Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2023

Η ΕΡΗΜΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ ΑΠΑΞΙΩΣΕ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ ΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΟΥ!

Από Γιάννης Σχίζας

Η ερήμωση της υπαίθρου απαξίωσε δραματικά τον ρόλο του γεωργού

Πηγή: Pixabay

Στην Ελλάδα των δεκαετιών του 1950 και του 1960 οι μετεμφυλιακές καταστάσεις και η ανέχεια της υπαίθρου έκαναν τους αγρότες «να παίρνουν των ομματιών τους» και να μεταναστεύουν.
Τον καιρό εκείνο η κοινωνία εξακολουθούσε να είναι «αγροτοκεντρική», ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου με το βιβλίο του για τα «Ψηλά βουνά» επηρέαζε τις συνειδήσεις της υπαίθρου, ενώ το αναγνωστικό του Δημοτικού Σχολείου έδινε στα παιδιά ως «πρώτη πνευματική τροφή» κάποιες αναφορές στη γεωργία
Φυσικά υπήρχε και ο «εκσυγχρονιστικός» λόγος της εποχής, που μιλούσε για την «ευλογία της μετανάστευσης» εννοώντας τα μεταναστευτικά εμβάσματα, όμως η αντίπαλη πλευρά ήταν πλειοψηφική και με κάθε ευκαιρία αποδοκίμαζε την ερήμωση της υπαίθρου και την καταδίκη χιλιάδων ανθρώπων στη «μαύρη ξενιτειά»…
Τα χρόνια πέρασαν, ο αγροτικός πληθυσμός έγινε ακόμη πιο μειοψηφικός, η ανοδική ποιότητα ζωής στις πόλεις έφερε παλιούς γεωργούς μέχρι και στα θλιβερά ημιυπόγεια αστικών πολυκατοικιών.

Παθητική προσαρμογή στη διεθνή αγορά

Η όλη αυτή κατάσταση ήταν επόμενο να απαξιώσει δραματικά τον ρόλο του γεωργού, να τον αποκλείσει ουσιαστικά από έναν ρόλο «επιχειρηματία της υπαίθρου». Την ίδια περίοδο οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις έβαζαν χέρι στους αγροτικούς συνεταιρισμούς και ουσιαστικά αναιρούσαν την ιδιότητά τους ως μορφών εθελοντικής αυτοοργάνωσης.
Η κοντόφθαλμη διαχείριση των αγροτικών υποθέσεων από κομματικούς εγκάθετους και αγροτοπατέρες ακύρωνε κάθε πολιτική ενεργητικής προσαρμογής της αγροτικής οικονομίας στη διεθνή αγορά. Αποτέλεσμα ήταν η άτακτη υποχώρηση, η μετατροπή μιας παραδοσιακά αγροτικής χώρας σε ελλειμματική, η απεμπόληση ποιοτικών προϊόντων, η κακοδιαχείριση φυσικών πόρων όπως το νερό, το έδαφος, η γενετική ποικιλότητα.
Μέσα στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης η χώρα δεν θα μπορούσε να περισώσει κάποιους τομείς προβληματικούς με υψηλά έξοδα παραγωγής – όπως π.χ. το βαμβάκι. Ακόμη δεν θα χρειαζόταν να αγωνιστεί για τη διατήρηση συγκεκριμένων οικισμών, που είχαν «χωροθετηθεί» στο μακρινό παρελθόν για να αντιμετωπίσουν άλλες ανάγκες, όπως ήταν η προστασία από την πειρατεία, την ελονοσία κ.λπ.
Η έμφαση σε ορισμένους τομείς (π.χ. λάδι, αμπέλια, ιχθυοκαλλιέργειες κ.λπ.) θα μπορούσε να συνδυάζεται με τη διατήρηση μιας παραγωγής μικρής κλίμακας, ποιοτικής, συνδεδεμένης με την ελληνική παράδοση και τη μεσογειακή διατροφή. Η Ελλάδα χρειαζόταν προσαρμογές στη διεθνή ζήτηση, προπάντων δε στη δική της γεωγραφική ιδιαιτερότητα.
Η εξέλιξη του κτηνοτροφικού τομέα ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστική της εγχώριας κακοδιαχείρισης αλλά και του εισαγόμενου εκμαυλισμού. Η χώρα με τα 60 εκατ. στρέμματα «δυνάμει» βοσκοτόπων, με περιορισμένη την κρεοφαγική κουλτούρα, έφτασε το 2007 να έχει έλλειμμα σε κρέατα, αυγά, γάλα κ.λπ. μόνο στις συναλλαγές της με τις χώρες της Ε.Ε.
Και από κοντά έρχονταν απώλειες παραδοσιακών τομέων, δεμένων με την «ελληνικότητα», με αποτέλεσμα να έχουμε τομάτες Βελγίου (!), λεμόνια Αργεντινής, μέλι Βουλγαρίας, πατάτες Αιγύπτου…
Η «μπριζολοκρατία» στους ανά την επικράτεια ταβερνοχώρους επεφύλασσε περιφρόνηση στο παλιό «λιτοδίαιτο του Έλληνος». Από την άλλη πλευρά δεν απουσίαζε και μια αυθόρμητη επιστροφή στην παράδοση με την προβολή κάποιων ελληνικών προϊόντων, που όμως δεν μπορούσαν να αναστρέψουν την κατάσταση.

Να αγοράζουμε ελληνικά προϊόντα

Για πολλούς ο νόμος του συγκριτικού πλεονεκτήματος φαίνεται να καθορίζει το μέλλον της ελληνικής υπαίθρου: ένα μέλλον «αποαγροτοποίησης», με ορισμένους αγροβιομηχανικούς θυλάκους στα πεδινότερα σημεία και την υπόλοιπη χώρα να αποδίδεται σε χρήσεις αναψυχής και τουρισμού. Ιδού μια προέκταση των προβλέψεων της «Καταστασιακής Διεθνούς» στη δεκαετία του 1950 για την επερχόμενη «ψυχαγωγική ψευτοΰπαιθρο»!
Όμως, ακόμη και σ’ αυτή την παρακμιακή περίοδο, υπάρχουν και περισσεύουν τοποθετήσεις για τη δυνατότητα μιας άλλης πορείας. Έγκυροι αναλυτές επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα μιας «παραγωγικής ανάτασης» της γεωργικής υπαίθρου, με την πολυαπασχόληση των αγροτών, με την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων ταυτοποιημένων, με τη σύνδεση της ποιοτικής γεωργικής παραγωγής και του τουριστικού τομέα…
Υπάρχει η δυνατότητα του αγροτουρισμού, κι ακόμη η δυνατότητα μιας «καθαρής» βιολογικής παραγωγής, με μια νέου τύπου αγροτιά της γνώσης, σε αντιπαράθεση με την ιδεολογική αγκύλωση στις «οικονομίες κλίμακας», στην «απόλυτη εξειδίκευση», στον ακραίο καταμερισμό έργων.
Ο παραγωγός στην ύπαιθρο μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό από τον τύπο που ενσάρκωνε ο Τσάρλι Τσάπλιν στους «Μοντέρνους Καιρούς» προβάλλοντας την καρικατούρα του μονοδιάστατου και μονόπλευρου εργαζόμενου.
Κι ακόμη υπάρχουμε εμείς, οι καταναλωτές: Εμείς που μπορούμε να «ψηφίζουμε», καθημερινά, στον χώρο της αγοράς. Που μπορούμε να επιλέγουμε ελληνικά προϊόντα, όχι από εθνικισμό ή από ψευδαίσθηση για την υπεροχή τους έναντι των προϊόντων όλου του κόσμου, αλλά διότι διαμέσου των αγορών μας «αγοράζουμε» ένα άλλο μέλλον.

*Ο Γιάννης Σχίζας είναι συγγραφέας

Πηγή: https://www.topontiki.gr/