Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ: ΩΚΕΑΝΟΣ!

8 Ιουνίου: Παγκόσμια Ημέρα των Ωκεανών.


Ωκεανός

Απέραντε Ωκεανέ, θηρίον τερατώδες,αγρίως σκίρτα, σύντριβε τ’ αφρώδη κύματά σου,έκθετε εις τον ήλιον το στήθος το ζοφώδεςκαι ράντιζε τον ουρανόν με τα ψυχρά νερά σου.
Το σώμα σου ο οφθαλμός πριν διατρέξει όλον,βλέπει εσ’ ενωνόμενον με τ’ ουρανού τον θόλον.

Μόνον εις σέ τα ίχνη του ο γηραλέος χρόνοςδεν ηδυνήθη πώποτε πιστώς να εντυπώσει.Βαδίζει πάντοτ’ επί σου, πλανάται επ’ αιώνος, αλλά τα ίχνη σβήνονται μόλις τον πόδ’ υψώσει.Τα τερατώδη σπλάχνα σου κόσμον τεράτων κρύπτουνκαι τα γλαυκά σου ύδατα τον Πλούτωνα καλύπτουν.

Πόσον ωραίος φαίνεσαι, πόσον χαρίεις είσαι,ότ’ ειρηνεύων μειδιάς και παίζεις με την άμμον, ότ’ εκ των λάρων και χηνών ερωτικά κοσμείσαικαι ότε εξερχόμεναι των νυμφικών θαλάμωντας βαθυτάτας κόμας των λούουσ’ οι Νύμφαι ψάλλουνκαι τας φυκώδεις σου ακτάς, χορεύουσαι, αγάλλουν.

Ότ’ οι πτερόεις Ζέφυροι παίζοντες ρυτιδώνουν το άμορφόν σου πρόσωπον, ενώ κοιμάσ’ ησύχως,και τας λευκάς των πτέρυγας με τα νερά σ’ ενώνουν,οπότε μόνον επί σου ακούεται ο ήχοςτων διαφόρων σου πτηνών και ναυτικών ασμάτωνκαι ήμερος και απαλός ο φλοίσβος των κυμάτων.

Τότε, ναι, είδα και εγώ την μούσαν Πολυμνίανμε δακρυσμένους οφθαλμούς πετώσαν, οπ’ η κόνιςτου τυφλωθέντος αοιδού, όστις τιμήν αξίανδεν έλαβ’ εις τον βίον του υπό της Αλβιόνης,κείται. Εκεί επήγαινε, ίνα πικρώς θρηνήσει30τον φίλον, ού ο θάνατος είχεν αυτήν στερήσει.

Πόσον φρικώδης φαίνεσαι, ότε της κεφαλής σουοι οργισμένοι άνεμοι αρχίζουν να ταράσσουντας κόμας, ότ’ αφρίζοντα εκ της σκληράς οργής σουτα ύδατά σου προσπαθούν και την ξηράν ν’ αρπάσουν, οπότ’ οι αδηφάγοι σου φάρυγγες καταπίνουντας πέτρας και εις τον τόπον των πομφόλυγας αφήνουν.

Τότε εξαίφνης φαίνονται εν μέσω των κυμάτωνστύλοι πολλ’ ως του Άτλαντος, αλλ’ είναι υδατώδεις,πηγάζουν εκ των τρομερών μυκτήρων των τεράτων των εξεμούντων κύματα και ποταμούς αφρώδεις,ως ότε επί του γλαυκού κι αιθρίου στερεώματος,μαύρη νεφέλη ίπταται εν είδει κηλιδώματος.

Τοιουτοτρόπως φαίνονται εν μέσω των γλαυκών σουκυμάτων και τα κήτη σου· το βλέμμα τριγυρίζουν και παρευθύς, γνωρίζοντες τον τρομερόν θυμόν σουεκ του λευκού σ’ ενδύματος, τα ύδατά σου σχίζουν,αγρίως κρημνιζόμενα προς τα ψυχρά σου στήθη,ζητούντα ασφαλέστερον άσυλον προς τα βύθη.

Οπίσω των τον θόρυβον και τους αφρούς αφήνουν. Εις την οργήν των παραιτείς τον τόπον και ανοίγεις,οπότε εκ των σπλάχνων των πολλάς αβύσσους χύνουν.Ματαίως τότε έμφοβος επιθυμείς να φύγεις,μη τα πυρώδη όμματα τα ύδατα ξηράνουνή τα ψυχρά σου έγκατα μέχρι βρασμού θερμάνουν.

Ερωτευμένος, άραγε ίν’ ασπασθείς υψώνειςτας πολιάς σου κεφαλάς στην ουρανίαν σφαίρανή τάχα βλέπων στενωπόν το κράτος σου θυμώνειςκαι άλλα κράτ’ επιθυμείς των αερίων πέραν;Αλλά… αγρίως σύντριβε τ’ αφρώδη κύματά σου και ράντιζε τον ουρανόν με τα ψυχρά νερά σου.

Πηγή: https://www.greek-language.gr/