- Του Τρύφωνα Ούρδα*
Τρύφων Ούρδας
Με το Ευαγγέλιο στο στήθος ο παπα-Σαράντης και στο ένα του χέρι να κρατάει το Σταυρό, συνοδεία μαζί με τους δυο ψαλτάδες του, έβγαινε απ’ την Εκκλησία μας, την Ανάληψη, για το ποτάμι. Πιο μπροστά πήγαιναν τα Εξαπτέρυγα και πίσω τους το εκκλησίασμα, οι χωριανοί μας. Όλοι βάδιζαν με προσοχή πάνω στον πάγο και στο φρέσκο χιόνι, που έπεσε μπόλικο τη νύχτα και σκέπασε τα σπίτια και τους δρόμους κι έμεινε χειμωνιάτικο πρωινό-φανταχτερό στολίδι πάνω στα ξερά κλαδιά των δένδρων, κρατώντας τα χριστουγεννιάτικα! Όμως, κοίταξε σήμερα το πρωί. Η φύση άλλαξε κι ο ήλιος έλαμψε στον ουρανό κάνοντας και τη μέρα με τ’ άσπρο χιόνι γύρω ακόμα πιο φωτεινή. Έτσι, για να ταιριάζει με τη σημερινή γιορτή. Τη μεγάλη Γιορτή των Φώτων!
Εδώ και πολλά χρόνια σαν σήμερα στο χωριό η κατάδυση του Σταυρού κι ο Αγιασμός γινόταν στην πλατεία κάτω απ’ τη μεγάλη ξύλινη γέφυρα. Εκεί που το νερό του ποταμιού, καθώς στριφογύριζε πάνω στ’ ανάχωμα για να πάρει τη στροφή, έτρωγε με μανία τον βυθό του και γίνηκε βαθύτερο. Εφέτος, όμως, η Επιτροπή με τον πρόεδρο της Κοινότητας αποφάσισαν να πέσει ο Σταυρός στον πάνω μαχαλά, πάλι σε μια απότομη στροφή του ποταμιού κοντά στα σπίτια του Μάρκου και του Νικόλα. Κι εδώ το νερό είχε αρκετά μεγάλο βάθος, αλλά και πλάτος, ικανό να χωρέσει όλους όσους θα σκέφτονταν να πέσουν και να τον πιάσουν.
Ήδη η πομπή, χωμένη μέσα στα μάλλινα ρούχα της, με κόκκινες τις μύτες και τα μάγουλα αλλά και τα χέρια να είναι ξερά σαν τα κούτσουρα απ’ το κρύο, έφτανε στο καφενείο του γέρου του Νούση. Ύστερα, πήρε στα δεξιά το δρομάκι που πήγαινε παράλληλα με το ποτάμι και σ’ έφερνε να περάσεις δίπλα απ’ τις μεγάλες πόρτες της αυλής του Νάνου. Λίγα μέτρα ακόμα και θα έφτανε στο σημείο. Εκεί, πάνω στο φράγμα του ποταμιού υπήρχε κι ένα μικρό σιδερένιο, βαμμένο στα πράσινα τραπεζάκι και που το βάλανε επίτηδες, προκειμένου ο παπάς να διευκολυνθεί στον Αγιασμό.
Σαν έφτασαν, ο κόσμος αραδιάστηκε στη μια πλευρά και πίσω απ’ τον παπά για να βλέπει κάτω στο ποτάμι. Όλοι περίμεναν με μεγάλη υπομονή πότε επιτέλους θ’ αρχίσει το Ευαγγέλιο και πότε το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε…» για να πέσει ο Σταυρός. Και φυσικά ποιος ή ποιοι επίδοξοι θα έκαναν πρώτοι το μεγάλο άλμα μέσα στο ποτάμι, σπάζοντας τον πάγο του για να τον πιάσουν! Έπειτα, έτσι βρεγμένο να τον σηκώσουν ψηλά, να τον φιλήσουν και περήφανοι για την εξαιρετική τους επιτυχία να τον παραδώσουν πάλι πίσω στον Πατέρα, παίρνοντας και την ευλογία του.
Αλλά να, το Ευαγγέλιο άρχισε κι οι ψαλτάδες ακολουθούν με το «Κύριε ελέησον» και το «Αλληλούια». Οι ευλαβείς χωριανοί μας κάνουν τώρα το σταυρό τους και κοιτάν μ’ αγωνία, άλλοι από κοντά κι άλλοι από μακριά, πότε ο καλός ιερέας θα κάνει την κίνηση να πετάξει το ιερό Σύμβολο, που τόσα χρόνια πέφτει στο νερό και τ’ αγιάζει.
Κι ενώ πλησιάζει να τελειώσει το Ευαγγέλιο και να γίνει η κατάδυση, όλοι διαπιστώνουν μ’ έκπληξη και πιο πολύ ο παπάς ότι δεν υπάρχουν μέσα στο νερό άτομα να τον πιάσουν! Οι περισσότεροι απ’ τους νέους που μαζεύτηκαν δίπλα στο ποτάμι στέκονται εκεί καθηλωμένοι σ’ ένα μέρος και μουδιασμένοι. Τρίβουν τα χέρια τους για να ζεσταθούν κι αστειεύονται περιμένοντας ο ένας τον άλλον να κάνει την αρχή. Έτσι, λοιπόν, απ’ το μυαλό του κόσμου περνάει η σκέψη πως εφέτος μάλλον ο Σταυρός θα χρειαστεί κορδέλα για να τον τραβήξει επάνω ο ιερέας και να τον πιάσει τελικά ο ίδιος. Ώσπου…
Απ’ την παρέα των νέων ο Χρήστος, που μένει κάπου εκεί κοντά στον μαχαλά, και που όλη την ώρα είχε τα χέρια στις τσέπες του καινούργιου παλτού του, αμερικάνικης προέλευσης, κι όλο μιλούσε για τα λουστρίνια, τριζάτα παπούτσια του, ξαφνικά σαν άγαλμα βρέθηκε να πέφτει στο νερό, βγάζοντας κι ένα επιφώνημα δυσαρέσκειας. Τον είχε σπρώξει να πέσει μέσα, χωρίς αυτός να το θέλει, ο ξάδερφός του ο Τρύφωνας, μια κι ο πονηρός δεν τον έβλεπε από μόνο του και πολύ ορεξάτο να κολυμπήσει.
Όμως, σχεδόν ταυτόχρονα, βρέθηκε κι ο ίδιος ο Τρύφωνας να είναι στο νερό και να έχει γίνει μούσκεμα απ’ την κορυφή έως τα νύχια. Κι αυτόν τον είχε σπρώξει ο φίλος του ο Μάρκος, που είχε το σπίτι του εδώ, ακριβώς απέναντι απ’ το ποτάμι. Τώρα, οι δυο φουκαριάρηδες θέλανε δε θέλανε, θα έπαιρναν το κρύο μπανάκι τους!
«Άντε», φώναζε και ξαναφώναζε ο κόσμος από πάνω και χειροκροτούσε που έβλεπε τα δυο θαρραλέα ξαδέρφια να φέρνουν βόλτες στο ποτάμι. Άφριζε το νερό του καθώς πηδούσαν μέσα και το χτυπούσαν με τα χέρια για να ζεσταθούν, ενώ στις όχθες του έσπαζαν τους πάγους.
Η μοίρα, όμως, σήμερα, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, θέλει κι άλλους στο ποτάμι. Δυο φίλοι απ’ το χωριό, ο Λευτέρης κι ο Γιώργος, πήραν τη θέση τους εδώ ανεβασμένοι πάνω στα κλαδιά μιας μουριάς. Χρόνια τώρα η ευλογημένη φύτρωνε δίπλα στο ρέμα και καλοσυνάτη και πονόψυχη που ήταν, με τα γλυκά κι άσπρα μούρα, τάιζε όσους πεινασμένους περνούσαν από κάτω της. Στολισμένα τα δυο φιλαράκια, περιποιημένα και καθαρά, ήθελαν να κάνουν χάζι όλους όσους θα έπεφταν στο ποτάμι. Έτσι, απ’ εκεί πάνω στη μουριά ρέμβαζαν προς το παρόν και γελούσαν με το πάθημα των δύο ξαδέρφων, που με το ζόρι βρέθηκαν να κολυμπάνε. Τα φιλαράκια, όμως, πάνω στην πλάκα τους δεν πρόσεξαν ποιοι ήταν κάτω απ’ το δένδρο.
Δύο συγχωριανοί τους, λοιπόν, ο Δημοσθένης κι ο Πέτρος, που τους έβλεπαν να κρέμονται εκεί πάνω σαν να ήταν νυχτερίδες, σκέφτηκαν να κάνουν και σ’ αυτούς ένα αστείο και να τους κατεβάσουν απ’ το δένδρο, όπως λέμε «κακήν κακώς», ρίχνοντας τους στο ποτάμι. Ήταν μια ευκαιρία να πάρουν κι αυτοί μέρος στο πιάσιμο του Σταυρού. Έτσι, εντελώς ανύποπτα για τους κρεμασμένους, με μια γρήγορη και συντονισμένη κίνηση που έκαναν, κούνησαν με δύναμη τα κλαδιά του δένδρου που τους κρατούσε επάνω και κυριολεκτικά τους γκρέμισαν από ψηλά μέσα στο νερό. Και σ’ αυτή τη φάση τα γέλια του κοινού δε θα μπορούσε να τα περιγράψει κάποιος!
Αλλ’ όμως, κι οι πέφτοντες, έστω κι αργά, όταν κατάλαβαν το σκοπό των συγχωριανών τους, έδρασαν αμέσως και δεν τους άφησαν να χαρούν την επιτυχία τους. Γιατί την τελευταία στιγμή και προτού ακόμα οι δυο τους προσγειωθούν, πρόλαβαν κι άρπαξαν και τους ίδιους απ’ τα σακάκια, παρασύροντάς τους εκεί τέλος πάντων που κατέληξαν κι αυτοί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα σε διάστημα λίγων λεπτών και πριν να τελειώσει μια φορά το «Εν Ιορδάνη…», βρέθηκαν να είναι στο ποτάμι αρκετά άτομα. Όλοι τους νέοι, παλικάρια του χωριού, που χωρίς να το καταλάβουν βούτηξαν, κατά τα συνηθισμένα της μέρας, στο νερό κι έγιναν ήρωες μέσα στην παγωνιά.
Για τη λεβεντιά τους αυτή και την παλικαριά εισπράττουν τώρα νέα θερμά χειροκροτήματα του κόσμου!
Τη δόξα αυτή των χωριανών τους ζηλεύουν κι άλλα παιδιά. Ξαφνικά απ’ το πουθενά όλοι θέλουν να πιάσουν τον Σταυρό και ν’ ακουστεί τ’ όνομά τους στο χωριό. Ύστερα, είναι και νέοι. Και σαν τέτοιοι σίγουρα θα χτυπάει η καρδιά τους για κάποια ομορφούλα! Επομένως, όποιος πιάσει ηρωικά το Σταυρό, όλο και κάτι περισσότερο θα έχει ν’ αποκομίσει απ’ την ψυχή αυτή το βραδάκι στη βόλτα που γίνεται στην πλατεία.
Ας πούμε ένα πιο ζεστό, πιο γλυκό, πιο τρυφερό χαμόγελο!
Έτσι, λοιπόν, τώρα για να δοξαστούν πέφτουν με τη θέλησή τους κι άλλοι. Αυτή τη φορά απ’ τη γειτονιά των προσφύγων. Είναι τα φιλαράκια ο Χρυσός, ο Νίκος κι ο Χαρίλαος. Πολύ καλά παιδιά και μ’ ευγενική ψυχή. Καθώς περπατάν μέσα στο ποτάμι, απ’ τα ρηχά προς τα βαθιά, ρίχνουν νερό ο ένας στον άλλον για να συνηθίσουν το κρύο. Τελικά φτάνουν στο «μπουέτι» μαζί με τους άλλους που έπεσαν πρώτοι κι αστειεύονται μαζί τους. Εδώ το νερό φτάνει τους περισσότερους μέχρι τον ώμο τους. Δεν φοβούνται, όμως, ούτε το βάθος ούτε και τον πάγο, που στο μέρος αυτό κατάφεραν και τον έσπασαν όλον για να μην τραυματιστούν.
Στο μεταξύ ο παπα-Σαράντης μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο κρυμμένο, όμως, μες στ’ ασπρόμαυρα γένια του κόντευε να τελειώσει για τρίτη φορά το «Εν Ιορδάνη…» κι όλοι όσοι ήταν στο νερό, ακούνητοι, τον κοιτάζουν στα μάτια. Ήθελαν να μαντέψουν σε ποιο σημείο σκέφτεται να ρίξει τον Σταυρό για να παν πρώτοι να τον πάρουν. Στο τέλος, μετά από μια ολοφάνερη αγωνία στα πρόσωπά τους, τον είδαν να τινάζει το χέρι του προς τα δεξιά του ποταμιού, ωστόσο, όμως, πολύ γρήγορα να το φέρνει στ’ αριστερά. Ύστερα, κάτι να φεύγει απ’ το δεξί του χέρι και να βυθίζεται πίσω τους μ’ εκείνον τον χαρακτηριστικό θόρυβο που κάνουν όλα τα πράγματα ενώ πέφτουν στο νερό.
Σαν την αστραπή τότε όλοι τρέχουν προς τα εκεί. Μάλιστα, θα έλεγε κανένας, με σπρωξίματα μεταξύ τους για να βρουν το πολυπόθητο Ιερό Σύμβολο. Στα χαμένα όμως! Γιατί ο αγαθός γέροντας, βλέποντας την αγωνία και την ένταση στα πρόσωπα των παιδιών προκειμένου να πιάσουν τον Σταυρό και τον σεβασμό τους προς την Άγια αυτή Μέρα που όλα στο φως της αγιάζονται και φωτίζονται, θέλησε να δοκιμάσει την πίστη τους. Επί πλέον για να διαπιστώσει ακόμα αν όλοι τους, μπροστά σ’ αυτήν την Άγια Πράξη της κατάδυσης, θεωρούν κατώτερης σημασίας την ταλαιπωρία που τραβάν στα παγωμένα νερά.
Γι’ αυτό την πρώτη αυτή φορά δεν έφυγε απ’ το χέρι του ο Σταυρός, αλλά μια πέτρα. Όλοι, όμως, νόμισαν πως έριξε τον Σταυρό. Και πραγματικά. Αν κι όλοι βούτηξαν με το κεφάλι τους στον βυθό κι έγιναν εκεί κάτω ένα κουβάρι, όταν κατάλαβαν τι είχε συμβεί, κανένας δεν βαρυγκώμησε ούτε και δυσαρεστήθηκε. Αντίθετα μάλιστα. Θεώρησαν την πράξη του αυτή σαν ένα καλοπροαίρετο αστείο, όμοια μ’ εκείνα που έκανε ο παπάς όλον τον χρόνο με την καλή του την καρδιά για να καθοδηγεί και να διαπαιδαγωγεί το ποίμνιό του στην Εκκλησία.
Τελικά ο ρασοφόρος, βεβαιωμένος γι’ αυτήν την πίστη των παιδιών στον Χριστό, ψάλλοντας ο ίδιος το γνωστό Απολυτίκιο της ημέρας, έριξε τον Σταυρό στο ποτάμι. Και για να μην υπάρξει στρίμωγμα στο πιάσιμο και στην ανάδυση αλλά και για να μη χαθεί το Ιερό Σύμβολο στον βυθό, μια και δεν το έδεσε με κορδέλα, φρόντισε να το ρίξει κάπου στην άκρη και σε μέρος που να φαίνεται και το νερό δεν έτρεχε βαθύ.
Κι έτρεξαν όλοι τότε προς τα εκεί. Με τα χέρια και τα πόδια ο καθένας, σπρώχνει το νερό για να φτάσει γρηγορότερα. Ο κόσμος πάνω απ’ το φράγμα κοιτάζει κατάπληκτος κι έχει περιέργεια να δει ποιος μέσα απ’ τ’ αφρισμένα κύματα θα σηκώσει πρώτος τον Σταυρό και θα τον φιλήσει. Ύστερα, αφού τον δώσει και στους άλλους για να κάνουν το ίδιο, θα τρέξει με χαρά να τον παραδώσει στον παπά, φιλώντας το Ευαγγέλιο και το χέρι του. Πάντα, βέβαια, με τα μπράβο και τις άλλες επευφημίες των συγχωριανών του. Όμως…
Όμως, αυτό δε γίνεται! Η ώρα περνάει κι ο τυχερός δε φαίνεται να κρατάει μ’ ευχαρίστηση τον Σταυρό και να τον δείχνει στον κόσμο. Γι’ αυτό και μεταξύ των κολυμβητών υπάρχει προβληματισμός. Τι να έγινε άραγε ο Σταυρός! Όλοι τον είδαν να φεύγει απ’ τα χέρια του ιερέα. Και τώρα λες και τον άρπαξε κάποιος κι εξαφανίστηκε.
Έτσι, για λίγες στιγμές κάθονται όλοι ακίνητοι μήπως και καθαρίσουν τα νερά και τον δουν. Άδικος, όμως, ο κόπος! Ο Σταυρός δε φαίνεται πουθενά. Κι αυτό ανησυχεί και τον παπά με τους ψάλτες. Όσο για τον κόσμο… Σταματημό δεν είχε. Φώναζε αστειευόμενος, «οι κολυμβητές να βάλλουν τα γυαλιά τους!» Η αναζήτηση αυτή κρατά αρκετά λεπτά της ώρας. Και πάλι, όμως, χωρίς να υπάρχουν αποτέλεσμα. Μάλιστα για να τον βρουν κάνουν προσπάθειες να μπουν κι άλλοι στο ποτάμι. Απ’ τους θεατές χωριανούς. Και μπαίνουν. Τώρα το ποτάμι γέμισε κι όλοι ψάχνουν. Κι απογοητευμένοι σηκώνουν τους ώμους τους.
Αλλά δε χρειάστηκαν να βοηθήσουν και τόσοι πολλοί, γιατί το θαύμα έγινε! Από μακριά, μέσα απ’ το ποτάμι, κι απ’ ένα σημείο που αυτό χωρίς να είναι παγωμένο έτρεχε πλατύτερο και το βάθος του δεν ξεπερνούσε τον αστράγαλο ενός ποδιού, ακούστηκε μια βραχνή φωνή. Όλο χαρά απευθυνόταν προς το συγκεντρωμένο πλήθος:
«Χωριανοί, εδώ είναι ο Σταυρός, κοιτάξτε, τον έχω στο χέρι μου!»
Κολόνες αλατιού έμειναν οι περισσότεροι κι ιδιαίτερα οι βουτηχτές με τα λόγια που άκουσαν. Κι η έκπληξή τους έγινε μεγαλύτερη όταν διαπίστωσαν ότι τα λόγια έβγαιναν απ’ το στόμα ενός γεροντάκου. Ο άνθρωπος αυτός πραγματικά κρατούσε στο ένα του χέρι τ’ Άγιο Σύμβολο και χαρούμενος το σήκωνε ψηλά, ενώ στ’ άλλο είχε το μπαστούνι του και προσπαθούσε να περάσει με προσοχή ένα ξύλινο γεφυράκι. Ωστόσο, όμως, επειδή πάνω σ’ αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει την ισορροπία του, όλοι τον βλέπουν να κατεβαίνει και να βαδίζει με τα παπούτσια του μέσα στο νερό.
Φυσικά κι όλοι γνώριζαν τον άνθρωπο. Γνωστή φυσιογνωμία στο χωριό απ’ την καλή του την καρδιά και τη μεγάλη του πίστη κι αγάπη στον Θεό. Ήταν ο χριστιανός που πρώτος πήγαινε το πρωί της Κυριακής στη Θεία Λειτουργία και στις άλλες Ακολουθίες και τελευταίος έφευγε. Πάντα όρθιος, όλοι τον παρακολουθούσαν να προσεύχεται πίσω από μια κολώνα στον Ναό, χωρίς ο ίδιος να κοιτάζει κανέναν. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, το καλόκαρδο γεροντάκι που λέμε, ήταν ο μπάρμπα-Θανάσης. Μικρός στο μπόι, αλλά πολύ μεγάλος στην ψυχή!
Σήμερα πάλι απ’ τα χαράματα ήταν στην Εκκλησία. Εξ αιτίας, όμως, των πολλών χρόνων που βάρυναν την πλάτη του ήταν αδύνατον ν’ ακολουθήσει τον κόσμο που βάδιζε πολύ γρήγορα στο ποτάμι για τον Αγιασμό. Αλλ’ ήθελε να είναι εκεί έστω και με καθυστέρηση. Έτσι, πήρε το ραβδάκι του και σιγά σιγά έφτασε τελευταίος μέχρις εδώ. Φτάνοντας δε, προτίμησε να βρίσκεται στην άλλη μεριά του ποταμιού, ακριβώς απέναντι απ’ το συγκεντρωμένο πλήθος για να βλέπει καλύτερα. Κάποια στιγμή κι ενώ κι αυτός περίμενε, όπως κι όλοι, να πιάσουν τον Σταυρό και νοιώθοντας την ανάγκη να τον φιλήσει κι ο ίδιος στα χέρια του παπά, αποφάσισε να περάσει απέναντι για να είναι πιο κοντά του. Όταν, λοιπόν, με δυσκολία ανέβηκε στη γέφυρα πρόσεξε ότι από κάτω της το νερό παρέσυρε κάτι που γυάλιζε. Τότε με τα γυαλιά του κοίταξε καλύτερα. Και στ’ αληθινά ξαφνιάστηκε! Είδε πως το νερό παρέσυρε έναν Σταυρό. Αμέσως κατάλαβε ότι ήταν ο Σταυρός που έπεσε πριν από λίγο στο ποτάμι και τον έψαχναν.
Χαρές ευφροσύνης κι αγαλλίασης! Αυτό που έγινε σήμερα ο μπάρμπα-Θανάσης το θεώρησε μεγάλο θαύμα! Ένα θαύμα που του χάρισε ο Κύριος να το ζήσει ο ίδιος. Κατέβηκε, λοιπόν, απ’ τη γέφυρα όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι άρπαξε με λαχτάρα τον Σταυρό μέσα απ’ το πεντακάθαρο νερό. Τον σήκωσε ψηλά, και την καλή του αυτή τύχη τη βροντοφώναξε στους μαζεμένους για να τον πιάσουν εκεί χωριανούς του και στον παπά, μια κι όλοι τους πάσχιζαν να τον βρουν στα βαθιά.
Έτσι, απλά τότε γιορτάστηκαν τα Θεοφάνια. Τα Φώτα, όπως τα λέμε σήμερα. Δεν είχε σημασία ποιος «έπιασε» τον Σταυρό. Μεγάλος στην ηλικία ή μικρός, πλούσιος ή φτωχός, επώνυμος ή ανώνυμος μέσα σ’ εκείνη την ήρεμη και γελαστή κοινωνία του χωριού. Μπροστά στον Θεό όλοι είναι ίδιοι!
Πάντως, όλοι όσοι βρέθηκαν εκείνη τη φορά στο ποτάμι, είτε να κολυμπάν είτε να βλέπουν, χάρηκαν που με την Χάρη του Θεού βρήκε τον Σταυρό ένας παππούς. Ένας χωριανός τους που τον συμπαθούσαν. Γι’ αυτό κι όλοι εκείνοι, που από πάνω τους έσταζαν ακόμα τα νερά, ψάλλοντας οι ίδιοι το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε…» και μέσα απ’ τα χειροκροτήματα των άλλων συγχωριανών τους, πήραν στους ώμους τους τον άξιο παππού και τον πήγαν στον παπά για να τον ευλογήσει. Και ο σεμνός ιερέας το έκανε, έτσι όπως τον είχαν φορτωμένο, με τον ίδιο να λάμπει απ’ τη χαρά του στην παγωμένη κι αστραφτερή ατμόσφαιρα.
Δεν ξέρω αν λίγες ώρες αργότερα συμμετείχε ο παππούς με τα παιδιά και στο «γύρισμα» της εικόνας του βαφτισμένου Χριστού στα σπίτια των χωριανών. Δηλαδή, όλη εκείνη η ευχάριστη παρέα μ’ εκείνο το συμπαθέστατο γαϊδουράκι να το σέρνει από πίσω της, τραβώντας το απ’ το καπίστρι και με κρεμασμένα στο σαμάρι του δυο τσουβάλια. Το ένα με το σιτάρι και τ’ άλλο με το καλαμπόκι, όπως υπαγόρευε το έθιμο. Σίγουρο, όμως, είναι, ότι όλα αυτά τα παιδιά που έπεσαν στο ποτάμι το βράδυ χόρευαν στο καφενείο του γέρο-Νούση με το κλαρίνο του κυρ Τάσου και το νταούλι του κυρ Πέτρου. Πάλι κατά το έθιμο!
Στη Δωροθέα την παλιά, την όμορφη, όπως τη θυμάμαι πάντοτε μ’ εκείνα τα ανεξίτηλα χρώματα της ζωής της και των κατοίκων της!
Μπουέτι: Σημείο του ποταμού
με βαθύ νερό
12- 12 - 2017
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
* Ο Τρύφων Ούρδας γεννήθηκε στη Δωροθέα Αλμωπίας του νομού Πέλλας. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας και Πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Συνταξιούχος σήμερα ασχολείται με συγγραφικό έργο. Έχει εκδώσει βιβλία με πεζογραφήματα και ποιήματα.