Τι θα μπορούσαμε να κρατήσουμε από εκείνον, τώρα που πέταξε για το ουράνιο Πάνθεον των Μεγάλων της ελληνικής Διεθνούς; Μια αναγνωρίσιμη, πρωτότυπη ελληνικότητα. Μια λόγια ροκιά, πατημένη πάνω στους ήχους και τις τεχνικές της ελληνικής παράδοσης και ρίζας. Και μια, φανερή και κρυφή, επαναστατικότητα. Αν θέλετε, μια διαρκή επανάσταση
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης
«Ανέμισαν μαύρα λάβαρα. Το μαχαίρι, βαφτισμένο (στο αίμα), ανέμισαν. Έλεος, έλεος». Ήταν η στιγμή της μεγάλης συνειδητότητας. Ήξερε ποιος είναι, που πάει, τι θέλει να πει, τι θέλει να καταγγείλει, τι θέλει να φωνάξει. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος.
Και τα κρουστά και οι φωνές, ό,τι πιο αρχαϊκό και πρωτογενές, ακολουθούσαν σε εκείνο το «Ζάβαρα Κάτρα Νέμια, ίλεος, ίλεος», με το οποίο έκανε τον αγώνα του κόντρα στη δικτατορία, αλλά και σε κάθε κατάχρηση εξουσίας. Ελληνικότατος και παγκόσμιος συνάμα, σε μια στιγμή βροντερή και μαγική.
Δεν ήταν τυχαίο ότι αυτό το, ακατάληπτο για πολλούς, ξεσηκωτικό κάλεσμά του το προσάρμοσε στο κοίλον του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου και το έστειλε στο Σύμπαν μέσα από την ελληνοσουηδική κινηματογραφική συμπαραγωγή «Επιχείρηση Απόλλων» (1968) του Γιώργου Σκαλενάκη – με την Έλενα Ναθαναήλ και τον Τόμας Φριτς. Ταινία για την οποία είχε γράψει και το «Summer Dream» -με την Αλέκα Κανελλίδου- ο διεθνής Βαγγέλης Παπαθανασίου.
Ανέμισαν μαύρα λάβαρα. Και τώρα, τι; Θα διαβάσετε πολλά για την ζωή και, κυρίως, για το έργο του Γιάννη Μαρκόπουλου, τώρα που πέταξε για το ουράνιο Πάνθεον των Μεγάλων της ελληνικής Διεθνούς: με το Μάνο Χατζιδάκι, το Μίκη Θεοδωράκη, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου.
Το θέμα είναι τι θα μπορούσαμε να κρατήσουμε από κείνον. Ας το θέσω απλά: Μια αναγνωρίσιμη, πρωτότυπη ελληνικότητα. Μια λόγια ροκιά, πατημένη πάνω στους ήχους και τις τεχνικές της ελληνικής παράδοσης και ρίζας. Και μια, φανερή και κρυφή, επαναστατικότητα. Αν θέλετε, μια διαρκή επανάσταση.
Μαζί, κοφτερούς στίχους ποιητών, από την αρχαιότητα ώς Σήμερα. Το υπερρεαλιστικό όχημα του ματωμένου, προδομένου και ξεσηκωμένου λόγου του αξέχαστου Μάνου Ελευθερίου. Τα αποχαιρετιστήρια και τα λόγια – παράπονα, για μια Ελλάδα που χάνεται, του Κ.Χ.Μύρη. Ακόμη και την νεοκυματική αγωνία, την ώρα που απογειωνόταν σε λόγια, ελληνική, ελληνικότατη, μουσική δράση. Όταν το Νέο Κύμα άφηνε πίσω το κλίμα των παρισινών μπουάτ, από όπου άντλησε την έμπνευσή του (σαν μάς το σύστησε ο επίσης αξέχαστος Γιάννης Σπανός), για να μπει στις ταβέρνες, στις φάμπρικες, στα λαγούμια της ξενιτιάς, στα σκονισμένα λεωφορεία.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος μάς μίλησε, μάς φώναξε για την «Ιθαγένειά» μας. Και με τα τραγούδια του ήταν σαν, εν τέλει, να αποκτούσαμε τη συνείδησή της. Όσο μάς μίλησε και για τα βάσανα και για την κατάντια μας. Πάντα τρυφερά. Σαν χάδι για όσα ξεχνάμε και για όσα παθαίνουμε, βουτηγμένοι στη λήθη.
Αυτά προσπαθούσε να αρθρώσει, σε ένα λόγο σοβαρό, ενίοτε σκληρό, ακόμη και στις συνεντεύξεις του. Όμως, μιλούσε καλύτερα και πιο δυνατά, πιο επιδραστικά, όταν μάς έκανε τραγούδι.
Για τους μετανάστες, εκεί που η «φάμπρικα δεν σταματά». Για την Ελλάδα του ξεριζωμού, που «μιλά για τα παιδιά της και ιδρώνει». Ή για την Ελλάδα – Λέγκω, την ξεχαρβαλωμένη, που δεν πρέπει να τής δίνεται βοήθεια, γιατί «θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της».
Σαν ποιητής της ήττας. Όχι σαν άλλος Μανόλης Αναγνωστάκης. Σαν ροκ λυράρης της Κρήτης που έκανε τον λόγο και τους στίχους, μαχαίρια, δικράνια και δόρατα. Άλλο αν, κάποιοι, δεν βλέπαμε ή δεν θέλαμε να τα αδράξουμε.
Ναι, ναι. «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα». Που γίνονται εκεί, «πέρα από τη θάλασσα, πέρα από τα βάθη», «μαλαματένια λόγια». Στο μαντήλι. Και με ένα ταμπούρλο πάνω σε ένα σταθερό, σαν αέναο, σαν τόσο ελληνικό, αναγνωρίσιμα ελληνικό, ρυθμό, κατάφερνε – με το λόγο του Ελευθερίου – να μάς ταξιδέψει στην ελληνική ιστορία. «Πέρασαν τα όνειρα, πέρασαν τα πάθη»…
Φώναζε, καλούσε με αινίγματα, σιβυλλικά, που χτυπούσαν, όχι στο μυαλό, αλλά απευθείας στην καρδιά. Στο ελληνικό, ελληνικότατο συναίσθημα. Και σ’ εεκείνο, που το ‘χουμε κάνει καραμέλα ότι δεν υπάρχει σε άλλη γλώσσα, αλλά πλέον το έχουμε ξεχάσει: στο φιλότιμο.
«Η κρίση δεν είναι παρά σύμπτωμα της έλλειψης αυτογνωσίας», έλεγε σε μια συνέντευξή του (στο Γιώργο Κοβό). Ιδού, λοιπόν, ένα άλλο πεδίο που πάλεψε, με τα δικά του μουσικά, εκφραστικά, μέσα ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Η Αυτογνωσία. Και η Ταυτότητα. Και το πάλεψε ακριβώς την ώρα που έβλεπε ότι τα χάναμε και τα δύο.
Μακρά, δύσκολη η «Θητεία» του, εκεί. «Χρονικό» μιας προαναγγελθείσας απώλειας. «Σεργιάνι στον κόσμο» που μάς έφυγε από τα χέρια και από τη – συλλογική – μνήμη. «Αθέατος σφυγμός» ενός λαού που αφήνεται, έρμαιο, «ελεύθερος πολιορκημένος» πάντα.
Δεν νομίζω ότι μπορώ να γράψω άλλα. Νιώθω ότι έχω αρχίσει, πια, και γρατζουνάω – κι εγώ – βάναυσα όλα αυτά που, κάποτε, θα συνειδητοποιήσουμε όσα έφερε, έκανε και άφησε ανεξίτηλα σε μάς και για μάς, για την ιθαγένεια, για την αυτογνωσία, για την ελληνική ταυτότητά μας ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Σιωπή τώρα…
Πηγή: Protagon.gr