Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έφυγε από τη ζωή στις 3 Φεβρουαρίου 2004
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Ο μεγάλος αρχηγός στην Oυάσιγκτον μηνάει πως θέλει να αγοράσει τη γη μας. Ο μεγάλος αρχηγός μηνάει ακόμα λόγια φιλικά και καλοθέλητα. Καλοσύνη του, γιατί ξέρομε πως αυτός λίγο τη χρειάζεται αντίστοιχα τη φιλία μας. Την προσφορά του θα τη μελετήσομε, γιατί ξέρομε πως, αν δεν το πράξομε, μπορεί ο λευκός να προφτάσει με τα όπλα και να πάρει τη γη μας.
Πώς μπορείτε να αγοράζετε ή να πουλάτε τον ουρανό – τη ζέστα της γης; Για μας μοιάζει παράξενο. Η δροσιά του αγέρα ή το άφρισμα του νερού ωστόσο δεν μας ανήκουν. Πώς μπορείτε να τα αγοράσετε από μας; Κάθε μέρος της γης αυτής είναι ιερό για το λαό μου. Κάθε αστραφτερή πευκοβελόνα, κάθε αμμούδα στις ακρογιαλιές, κάθε θολούρα στο σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο και κάθε ζουζούνι που ζουζουνίζει είναι, στη μνήμη και στην πείρα του λαού μου, ιερό.
Ξέρομε πως ο λευκός δεν καταλαβαίνει τους τρόπους μας. Τα μέρη της γης, το ένα με το άλλο, δεν κάνουν για αυτόν διαφορά, γιατί είναι ένας ξένος που φτάνει τη νύχτα και παίρνει από τη γη όλα όσα του χρειάζονται. Η γη δεν είναι αδερφός του, αλλά εχθρός που πρέπει να τον καταχτήσει, και αφού τον καταχτήσει, πηγαίνει παρακάτω. Με το ταμάχι που έχει θα καταπιεί τη γη και θα αφήσει πίσω του μια έρημο. Η όψη που παρουσιάζουν οι πολιτείες σας κάνει κακό στα μάτια του ερυθρόδερμου. Όμως αυτό μπορεί και να συμβαίνει επειδή ο ερυθρόδερμος είναι άγριος και δεν καταλαβαίνει.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.1.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Αν αποφασίσω και δεχτώ, θα βάλω έναν όρο. Τα ζώα της γης αυτής ο λευκός θα πρέπει να τα μεταχειριστεί σαν αδέρφια του. Τι είναι ο άνθρωπος δίχως τα ζώα; Αν όλα τα ζώα φύγουν από τη μέση, ο άνθρωπος θα πεθάνει από μεγάλη εσωτερική μοναξιά, γιατί όσα συμβαίνουν στα ζώα, τα ίδια συμβαίνουν στον άνθρωπο.
Ένα ξέρομε, που μπορεί μια μέρα ο λευκός να το ανακαλύψει: ο Θεός μας είναι ο ίδιος Θεός. Μπορεί να θαρρείτε πως Εκείνος είναι δικός σας, όπως ζητάτε να γίνει δική σας η γη μας. Αλλά δεν το δυνόσαστε. Εκείνος είναι Θεός των ανθρώπων. Και το έλεός Του μοιρασμένο απαράλλαχτα σε ερυθρόδερμους και λευκούς. Αυτή η γη Τού είναι ακριβή. Όποιος τη βλάφτει καταφρονάει το Δημιουργό της. Θα περάσουν οι λευκοί – και μπορεί μάλιστα γρηγορότερα από άλλες φυλές. Όταν μαγαρίζεις συνέχεια το στρώμα σου, κάποια νύχτα θα πλαντάξεις από τις μαγαρισιές σου. Όταν όλα τα βουβάλια σφαχτούν, όταν όλα τα άγρια αλόγατα μερέψουν, όταν την ιερή γωνιά του δάσους τη γιομίσει το ανθρώπινο χνώτο και το θέαμα των φουντωμένων λόφων το κηλιδώσουν τα σύρματα του τηλέγραφου με το βουητό τους, τότες πού να βρεις το ρουμάνι; Πού να βρεις τον αητό; Και τι σημαίνει να πεις έχε γεια στο φαρί σου και στο κυνήγι; Σημαίνει το τέλος της ζωής και την αρχή του θανάτου.
Πουθενά δε βρίσκεται μια ήσυχη γωνιά μέσα στις πολιτείες του λευκού. Πουθενά δε βρίσκεται μια γωνιά να σταθείς να ακούσεις τα φύλλα στα δέντρα την άνοιξη ή το ψιθύρισμα που κάνουν τα ζουζούνια πεταρίζοντας. Όμως μπορεί επειδή, καταπώς είπα, είμαι άγριος και δεν καταλαβαίνω – μπορεί μοναχά για το λόγο αυτόν ο σαματάς να ταράζει τα αυτιά μου. Μα τι μένει από τη ζωή, όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αφουγκραστεί τη γλυκιά φωνή που βγάνει το νυχτοπούλι ή τα συνακούσματα των βατράχων ολόγυρα σε ένα βάλτο μέσα στη νυχτιά; Ο ερυθρόδερμος προτιμάει το απαλόηχο αγέρι λαγαρισμένο από την καταμεσήμερη βροχή ή μοσχοβολημένο με το πεύκο. Του ερυθρόδερμου τού είναι ακριβός ο αγέρας, γιατί όλα τα πάντα μοιράζονται την ίδια πνοή – τα ζώα, τα δέντρα, οι άνθρωποι. Ο λευκός δε φαίνεται να δίνει προσοχή στον αγέρα που ανασαίνει. Σαν ένας που χαροπολεμάει για μέρες πολλές, δεν οσμίζεται τίποτα.
Αν ξέραμε, μπορεί να καταλαβαίναμε – αν ξέραμε τα όνειρα του λευκού, τις ελπίδες που περιγράφει στα παιδιά του τις μακριές χειμωνιάτικες νύχτες, τα οράματα που ανάφτει στο μυαλό τους, ώστε ανάλογα να δέονται για την αυρινή. Αλλά εμείς είμαστε άγριοι. Μας είναι κρυφά τα όνειρα του λευκού. Και επειδή μας είναι κρυφά, θα εξακολουθήσομε το δρόμο μας. Αν τα συμφωνήσομε μαζί, θα το πράξομε, για να σιγουρέψομε τις προστατευόμενες περιοχές που μας τάξατε. Εκεί θα ζήσομε, μπορεί, τις μετρημένες μέρες μας καταπώς το θελήσομε. Όταν ο στερνός ερυθρόδερμος λείψει από τη γη, και από τη μνήμη δεν απομείνει παρά ο ίσκιος από ένα σύννεφο που ταξιδεύει στον κάμπο, οι ακρογιαλιές αυτές και τα δάση θα φυλάγουν ακόμα τα πνεύματα του λαού μου – τι αυτή τη γη την αγαπούν, όπως το βρέφος αγαπάει το χτύπο της μητρικής καρδιάς. Αν σας την πουλήσομε τη γη μας, αγαπήστε τη καθώς την αγαπήσαμε εμείς, φροντίστε τη καθώς τη φροντίσαμε εμείς, κρατήστε ζωντανή στο λογισμό σας τη μνήμη της γης, όπως βρίσκεται τη στιγμή που την παίρνετε, και με όλη σας τη δύναμη, με όλη την τρανή μπόρεσή σας, με όλη την καρδιά σας, διατηρήστε τη για τα τέκνα σας, και αγαπήστε τη καθώς ο Θεός αγαπάει όλους μας. Ένα ξέρομε – ο Θεός σας είναι ο ίδιος Θεός. Η γη Τού είναι ακριβή. Ακόμα και ο λευκός δε γίνεται να απαλλαχτεί από την κοινή μοίρα.
*Για την ευχερέστερη κατανόηση του κειμένου, ταμάχι σημαίνει πλεονεξία, ρουμάνι είναι το δάσος, φαρί είναι το άλογο, λαγαρισμένο σημαίνει καθαρισμένο, η αυρινή είναι η αυριανή, ενώ το τι στην τελευταία παράγραφο σημαίνει διότι, επειδή.
Το ανωτέρω κείμενο, μεταφρασμένο από τον αείμνηστο Ζήσιμο Λορεντζάτο, ήταν η απάντηση που είχε δώσει περί το 1855 ο Σιάτλ, αρχηγός μιας ινδιάνικης φυλής, στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Φράνκλιν Πιρς (Φραγκλίνο Πηρς), ο οποίος είχε ζητήσει από τους Ινδιάνους να πουλήσουν τη γη τους στην αμερικανική κυβέρνηση.
Το κείμενο του Λορεντζάτου είχε πρωτοδημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 16 Ιανουαρίου 1977 υπό τον τίτλο «Ένα παλιό μήνυμα για τον σύγχρονο κόσμο». Όπως έγραφε στο εισαγωγικό κείμενό του ο Λορεντζάτος, η απάντηση του ινδιάνου φυλάρχου είχε δημοσιοποιηθεί από την αμερικανική κυβέρνηση ένα χρόνο νωρίτερα, το 1976, με αφορμή τον εορτασμό της διακοσιοστής επετείου της Διακήρυξης της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας (4 Ιουλίου 1776).
Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, γιος τού κεφαλληνιακής καταγωγής φιλολόγου και καθηγητή Παναγή Λορεντζάτου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1915.
Φοίτησε στη Νομική και στη Φιλοσοφική Αθηνών, ενώ έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-1941).
Ο Λορεντζάτος ασχολήθηκε με την κριτική μελέτη, τη μετάφραση και την ποίηση.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1936 με τη μελέτη Έντγκαρ Πόε: Οι εξαιρέσεις – Η φιλοσοφία της συνθέσεως – Η ποιητική αρχή.
Ο Λορεντζάτος καθιερώθηκε με το βιβλίο του Δοκίμιο Ι (1947) για το ποιητικό έργο του Διονυσίου Σολωμού.
Δημοσίευσε επίσης μελέτες για το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Γιώργου Σεφέρη, του Κ. Π. Καβάφη, του Άγγελου Σικελιανού και άλλων.
Στο πεδίο της μετάφρασης ασχολήθηκε με λογοτέχνες όπως οι Έζρα Πάουντ και Ουίλιαμ Μπλέικ.
Ο Λορεντζάτος τιμήθηκε το 2001 με το Βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος έφυγε από τη ζωή στις 3 Φεβρουαρίου 2004.
*Στη φωτογραφία που συνοδεύει το παρόν άρθρο, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος (πηγή: προσωπική συλλογή Ευφροσύνης Δοξιάδη).
Πηγή: https://www.in.gr/