Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

ΤΩΝ «ΓΙΑΝΝΗΔΩΝ» Η ΜΕΡΑ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ: Ν. ΚΑΡΟΥΖΟΣ, [Ο ΓΙΑΝΝΗΣ, Ο ΤΑΠΕΙΝΟΣ, ΕΓΩ, Ο ΦΙΛΑΜΑΡΤΗΜΩΝ] - ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ, [ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ]....


«Βγάλε ψυχή μου τραγούδι/ να πολεμήσω την Άνοιξη./ Ξένος είμαι στο σπίτι μου/ ξένος στους δρόμους/ με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου.» (Ν. Καρούζος)
«Ο Γιάννης πάλι σαν το ζεστό ελάφι/ τραγουδά τη μοναξιά/ κρατώντας μες στα δάχτυλα τους ύπνους/ ελπίδων ιδεών ονείρων/ από μετάξι» (Ν. Καρούζος)
«…Εκεί λοιπόν ηχούσε η καμπάνα/ της ορθοδοξίας μοναχή/ πιο πέρα του σώματος η ιαχή και η Μαρία/ ο Γιάννης/ ο ταπεινός εγώ και φιλαμαρτήμων.» (Ν. Καρούζος)

Ν. Καρούζος, «Ανεβαίνει στο τέλειο φως»

“Άγγελος προς τον ήλιο της δικαιοσύνης ανεβαίνει
κατάλευκος απ’ την ουσία του ουρανού
είχε πολλά παιδιά ο καλός οικογενειάρχης
το σώμα του στάχτη/ ο κόσμος ακόμη
η φωνή του στάχτη ο ευσχήμων
μες στην ψυχή μου και στις χιλιετηρίδες
Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ”

(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Α’, Ίκαρος)

«Ύστερ’ απ’ τα’ άνθη έζησα/ μονάχος εγώ με τη μέλισσα/ Ιωάννης των ακρίδων» (Ν. Καρούζος)….


Ηλίας Λάγιος [Ιωάννης ο Βαπτιστής]

“Φορώντας καμηλότριχα, με ζώνη σκοίνινη, τρεφόμενος μετά ακρίδων κι αγρίου μέλιτος/ βαρύθιμος και καταγγελτικός (στον εαυτό του κατ’ αρχήν), μονότονος, εξάγγελος θανάτου,/ ο Ιωάννης που μετονομάστηκε να γένει του Κυρίου βαπτιστής αθέλητος,/ ονειρευάμενος να καμαρώσει, κάποτε, άτεγκτο (εν ημίν) την ακαϊα της βάτου.
Ω, οι οπτασίες του από μίσος και σφαγή, σκότος και αβυσσαϊα. Εκδικητήρια τέρατα!/ που εζύγωσε τον Ιορδάνη, ανυπόδητος ο μαραγκός, τη λαμπροφορεμένη καλομέρα,/ ο ερημίτης προσευχήθηκε για τάγματα οργής να εκθεμελιώσουνε τα τετραπέρατα./ τα επουράνια ηνεώχθη και επεφάνη ολάσπρη, ολοτρέμουλη η περιστέρα.
Εδίψασεν, η δίψα του τη δίψα του, και μονολόγησε: όσα έγνεσα και ύφανα,/ χάριν αυτού, αιτία αυτού, μου κατεδείχθησαν τρισμέγιστο το λάθος./ Όμως υπήκουσε βουλή και διάτα, βάφτισε κι ύστερα προχώρεσε υπερήφανα/ να ξεχρεώσει, ανυπολόγιστο, του Γιεχωβά το βάθος στο δικό του πάθος.
Άστοργος, Κύριε, τω όντι, του πιστού σου όχι φάλαγγες ρομφαιοφόρες στέλνεις με νεραϊδογέννητα/ άστρα και χιόνι, στήθος κορασιάς, ηδύποτα και νοστιμιές, σφουγγάρι ανασυρθέν υπό του δύτου./ Σου πρέπει, Κύριε, πρωταρχικώς τον υπηρέτη σου να ταπεινώνεις, άσπιλο και πένητα,/ να προσφερθεί, επί πίνακι, μη στη Σαλώμη αλλά σε σένα η κεφαλή του.”

(Ηλίας Λάγιος, Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία, εκδ. Ερατώ)

( Σημ.: Ό,τι κι αν δηλώνουμε, άθρησκοι ή αγνωστικιστές, από την Ορθοδοξία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Η «σφραγίδα» μας ετέθη ανεξίτηλη. Έχουμε μια στενή βιωματική σχέση μαζί της, είναι εμποτισμένη στα κύτταρά μας, καθότι, ιδιαιτέρως στην παιδική μας ηλικία, ο ναός στο χωριό ή στη γειτονιά της πόλης υπήρξε και είναι ακόμα και σήμερα (τουλάχιστον στη μνήμη μας) σημείο αναφοράς της ίδιας της ζωής μας: από το παιχνίδι στον αυλόγυρο της εκκλησίας στα βαφτίσια, στους γάμους, στις κηδείες… Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι τόσο ο Καρούζος, όσο και ο Λάγιος, αλλά και ο Ρίτσος και ο Βάρναλης, χωρίς θρησκευτική πίστη αυτοί, εμπνεύστηκαν από τα εκκλησιαστικά κείμενα και πολύ περισσότερο από τη λαϊκή ορθόδοξη χριστιανική κουλτούρα και μας «δώρισαν» εξαίσιες ποιητικές δημιουργίες.)

Πηγή: https://itzikas.wordpress.com/