Κάποτε είχε έρθει ένας σοφός γέροντας στην πόλη των ανθρώπων. Περπατούσε μέσα στην ερημιά. Τα πόδια του μόνο ακούγονταν μέσα στη σιγαλιά. Δεν είχε παπούτσια αλλά γάζες τυλιγμένες στις πατούσες του και ένιωθε όλη την παρακμή στον τόπο που βάλτωνε τις ψυχές. Γκρεμισμένα κτίρια και αυτοκίνητα καμμένα ήταν οι άψυχες μάζες στη ζωή του μέλλοντος. Δειλά ξεπρόβαλλε μια γυναικεία μορφή γεμάτη στάχτες στα μαλλιά και στο πρόσωπο της.
«Μη με φοβάσαι κόρη. Για εσάς ήρθα.
-Ποιος είσαι;
-Ένας απλός φτωχός γέροντας και ψάχνω τους πονεμένους της πόλης.
-Δεν θα τους βρεις γιατί χάθηκαν στη λήθη οι περισσότεροι και εγώ είμαι εκτός της δικής τους πραγματικότητας γι’αυτό μπορείς να με δεις.
-Είναι ακόμα φυλακισμένοι έτσι δεν είναι;
-Βρίσκονται σε ένα μέρος μακρινό που εμείς δεν μπορούμε να δούμε.
-Και πιστεύεις ότι έχεις αδικηθεί που δεν μπορείς να το δεις; «.
Τότε η κοπέλα κρύφτηκε γιατί φοβήθηκε το πορφυρό χρώμα του ουρανού. Σιγά-σιγά ερχόταν το δειλινό και ο γέροντας συνέχιζε να βαδίζει στην κατεστραμμένη πόλη. Οι δρόμοι είχαν ανοίξει καταπίνοντας αναμνήσεις και πρόσωπα. Μια εικόνα από διαλυμένες βιτρίνες και ένα ραδιοφωνάκι αμυδρά ακουγόταν στο βάθος. Του κίνησε την περιέργεια και ήθελε να το βρει. Μπήκε σε ένα μαγαζί που αριστερά σιγοκαιγόταν η οθόνη μιας τηλεόρασης. Δίπλα βρίσκονταν κουβέρτες και άδειες κονσέρβες φαγητού. Αμέσως κατάλαβε ότι οι άνθρωποι τον φοβούνταν και είχαν κρυφτεί. Βρήκε μια πεταμένη κορνίζα με ένα κορίτσι κρατώντας ένα σκυλάκι. Μια στιγμή χαράς αποτυπωμένη σε μια φωτογραφία. Ακριβώς από κάτω βρισκόταν το ραδιοφωνάκι που με δυσκολία ακουγόταν το : ⲏ ⲡⲟⲗⲓⲥ ⲉⲁⲗⲱ
Μονό αυτό ήταν το άκουσμα και το αυτί του είχε αφεθεί στις σπίθες της φωτιάς. Γύρισε και κοίταξε τις φλόγες που ξεπηδούσαν δίχως τρόμο στην καταστροφή και τότε είδε να εμφανίζονται αρματωμένοι ιππότες με δόρατα και σπαθιά να πολεμούν για την πίστη και για τον συνάνθρωπο τους. Είχαν κόκκινους σταυρούς πάνω τους όπως ήταν και η σημαία τους που ανέμιζε στον σκοτεινό ουρανό. Φωνές ανθρώπων μέσα από μοιρολόγια και κλάματα, φωνές επίσης χαρούμενες δοξολογώντας τον Θεό για τα σημάδια παρά τις δυσκολίες. Ήταν εκείνοι που έδιναν τη σπίθα ελπίδας.
«Γέροντα χάθηκες;»
Γύρισε και είδε ένα μικρό κορίτσι ξυπόλυτο και βρώμικο.
«Εσύ έπαιζες κρυφτό εδώ πέρα;
-Παίζουμε κρυφτό γιατί φοβόμαστε τα τέρατα.
-Και ποια είναι αυτά;
-Δεν μου είπαν πως είναι, αλλά λένε οι μεγάλοι συνεχώς τη φράση πληρώνουμε για τα λάθη μας.
-Αν σου έλεγα ότι αυτό που βλέπεις και ζεις είναι ευλογία μικρό μου κοριτσάκι θα με πιστέψεις;
-Ναι, γιατί ξέρω τι είναι αληθινό και τι όχι.
-Γιατί το λες αυτό; «
Τον τράβηξε από το χέρι και τον οδήγησε μέχρι μια εκκλησία που βρισκόταν ψηλά σε ένα βουνό. Μεγάλες πέτρες είχαν πέσει στους δρόμους. Κοιτούσε τα συντρίμμια των σπιτιών και των άλλων υλικών αγαθών και σκεφτόταν ότι η ματαιοδοξία τους είχε θαφτεί στα εικονικά τους όνειρα. Υπήρχαν ένστολα ρομπότ σε στάση αλλά δεν φοβήθηκε καθόλου την όψη τους που έμοιαζαν σαν επίγειοι εφιάλτες της επικαιρότητας. Το κορίτσι άφησε το χέρι του και στάθηκε κάτω από τον βράχο κοιτώντας ψηλά.
«Να εκεί είναι η εκκλησία των ουρανών.
-Τι είναι εκεί μικρή μου;
-Εκεί μέσα πηγαίνουν οι εκλεκτοί ή όπως λέει ο παππούλης μέσα ότι οι απελευθερωμένοι δίχως φόβο μπορούν να περάσουν στον κόσμο της εικονικής πραγματικότητας».
Της έπιασε το χέρι και πήγαν μαζί μέχρι την εκκλησία. Οι ψαλμωδίες ακούγονταν από μακριά. Η μυρωδιά από το μύρο και το γιασεμί επικρατούσε παντού σαν ο τόπος να είχε ευλογηθεί από αγγέλους. Μόλις μπήκε στον ναό αμέσως αισθάνθηκε να τον διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Ήταν η ενέργεια που υπήρχε εκεί μέσα. Το κορίτσι έτρεξε κοντά στην εικόνα του Χριστού και από κάτω του υπήρχε ο Τίμιος Σταυρός. Τον αγκάλιασε και έμεινε σιωπηλά με ένα χαμόγελο πάνω του σαν να ονειρευόταν κάτι όμορφο. Ο γέροντας ένιωθε έντονες δονήσεις από το ιερό. Ήταν σαν ένα κάλεσμα που τον τραβούσε να χαθεί στην ευλογία της στιγμής που ζούσε.
Πίσω από το ιερό υπήρχε ψηλά ένα μικρό παράθυρο. Το φως του ήλιου έλουσε το πρόσωπο του. Ο ήλιος η πηγή φωτός είχε χαθεί στην πόλη γι’αυτό οι ουρανοί ήταν γκρίζοι στην πόλη και δάκρυζαν για την παρακμή της ανθρωπότητας επειδή η ελπίδα είχε αφανιστεί. Έμεινε με το βλέμμα του καρφωμένο στο φως. Οι ψαλμωδίες έπαψαν και μόνο η αίσθηση της θερμότητας τον αγκάλιαζε γλυκά.
«Καλώς ήρθες στον κόσμο του Μάτριξ. Ήρθε η ώρα να σπάσεις τον λήθαργο. Όλοι είναι υπνωτισμένοι σε μια ιδέα φόβου που τους κινεί. Όταν ενωθούν οι κόσμοι τότε θα έρθει η επανεκκίνηση».
Έκλεισε τα μάτια του και βρέθηκε ξυπόλητος πάνω στα χορτάρια. Οι γάζες είχαν λιώσει καθώς τα πόδια του έβγαζαν φλόγες. Οι άνθρωποι τον κοιτούσαν με δέος διότι ήταν εκείνος που περίμεναν να τους σώσει μέσα στην φυλακή που ζούσαν. Πίσω του βρισκόταν ο καθρέφτης του γκρίζου κόσμου και το κοριτσάκι τον χτυπούσε με το χέρι της για να την ακούσει. Τότε άπλωσε το χέρι του από μέσα και την τράβηξε στην άλλη πλευρά.
«Από εδώ ξεκινάει η αλήθεια μικρή μου κόρη. Από την απαρχή της δημιουργίας αυτού του κόσμου».
Ελλάδα Κράλλη
ΠΗΓΗ : alitestoumikrokosmou.wordpress.com
EIKONA : pixabay.com
Πηγή: https://www.lecturesbureau.gr/