Πολλοί Έλληνες το βράδυ της Κυριακής, με την απογοητευτική συγκέντρωση του 15% στα τρία ακροδεξιά κόμματα που μπήκαν στη Βουλή, έχασαν την πολυπόθητη εμπιστοσύνη τους στο ρητό: «Η Ιστορία διδάσκει». Οι μέρες του ‘12 επέστρεψαν απαράλλακτες, με τους ίδιους φενακισμούς, την ατέρμονη βύθιση στον βάλτο της ακαμψίας, απροσγείωτοι στον στατικό αέρα μιας άκρας συντηρητικής, οπισθοδρομικής θέας του κόσμου που η εξέλιξή του αναχαιτίζεται συνεχώς απ’ τον τραμπουκισμό, τις πρακτικές ανελευθερίας, του φιμώματος, της τυφλής βίας, της ισοπέδωσης. Ακόμη και αν λοιδορούν κάποιοι τη μαντίλα στην Ανατολή ως κάτι το τελείως αναχρονιστικό, στην Ευρώπη έχουμε να πολεμήσουμε τα δικά μας τέρατα.
Το κακέκτυπο κόμμα που ζήλεψε τη δόξα της Χρυσής Αυγής, με τις προεκλογικές του αφίσες να πνίγουν μια πρωτεύουσα, που θέλει να καμαρώνει επειδή στάθηκε η μήτρα του δημοκρατικού πολιτεύματος, με το πρόσωπο ενός καταδικασμένου εγκληματία νεοναζί να επιζητεί ψήφους, και πατριδοκάπηλο, ως προς την επιλογή του ονόματος, Σπαρτιάτες, μόνο άλλο ένα βήμα προς τα πίσω σηματοδοτεί, άλλος ένας κοινωνικός αυτοπυροβολισμός, άλλη μια αποτυχία να παταχθεί ο φασισμός, άλλη μια ρήξη στην άμιλλα μεταξύ μας, διότι όταν το εσωτερικό μίσος κυριαρχεί, όλα φαίνονται έτοιμα να διαλυθούν, αναμένουν το γερό πάτημα μιας μαύρης μπότας που κλοτσά στο όνομα μιας απάνθρωπης δικαιοσύνης, στο νόημα της άβουλης χλαπαταγής.
Όχι. Ούτε να ντρεπόμαστε πρέπει, ούτε να διαμαρτυρηθούμε. Είναι πολύ αργά και για φωνές και για δάκρυα. Αποτύχαμε πλήρως. Πρωτίστως ως πολίτες που δεν σταθήκαμε εμπόδιο σ’ αυτό το κύμα που φούσκωνε ξανά μετά την άμπωτη των εκλογών ‘19 και τη δίκη του ‘20, με τη μητέρα του Φύσσα να χαίρει την αργοπορημένη δικαιοσύνη του νεκρού γιου της, τότε που όλοι πιστέψαμε σε μια αλλαγή της σελίδας και θα ξεχνούσαμε ως παλαιά κακά τους θανάτους αλλοδαπών, το ξυλοκόπημα αντιφρονούντων στο μαύρο κ.λπ. Δευτερευόντως ως κοινοπολιτεία. Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης που πελαγοδρόμησε για τους Έλληνες του Κασιδιάρη μπορεί να θεωρηθεί μείζονος σημασίας μόνο αν συγκριθεί με την επιτυχία ανοίγματος τρύπας ενός βυθιζόμενου δαχτύλου στο νερό. Διότι αυτά τα δύο φαινόμενα μπορούν να αντιπαραταχθούν ως γειτονεύοντα ως προς την αποτελεσματικότητά τους.
Βεβαίως τους ψήφισαν. Πολλοί. Είναι ένας εσμός που ειδωλοποιεί το χάος ή άνθρωποι εξαπατημένοι του θυμικού τους; Τίποτα απ’ τα δύο. Μας χωρίζουν πολλά χρόνια απ’ την επικράτηση των σβαστικοφόρων. Έχουν απονευρωθεί οι μνήμες, είμαστε δούλοι μιας αντιδραστικής ατονίας που πυργώνει απ’ την άγρια και ανελεή πραγματικότητα: οι φόνοι, τα εγκλήματα, τα δυστυχήματα, οι πόλεμοι, οι ξεριζωμοί, οι ομαδικοί θάνατοι δεν μας συγκινούν πια γιατί προέρχονται από ένα παράθυρο που μεταφέρει μια άσχημη και δυσοίωνη ηχώ ενός κόσμου στον οποίο δεν θέλουμε ν’ ανήκουμε, περνώντας αβίαστα σε μια εποχή όχι μόνον ιδεολογικής στασιμότητας αλλά και αποκρουστικής απάθειας για τον συνάνθρωπο και συμπολίτη. Φάνηκε και απ’ τη μεγαλύτερη αποχή που έχει καταγραφεί απ’ το 1974: 47,17% Αν το πάρουμε αυστηρώς αριθμητικά μόλις οι 241.625 ψήφοι, έναντι των σχεδόν δέκα εκατομμυρίων εγγεγραμμένων, επέλεξαν και τα κατάφεραν να μπει η σβάστικα στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Θα πει κάποιος πως είναι εκλογικό δικαίωμα, πρέπει να αντιπροσωπευθούν και αυτοί οι χιλιάδες ψηφοφόροι. Το πρόβλημα δεν έγκειται εκεί. Το πρόβλημα έγκειται στην ιδεολογία της επιβολής: αν δεν συμφωνούμε, δεν βρίσκουμε μια μέση λύση, για την ακρίβεια όλοι οι δρόμοι επικοινωνίας είναι αποκομμένοι και μόνο με τον πέλεκυ μπορούν να λυθούν οι διαφορές. Αυτός ο τρόπος σκέψης είναι μικρόβιο στον οργανισμό μιας δημοκρατίας που ήδη δεινοπαθεί και από άλλα προβλήματα. Είναι διαμελισμένη η βάση όταν η αντιμετανάστευση ελαύνει και ο εθνικισμός φτάνει να μετρά νεκρούς στους δρόμους. Ο ευρωσκεπτικισμός είναι απολύτως θεμιτός όταν κρατείται μέσα στο πλαίσιο των καθολικών δικαιωμάτων, όταν η εξολόθρευση δεν είναι μέτρο λύσης, όταν η μισαλλοδοξία δεν χαρακτηρίζει και δεν φιλτράρει τη σκέψη. Οι εμμονές αυτές δεν χαρακτηρίζουν μόνο την Ελλάδα. Έχουμε τη Μελόνι στην Ιταλία, τον Όρμπαν στην Ουγγαρία, τον Πούτιν στη Ρωσία, τον Ερντογάν στην Τουρκία. Ολοένα και πυκνώνουν οι θάμνοι με τα μυτερά αγκάθια που αγκυλώνουν τον προοδευτισμό. Με τα φαντάσματα του παρελθόντος στην κεφαλή, νομίζουν μερικοί πως το χτίσιμο γεφυρών προς το κάστρο της ευημερίας μπορούν να θεμελιωθούν πιο γερά. Μόνο που ξεχνούν πως η παγίωση που υπηρετούν δεν έχει να κάνει με διαχρονικές αξίες, αυτές ούτως ή άλλως στήνονται στον τοίχο ως ασύδοτες, υπερβολικά ελευθεριακές, αλλά με την παρωπιδική προσέγγιση που ακολουθούν στα πάντα.
Όπως έλεγε και ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «Αν ο συνομιλητής μου με τον οποίο διαφωνώ βγάλει το ρεβόλβερ του, η συζήτηση σταματά ακαριαία».
*Απόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών