Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

ΕΛΛΗΝΑ...

 Γράφει ο Ελευθέριος Ανευλαβής

 Ελευθέριος Ανευλαβής


Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν· πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω:, (Ομήρου Οδύσσεια)

Ας κοιταχτούμε, λοιπόν, καλά, κατά πρόσωπο, στον καθρέφτη της Ιστορίας, με τον Εγώφθαλμο του νου μας ορθάνοιχτο.
Ναι, είμαστε Έλληνες, πέρα από την παγωμένη σκέψη.
Ζούμε κάτω από τον λαμπερό ήλιο του δικού μας θεού, του Απόλλωνα, του οποίου «…η αληθινή κατοικία… βρίσκεται […], σε μια χώρα Αιώνιας Ζωής…» (Πλάτων)
Το όνειρο τής εν ζωή, αιώνιας ζωής, κυνηγάει τον θνητό άνθρωπο από τη γέννησή του.
Εμείς οι Έλληνες, ζούμε τη ζωή μας διαφορετικά από τους άλλους. Είμαστε ξεχωριστοί. Είμαστε Έλληνες (εκάς οι βέβηλοι ελληναράδες) ούτε ανώτεροι, ούτε κατώτεροι από τους άλλους. Είμαστε διαφορετικοί, Ναι, και παντογνώστες, συνάμα.

Ο Σίλερ μας το αναγνωρίζει.
«Καταραμένε Έλληνα,
όπου να γυρίσω τη σκέψη μου,
όπου και να στρέψω τη ψυχή μου,
μπροστά μου σε βρίσκω!
Αν τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική,
εσύ μπροστά μου, πρώτος και αξεπέραστος…
Αν επιστήμη αναζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική,
κορυφαίος και ανυπέρβλητος…
Αν για δημοκρατία διψώ, ισονομία και ισότητα,
εσύ ξανά μπροστά μου, ασυναγώνιστος και ανεπισκίαστος.
Καταραμένε Έλληνα… Καταραμένη γνώση.
Γιατί να σε αγγίξω;
Για να αισθανθώ πόσο μικρός είμαι, ασήμαντος, μηδαμινός;
Γιατί δεν με αφήνετε στη δύστυχη ανεμελιά μου;»
(Friedrich von Schiller Γερμανός ποιητής, ιστορικός, ιατρός και φιλόσοφος)

Είμαστε ξεχωριστοί. Ζούμε τη ζωή μας στο φως του αθάνατου Λόγου, εν μέσω μωρών ανθρώπων, οι οποίοι:
«Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνιος οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τον καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Γιατί, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα μ’ αυτόν το λόγο, αυτοί μοιάζουν άπειροι και τους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται:
Τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, … τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.» (Ηράκλειτος)
Με τον μίτο της δικής μας Αριάδνης βρήκαμε την έξοδο από τον λαβύρινθο του σκότους και της άγνοιας.

Όμως τώρα;

«Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα»
(Γ. Σουρής)

Ο Ευρωπαίος μετανωτερικός άνθρωπος, κι ο ελληνάρας που τον μιμείται, έχοντας φορέσει ευρωπαϊκό ημίψηλο πάνω από τα τσαούχια και θαρρεί πως έγινε Ευρωπαίος, ακόμη ψάχνει τον δρόμο του, χαμένος μέσα στον λαβύρινθο της εκτεχνικευμένης πια ζωής, που αυτός έχει άσκεφτα δημιουργήσει.
Χαμένος, μέσα στην τεμπέλικη, οκνηρή ομοφωνία του δειλού συμβιβασμού, που τον ονομάζει σωφροσύνη.
«Το δε σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα» (Θουκυδίδης) ορισμένες φορές.
Ντυμένος με την ομοιόμορφη κουρελού της μετανεωτερικής «πολιτικής ορθότητας», που όλα τα συν-χωρεί και τα χωνεύει και τα ανέχεται, και καταντάει, πια, το αύριο με παρελθόν να μοιάζει.
Παγιδευμένος, έγκλειστος, ο μεταμοντέρνος παγκοσμιοποιημένος άνθρωπος, μέσα στο κενό του «παγκόσμιου χωριού» τού τίποτα-τίποτα, το οικίζει με την ποταπότητά του.
Οι Έλληνες, (εκάς, μακριά, όξ’ από ’δώ, οι ελληναράδες με το κούφιο νταηλίκι), θαρραλέοι, Λοξίες του άφατου, «παρά δύναμιν τολμηταί, παρά γνώμην κινδυνευταί και τοις δεινοίς ευέλπιδες» (Θουκυδίδης) σκαρφαλωμένοι στα πανύψηλα όρη του Ανθρώπινου Λόγου, τραβάνε τον κεραυνό των οδοιπόρων της ευθείας γραμμής και της άνανδρης σώφρονος υποταγής, που επικαλούνται οι «πραγματιστές».
Προμηθείς, τροφοδότες του Λόγου, της Επιστήμης, της Φιλοσοφίας, της Κριτικής Σκέψης, οι Έλληνες αδιαφορούμε για την κατηγορία του εμπρηστή, που μας προσάπτουν οι φυγόδικοι του πνεύματος.
Αυτόν τον Έλληνα, του ανεσπέρου φωτός, δεν ανέχονται, και παθαίνουν αλλεργία, οι Εσπέριοι της Δύσης, που δύει.
Αυτοί, οι Εσπέριοι, φορώντας το άδειο πουκάμισο των Ελληνοδυτικών αξιών, διατυμπανίζουν αξίες παρακμής, αγενείς και λειψές, και θεωρούν το ένστικτο της χαρούμενης ζωής, πλάνη και αμαρτία. Οι νεκρύοι εν ζωή.
Θυσιάζουν ειδωλόθυτα στους νεκρούς θεούς του άνομου κέρδους και του πλούτου. Του άνομου πλούτου.
«Να μη σας λείψει ο πλούτος Εφέσιοι (Σ.Σ. Εσπέριοι) για να φανερώνει την πονηρία σας:
Μη επιλίποι υμάς πλούτος Εφέσιοι ίν’ εξελέγχοισθε πονηρευόμενοι» (Ηράκλειτος)
Ανάξιοι άρχοντες, «Ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες» και οι σφουγγκοκωλάριοί τους, κάνοντας κωλορεβερέντζες (εδαφιαίες υποκλίσεις μετά προβολής των οπισθίων), μαϊμουδίζουν πολυπολιτισμικές παρλαπίπες, διανοουμενίζοντας, πατώντας πάνω στο άδειο τους κεφάλι, και λησμονούν τους γίγαντες της σκέψης, που πρώτοι διακήρυξαν τις θεμελιακές αρχές της δημοκρατικής κοινωνίας:

ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ:
«Ουδαμού δει αδικείν ουδ’ αδικούμενον ανταδικείν», διδάσκει ο νομοταγής μέχρι θανάτου Σωκράτης.

ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ:
«Ούτι συνέχθειν αλλά συμφιλείν έφυν: Δεν γεννήθηκα για να μισώ μα ν’ αγαπώ μονάχα», διακηρύσσει η Αντιγόνη, χρόνια πριν από τον Χριστό της αγάπης.

ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΚΡΑΤΑΙΟΥΣ:
«`Εμοί έλασσον Ζηνός ή μηδέν μέλει:
Πιο λίγο κι απ’ το τίποτα με νοιάζει εμένα ο Δίας»,
κραυγάζει ο Προμηθέας, καρφωμένος στον βράχο, από το Κράτος και τη Βία, υποταχτικούς του ανάλγητου, ανασφαλούς άρχοντα.

ΤΟΝ ΣΕΒΑΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ:
«Την τε γαρ πόλιν κοινήν παρέχομεν και ου ξενηλασίας απείργομέν τινά ή μαθήματος […]:
και την πόλη μας κρατούμε ανοιχτή και δεν διώχνουμε ποτέ ξένο κανένα που θα ήθελε να μάθει […» διακηρύσσει ο Περικλής.

Την πόλη μας κρατούμε ανοιχτή, (όχι όμως ξέφραγο αμπέλι, του «μπάτε σκύλοι αλέστε …»), για τους πρόσφυγες, τους νόμιμους μετανάστες, τους ανθρώπους τους ξεριζωμένους από τις Πατρίδες τους, που σκοτώνει ο πόλεμος.
ΟΧΙ για τους λαθρομετανάστες

Δεν μιλώ για την Ελλάδα των Νεοελληναράδων, που, με πίκρα, σατιρίζει ο Σουρής.

«Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας.
Θέλει ακόμα –κι αυτό είναι ωραίο–
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυο φορώντας τα πόδια που ‘χει
στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι.

Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ω Ελλάς, ηρώων χώρα τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;»

Μιλώ για την ΑΛΛΗ ΕΛΛΑΔΑ,
που στο φως του ήλιου της, της αλήθειας της, της παράδοσής της, και του πολιτισμού της, ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ.

Την ΑΛΛΗ ΕΛΛΑΔΑ,
που, φυσικά, δεν την καταλαβαίνουν οι Ευρωπαίοι και οι ευρωλιγούρηδες νεοέλληνες.

«Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν την λέξη αλήθεια ή ελευθερία, σα να λένε χαίρω πολύ. Που μιλούν για δικαιοσύνη με ψυχή τοκογλύφου». (Σεφέρης).

Μιλώ για την ΕΛΛΑΔΑ, με το καθαρό πρόσωπο. Με το φιλότιμο το ελληνικό. Με την ελληνική παιδεία και τη φιλοξενία.

Την ΕΛΛΑΔΑ, των ανθρώπων του μόχθου, που κάνουν το σκατό τους παξιμάδι, αλλά έχουν το κούτελο καθαρό κι αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο.

ΟΧΙ για την Ελλάδα των μεγαλοφοροφυγάδων και των λαδωμένων τρωκτικών..

Την ΕΛΛΑΔΑ των τίμιων πολιτικών, που θέλουν και μπορούν να κοιτάνε τους πολίτες στα μάτια.

ΟΧΙ, για την Ελλάδα των σφετεριστών της ψήφου του λαού, που ισχυρίζονται και προσπαθούν να μας πείσουν, πως «ο γάιδαρος πετάει». Και γεμίσαμε γαϊδάρους και γαϊδάρες.

Την ΕΛΛΑΔΑ,
των Ελλήνων, που αμύνονται «περί Πάτρης».

ΟΧΙ για την Ελλάδα, των ελληναράδων, κωλοελλήνων (Δ. Σαββόπουλος), που δουλεύουν, (και μας δουλεύουν), για την πάρτη τους.

Την ΕΛΛΑΔΑ,
που αγωνίζεται, μαζί με τους τίμιους πολιτικούς της, (υπάρχουν και τίμιοι πολιτικοί, κι ας τους ψάχνουμε με το φανάρι του Διογένη), για να πάψει να είναι το κράτος:
«κράτος αδηφάγων και ασύστολων κώλων.» (Δ. Σαββόπουλος)
Κάποιοι πάντα πρέπει να φωνάζουν ελευθερόστομα, για να μπορεί ν’ ακούγεται η φωνή του Ανθρώπινου Λόγου.
Για να σπάσει ο άνθρωπος τα μέτρα και τα δεσμά του υπολογιστικού ωφελιμισμού.
Για ν’ ακούγεται η κατακραυγή για το άδικο,
Για να μπορεί η κραυγή του αδικημένου να σκεπάζει το γκάρισμα του άδικου, που το βάφτισαν δημοκρατία της ελεύθερης αγοράς, οι ορθολογιστές του ιδίου αυτών συμφέροντος
Για να σταματήσει να κλωνοποιείται η αναξιοκρατία, κλονίζοντας την αξιοκρατία.

«Σας αξίζει να κρεμαστείτε όλοι σας ηβηδόν.
«ηβηδὸν απάγξασθαι πάσι», (απ’ όταν αποκτάται δικαίωμα ψήφου), όσοι για δόγμα σας έχετε:

«Κανείς να μην είναι πιο άξιος από εμάς, ειδεμή, ας πάει αλλού και με άλλους:
ημέων μηδέ είς ονήιστος έστω, ει δε μη, άλλη τε και μετ’ άλλων» (Ηράκλειτος)

«Να ξεφτιλίζεις τους κακούς δεν είναι καθόλου άπρεπο ίσα ίσα τιμά τους καλούς, έτσι λεν οι μυαλωμένοι:
Λοιδορήσαι τους πονηρούς ουδέν έστ’ επίφθονον, αλλά τιμή τοίσι χρηστοίς, όστις ευ λογίζεται.» (Αριστοφάνης).

«Φωτιά και τσεκούρι» του κριτικού λόγου:
Στους αλαζόνες πολιτικάντηδες.
Στους μικροπρεπείς ελληναράδες.
Στους κενόκρανους σαλτιμπάγκους της διανόησης.

Γύρνα τους την πλάτη, Έλληνα. Κλείσε τους την πόρτα.

«Και μην ανοίγεις όσο κι αν χτυπούν.
Φωνάζουν μα δεν έχουν τι να πουν».
(Σεφέρης).

ΤΗ ΧΩΡΑ ΔΕΝ ΤΗΝ ΠΗΡΑΝΕ, ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙΩΣΑΝ.
ΟΙ ΧΩΡΕΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΜΑΣ,
ΚΙ ΑΠ ΤΗΝ ΚΑΚΗ ΜΑΣ ΓΝΩΜΗ.
(Ζήσιμος Λορεντζάτος)

Οι υπόγειες συμφωνίες έχουν ξεσκεπαστεί.
Τα συμφωνημένα υπονοούμενα» έχουν πια αποκαλυφθεί.

«Από το ανέσπερο φως πώς να κρυφτείς;
Το μη δύνόν ποτε πώς αν τις λάθοι;»
(Ηράκλειτος).

«Θάρρος χρειάζεται. Ίσως το αύριο να είναι καλύτερο:
Θαρσείν χρή∙ ταχ’ αύριον έσσετ’ άμμεινον»
(Θεόκριτος).

Μα, αυτό το αύριο δεν θα έρθει μόνο του, εξ ουρανού.
Εσύ θα το γεννήσεις, αν ξαναβρείς τη Μούσα σου, Έλληνα.

«Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·
πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,
πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν,
ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ·
αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο,
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
τῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν.
(Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία α,

Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε
ώς τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας
πάτησε το κάστρο το ιερό.
Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,
κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,
σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του
τον γυρισμό. Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,
να σώσει τους συντρόφους.
Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ’ τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,
νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια
του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.
Από όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτήν την ιστορία, κόρη του Δία,
και πες την και σ’ εμάς.

(Μετάφραση: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα, εκδ. “Στιγμή” 1992)

Πηγή: https://www.zougla.gr/apopseis/ellina/