Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός περνούν τη μεγαλύτερη δοκιμασία τους, είτε θέλουν να το παραδεχτούν είτε όχι
Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Η χώρα αντιμετωπίζει μια χωρίς προηγούμενο φυσική καταστροφή που δεν ήταν απρόβλεπτη και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία, εάν αναλογιστούμε τις κλιμακούμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Η καταστροφή στη Θεσσαλία ανέδειξε πραγματικά και πολύ σοβαρά ελλείμματα στην πολιτική προστασία, στην πρόληψη καταστροφών και στη διαχείριση κρίσεων.
Χάθηκε πολύτιμος χρόνος τα προηγούμενα χρόνια. Δεν πήραμε μαθήματα από τη Μάνδρα και τον Ιανό. Δεν επιταχύναμε τα αντιπλημμυρικά έργα. Δεν αναπροσαρμόσαμε την πολιτική προστασία στην αναμέτρηση με καταστροφές που είναι μεγαλύτερης κλίμακας από ότι έχουμε συνηθίσει.
Δεν είχαμε μια προετοιμασία για την πιθανότητα καταστροφών που θα απαιτήσουν πολύ μεγαλύτερες αποζημιώσεις αλλά και έργα αποκατάστασης.
Όλα αυτά διαμορφώνουν μια πραγματική πολιτική δοκιμασία για την κυβέρνηση και για τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Καλούνται να αντιμετωπίσουν τις πολύ μεγάλες δυσκολίες που έχει η προσπάθεια να επανέλθει κάποια κανονικότητα στις πληγείσες περιοχές αλλά και να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα ότι αυτή τη στιγμή η χώρα είναι συγκοινωνιακά κομμένη στα δύο.
Καλούνται να κινητοποιήσουν πόρους που αυτή τη στιγμή δεν είναι τόσο εύκολα διαθέσιμοι, αφού η Κομισιόν κατά βάση μας έδωσε μια ευελιξία να αναπροσανατολίσουμε ποσά που ούτως ή άλλως θα παίρναμε, αλλά επί της ουσίας δεν θα δώσει άμεσα επιπλέον πόρους.
Καλούνται να αντιμετωπίσουν διλήμματα όπως από πού θα κόψουν για να δώσουν για την αποκατάσταση της Θεσσαλίας.
Καλούνται να απαντήσουν προκλήσεις πολύ μεγάλες όπως η ανακατασκευή οικισμών.
Καλούνται να αναμετρηθούν με τα χειρότερα σενάρια για την καταστροφή ενός μεγάλου μέρους της συνολικής εθνικής αγροτικής παραγωγής, που μπορεί να οδηγήσει σε ελλείψεις και έκρηξη των τιμών πολλών βασικών ειδών.
Καλούνται να βρουν τρόπους να χρηματοδοτήσουν το μεγάλο κόστος των έργων της επόμενης μέρας, την ώρα που η ΕΕ θα απαιτεί ολοένα και περισσότερο δημοσιονομική πειθαρχία.
Η ιστορία λέει ότι οι ηγέτες κρίνονται στις μεγάλες δυσκολίες και τις μεγάλες προκλήσεις και όχι στις εκλογικές μάχες.
Και μέχρι τώρα η κυβέρνηση επί της ουσίας τα έχει πάει καλύτερα στις εκλογικές μάχες από τις πραγματικές προκλήσεις.
Μπορεί να κέρδισε δύο εκλογικές μάχες, τη μία γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ κουβαλούσε το βάρος της μνημονιακής πολιτικής που εφάρμοσε και την άλλη επειδή η αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να δείξει ότι έχει να προτείνει κάτι διαφορετικό πέραν κάποιας επιπλέον αναστάτωσης, όμως ο πραγματικός απολογισμός ποιος είναι;
Η χώρα τα πήγε καλά στην πρώτη φάση της πανδημίας, αλλά από ένα σημείο και μετά αρχίσαμε να έχουμε στατιστικές χειρότερες. Είχαμε κόστος από τον πόλεμο στην Ουκρανία, έστω και εάν ο ορίζοντας των εκλογών εξασφάλισε αρκετά μεγάλες επιδοτήσεις. Έχουμε μια ανάπτυξη που παραμένει διακυβευόμενη. Δεν προετοιμαστήκαμε, όπως αποδεικνύεται, για την κλιματική αλλαγή.
Σε αυτό το τοπίο, η διαρκής επανάληψη του «κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε» αρχίζει και φαντάζει σχεδόν προσβλητική για όσους μετρούν τώρα απώλειες και ζημιές.
Ούτε χρειάζεται η κοινωνία επικοινωνιακή τόνωση ηθικού για την επενδυτική βαθμίδα ή για τη βοήθεια που υποτίθεται ότι θα έρθει από την Ευρώπη.
Αυτό που χρειάζεται είναι την αλήθεια και μια ειλικρινή αυτοκριτική, την παραδοχή δηλαδή των λαθών και των ανεπαρκειών για να μην επαναληφθούν.
Η αναμέτρηση με την καταστροφή στη Θεσσαλία απαιτεί τεράστια κινητοποίηση και του κρατικού μηχανισμού και της κοινωνίας.
Χρειάζεται να βρεθούν πόροι, να παρακαμφθούν δημοσιονομικοί περιορισμοί, να συμβάλει και ο ιδιωτικός επιχειρηματικός τομέας (και να μην αναμένει μόνο «δουλειές»), να αξιοποιηθούν οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου.
Για να ξαναχτιστούν περιοχές, αλλά και για να προστατευθεί πιο αποτελεσματικά όλη η χώρα.
Σε αυτή τη μάχη ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση μπορούν να ηγηθούν.
Αρκεί να μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας και όχι της επικοινωνίας, να αποφύγουν την πεπατημένη των έργων «εικόνας» και «βιτρίνας», να επιθυμήσουν να συγκρουστούν με συμφέροντα εντός και εκτός χώρας και να καλέσουν την κοινωνία να βάλει πλάτη προτείνοντας ταυτόχρονα και ένα όραμα για την επόμενη μέρα που δεν θα είναι η επανάληψη της σημερινής κατάστασης.
Ένα όραμα με ενισχυμένο και όχι κουτσουρεμένο τον δημόσιο τομέα, χωρίς υπουργούς που απλώς σκέφτονται την επανεκλογή τους, χωρίς αυτοδιοικητικούς που να αντιμετωπίζουν τις περιοχές τους ως φέουδα που στα δύσκολα αποδεικνύονται απροστάτευτα.
Εάν, όμως, δεν κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση και πρυτανεύσει η επικοινωνιακή διαχείριση, η αποσπασματικότητα, η οχύρωση πίσω από το «ήταν η μεγαλύτερη καταστροφή και δεν μπορούσαμε να είχαμε κάνει κάτι παραπάνω», η επένδυση στο ότι θα ξεχαστούν κάποια στιγμή οι εικόνες, η μετάθεση των μεγάλων αποφάσεων για το μέλλον, η προσήλωση στους διάφορους εκλογικούς ορίζοντες, τότε θα πρέπει να ξέρουν ότι δύσκολα θα αντέξουν απέναντι στις δυσκολίες.
Γιατί τότε ο κόσμος θα αρχίσει να μην έχει υπομονή για τις καθυστερήσεις και τα ελλείμματα στις αποζημιώσεις, για τα έργα που δεν θα γίνουν, για τη μεγάλη αύξηση του κόστους ζωής. Και θα αντιδράσει αναλόγως.
Ο πραγματικός αντίπαλος της κυβέρνησης αυτή τη στιγμή δεν είναι η αποδιαρθρωμένη αντιπολίτευση. Ο πραγματικός αντίπαλος θα είναι ο ίδιος της ο εαυτός, τα δικά της όρια, οι δικές της ανεπάρκειες, οι δικές της καθυστερήσεις.
Με μια έννοια, σχεδόν κυριολεκτική, είναι αντιμέτωπη με μια στιγμή όπου το «ή αλλάζουμε, ή βουλιάζουμε» αρχίζει και την αγγίζει.
Πηγή: https://www.in.gr/