταση οδύνης, που πλέον, ο δάσκαλος αλλά και σύντροφος του στους αγώνες για την ανεξαρτησία της Ινδίας, είχε «φύγει».
Κάτι όμως που δεν «έφυγε» ακόμη, 74 χρόνια μετά τον θάνατο του μεγάλου Επαναστάτη, είναι η πνευματική κληρονομιά που άφησε στην ανθρωπότητα. Ο θάνατος του, με τον τρόπο που προήλθε, αντιπροσώπευε ακριβώς όσα ο Γκάντι αντιμαχόταν σε όλη του τη ζωή: Το μίσος, τη κοινωνική δυσαρμονία, τον κοινωνικό διαχωρισμό και φυσικά, τη μισαλλοδοξία.
Κομβικής σημασίας έννοια, για να αντιληφθεί κανείς τη ψυχοσύνθεση και τις ιδέες του Γκάντι, είναι η «Σατυαγκράχα», μια λέξη που επινόησε ο ίδιος ο Γκάντι, συνδέοντας τις σανσκριτικές λέξεις «σάτυα» (αλήθεια) και «γκράχα» (επιμονή).
Η Σατυαγκράχα, ερμηνεύτηκε ως ο τρόπος, της παθητικής αντίστασης που ενστερνιζόταν ο Γκάντι, όχι μόνο απέναντι στον βρετανικό ιμπεριαλισμό που κρατούσε υποδουλωμένη τη χώρα του, αλλά και σε κάθε τι διασπά την κοινωνική αρμονία, που ερμηνεύεται και ως «νίκη της αγάπης της δύναμης σε βάρος της δύναμης της αγάπης», όπως ο ίδιος έλεγε. Η ζωή του και το σύνολο των ιδεών του, προσπαθούσαν να κρατήσουν τους Ινδούς, και όχι μόνο, μακριά από τις «επτά αμαρτίες» κατά τον ίδιο: Τον πλούτο που αποκτάται χωρίς μόχθο, την γνώση που αποκτάται χωρίς χαρακτήρα, την πολιτική που ασκείται χωρίς αρχές, την απόλαυση που υφίσταται δίχως συναίσθημα, το εμπόριο που πραγματοποιείται δίχως ήθος, την επιστήμη δίχως ανθρωπιά και την αγάπη χωρίς θυσία.
«Η ζωή μου, είναι το μήνυμα μου», τόνιζε. Θεωρούσε υποχρέωση, το μήνυμα του, αν και ήταν πάντα πνευματικού περιεχομένου, να μετουσιωθεί σε μια κοινωνική πραγματικότητα καθολικής ευημερίας, όπου όλοι οι άνθρωποι θα είναι ίσοι και ο ένας, θα εκτιμά και θα σέβεται το έργο του άλλου. Τη συγκεκριμένη ιδέα του, την ονόμαζε Sarvodaya.
Όπως γράφει η Britannica: «Ο ίδιος ο Γκάντι, έλεγε, πώς ο στόχος του, είναι να καταφέρει να δει τον Θεό, πρόσωπο με πρόσωπο. Οι βαθύτερες πεποιθήσεις του, ήταν σαφώς πνευματικές, όμως, σε αντίθεση με πολλούς ακόμη ινδουιστές με τις ίδιες αντιλήψεις, εκείνος δεν αποσύρθηκε σε μια σπηλιά στα Ιμαλάια για να διαλογίζεται, αλλά αντίθετα, κουβαλούσε πάντα αυτή την πνευματική σπηλιά, μαζί του. Για εκείνον, η αλήθεια έπρεπε, να εφαρμοστεί απαραιτήτως μέσα σε πλαίσια κοινωνικά και πολιτικά».
Για να καταφέρει να εφαρμόσει την «απόλυτη αλήθεια», την κοινωνική αρμονία, ειρήνη και ισότητα, ο Γκάντι, έπρεπε να φυλακιστεί αμέτρητες φορές από τους βρετανούς αποικιοκράτες, να προβεί σε πολλές διαφορετικές μορφές διαμαρτυρίας, όπως η απεργία πείνας αλλά ακόμη και να περπατήσει απόσταση σχεδόν 320 χιλιομέτρων μαζί με χιλιάδες ακόμη Ινδούς, κατά τη γνωστή «Πορεία του Αλατιού», που αποτέλεσε ένδειξη διαμαρτυρίας για το μονοπώλιο των Βρετανών σε ένα τόσο σημαντικό και πρώτης ανάγκης προϊόν όπως το αλάτι.
«Ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να είναι ελεύθερος και στο κλουβί της φυλακής του», τόνιζε ο «δάσκαλος», προσπαθώντας, σε κάθε του προσπάθεια να συμβάλλει στην ανεξαρτητοποίηση της Ινδίας, δίχως να καταφύγει στη βία. Ενστερνιζόταν την ανυπακοή με όλα τα διαθέσιμα μέσα, όμως αμφισβητούσε τη βία ως αποτελεσματική μορφή διαμαρτυρίας. Παρ’ όλα αυτά όμως, τόνιζε, σε κάθε ευκαιρία, ότι η χειρότερη μορφή βίας, είναι η φτώχεια. Μάλιστα, υπογράμμιζε πως: «Όταν αναφέρομαι στη μη βία, δεν εννοώ να εγκαταλείπουμε τη μάχη αφήνοντας απροστάτευτους αυτούς που αγαπάμε. Ανάμεσα στη βία και τη φυγή του δειλού επιλέγω τη βία», εμπνέοντας μια σειρά από Διανοητές/Επαναστάτες, όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, οι οποίοι προσπάθησαν να αλλάξουν τον Κόσμο, και ωθώντας ακόμη και τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, να εκφράσει τον θαυμασμό του προς το πρόσωπο του.
Παράλληλα, ο Γκάντι, στο πλαίσιο της Brahmacarya, στόχευε να φτάσει σε ένα σημείο, ώστε να ελέγχει πλήρως τις επιθυμίες του για τροφή, ύπνο και σεξ, μέσω της προσευχής και της καθημερινής πνευματικής άσκησης. «Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν, μετά τους νικάς»: Έτσι έλεγε. Και τελικά, μπορεί επιφανειακά να «ηττήθηκε», πέφτοντας νεκρός από τα πυρά της μισαλλοδοξίας που πολεμούσε, για χάρη των ιδεών του για μια κοινωνία καθολικής ευημερίας, ειρήνης και αρμονίας, όμως σίγουρα, το γεγονός αυτό δεν ήταν «ήττα» για όσα δίδαξε. Αντίθετα, αποτελεί «νίκη» για όλους εμάς.
Ακολουθούν ορισμένα ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία για τη ζωή του Μαχάτμα (που μεταφράζεται ως «Μεγάλη Ψυχή»), από σχετικό άρθρο στην «Καθημερινή», από τον κ. Νίκο Χριστοδουλίδη, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών:
- Ο Γκάντι γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της δυτικής Ινδίας στις 2 Οκτωβρίου 1869.
- Επηρεαζόμενος από τη μητέρα του, ήταν ιδιαίτερα πιστός τηρώντας με ευλάβεια τις θρησκευτικές παραδόσεις των ινδουιστών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σε ηλικία 13 ετών, πιστοί στην παράδοση, οι γονείς του αποφάσισαν να τον νυμφεύσουν με τη 10χρονη Καστουρμπάι.
- Τον Σεπτέμβριο του 1888 ο Γκάντι μετέβη στο Λονδίνο για να σπουδάσει νομικά.
- Τον Ιούνιο του 1891 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, για να επιστρέψει αμέσως στην Ινδία όπου και θα παραμείνει μέχρι και το 1893, πριν φύγει για τη Νότια Αφρική.
- Οι πρώτες εμπειρίες στη Νότια Αφρική δεν ήταν καθόλου θετικές σημαδεύοντας σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα πορεία του Γκάντι. Ενδεικτικό παράδειγμα, όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το τρένο γιατί του ζητήθηκε να μεταφερθεί από το βαγόνι της πρώτης θέσης, για το οποίο είχε αγοράσει εισιτήριο, στο τελευταίο βαγόνι του τρένου λόγω της καταγωγής του.
- Ο Γκάντι, εκεί, ξεκίνησε την πολιτική του διαδρομή, υπερασπιζόμενος τους Ινδούς που ζούσαν στη χώρα.
- Εν συνεχεία, επιστρέφει στην Ινδία, όπου και ταξιδεύει συνεχώς, προσπαθώντας να αλλάξει αρκετές από τις κοινωνικές συνήθειες των συμπατριωτών του τις οποίες θεωρούσε αναχρονιστικές, όπως για παράδειγμα ο γάμος σε μικρή ηλικία, ενώ, ξεκινά τον έντονο αντιαποικιακό αγώνα του.
- Το 1931, εκπροσωπώντας το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο, ο Γκάντι συμμετείχε στο Round Table Conference που έγινε στο Λονδίνο με θέμα συζήτησης την ενδεχόμενη παραχώρηση συνταγματικών ελευθεριών στους κατοίκους της Ινδίας. Το συνέδριο όχι μόνο δεν κατέληξε σε θετικά αποτελέσματα, αλλά ενίσχυσε την καχυποψία ανάμεσα στους ινδουιστές και τους μουσουλμάνους της Ινδίας.
- Ο Γκάντι συνεχίζει τους αγώνες του, καθώς, η αποικιακή κυβέρνηση να σκληραίνει τη συμπεριφορά της προς τους κατοίκους της χώρας.
- Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ οι σημαντικές νίκες των Ιαπώνων θα αναγκάσουν το Λονδίνο, όντας σε ιδιαιτέρως δύσκολη θέση, να αναζητήσει τη βοήθεια του ινδικού λαού, ο Γκάντι ήταν αυτός που πρωτοστάτησε στο να μην αποδεχθούν, κατ’ αρχήν, οι Ινδοί να πολεμήσουν στο πλευρό των Βρετανών. Στη συνέχεια, οι Βρετανοί, για να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή των Ινδών στον πόλεμο, υπόσχονται την παραχώρηση ανεξαρτησίας στην Ινδία μετά το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και έγινε.
*Ο Γκάντι είχε ταχθεί αρχικά υπέρ της δημιουργίας μιας ενιαίας Ινδίας, με την αρμονική συνύπαρξη μουσουλμάνων και ινδουιστών και εν συνεχεία (φοβούμενος την υπέρμετρη κλιμάκωση της βίας και του μίσους ανάμεσα σε Ινδουιστές και Μουσουλμάνους) υπέρ του «κατευνασμού» της γραμμής της Ινδίας απέναντι στο νεοσυσταθέν μουσουλμανικό κράτος, που, τότε, το 1947, περιλάμβανε Πακιστάν και Μπαγκλαντές.
Πηγή: https://www.ianos.gr/magazine