Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ!

του Στρατή Πασχάλη

( ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ )

Παράγγειλα καφέ και στάθηκα να τον πιω στα όρθια. Κανείς δεν είχε βλέμμα.
Όλοι με μάτια τάφου.

Τότε κατάλαβα πως ο νεκρός θεός είναι θαμμένος μέσα μας, κι όλος μας ο σκοπός είναι ν' αναστηθεί.

Ανακάλυπτα διαρκώς σκάβοντας μες στο νου μου θαμμένες πασχαλιές. Εκταφή λουλουδιών της σκέψης.

Ήταν άνοιξη. Έκανε παγωνιά. Το Πάσχα είχε έρθει νωρίς.
Λεπτομέρεια τοιχογραφίας του Πιέτρο Λορεντσέτι, Ασίζη

[ ΤΣΕΧΩΦ ]

Αντί να ζού­με αλη­θι­νά, με­τα­φρά­ζου­με τη ζωή
αντί να πε­θαί­νου­με πράγ­μα­τι, με­τα­γλωτ­τί­ζου­με τον θά­να­τό μας.
Ο νε­κρός θε­ός θαμ­μέ­νος στο βλέμ­μα του κα­θε­νός μας
κι η ζωή μας, ο τά­φος του
κι ο κα­θέ­νας μας όταν κοι­τά­ζει τον άλ­λο στα μά­τια
πα­σχί­ζει ανώ­φε­λα τον νε­κρό θεό ν’ ανα­στή­σει
εκεί­νος όμως έχει πε­θά­νει απο­φα­σι­σμέ­νος
να μην ξυ­πνή­σει πο­τέ.
Τι ατυ­χία. Τι φρί­κη. Αυ­τό το πέν­θος το ατέ­λειω­το
αυ­τή η αγια­σμέ­νη ανά­μνη­ση που τη σκε­πά­ζει τώ­ρα
ένα σύν­νε­φο φτιαγ­μέ­νο από βιο­λέ­τες,
βιο­λέ­τες, βιο­λέ­τες μέ­χρι τη θά­λασ­σα
που κι αυ­τή από­κτη­σε από­το­μα από­χρω­ση βιο­λε­τιά
μια και θά­φτη­κε ο ήλιος πια
και τα σύν­νε­φα απέ­να­ντι έγι­ναν
στέ­φα­να με­νε­ξέ­δων.
Έτσι εί­ναι πά­ντα η λύ­πη. Χτί­ζε­ται με δά­ση
και με τρι­σά­για και προσ­δο­κί­ες
για πο­λύ μα­τω­μέ­να απο­γεύ­μα­τα
κρυμ­μέ­να από σύν­νε­φα κα­θη­με­ρι­νής πα­ρακ­μής.
Όλα αυ­τά που μου λέ­τε ωστό­σο εί­ν’ εφιαλ­τι­κά
για­τί αντί να ζού­με αλη­θι­νά, με­τα­φρά­ζου­με τη ζωή
σε θέ­α­τρο, με­τα­γλωτ­τί­ζου­με το θά­να­το
σε ποί­η­ση….
Κι εγώ…. Κι εγώ…
Αχ, πό­σο σας αγα­πώ… Πό­σο σας θέ­λω…
Κι όμως δεν μπο­ρώ ν’ αγ­γί­ξω πα­ρά μό­νο
την άκρη των χρυ­σών σας μαλ­λιών
κι όλα τα υπό­λοι­πα να τα φα­ντα­στώ
αφού εί­ναι δύ­σκο­λο να παί­ξει κα­νείς το ρό­λο του στη ζωή
δύ­σκο­λο να παί­ξει κα­νείς τον ρό­λο του
χω­ρίς να’ ναι ζω­ντα­νός χα­ρα­κτή­ρας,
χω­ρίς να’ ναι καν ζω­ντα­νός,
μα ού­τε και νε­κρός, αγα­πη­τή μου !

———— ≈ ————

Δεν ήταν ποί­η­ση αυ­τό. Ήτα­νε απο­τύ­πω­μα των όσων προ­ε­τοί­μα­ζε για μέ­να η μοί­ρα.
Θαμ­μέ­νη κι αυ­τή βα­θειά μες στους στί­χους.
Δεν ήταν άνοι­ξη αυ­τό, ήταν βη­μα­τι­σμός ετοι­μο­θα­νά­του προς το ικρί­ω­μα πά­νω σ' αν­θι­σμέ­νο χλο­ε­ρό μο­νο­πά­τι.
Κι απέ­να­ντι ο δή­μιος ήταν αυ­τός που πε­ρί­με­να χρό­νια για να μου πει πως η ανά­στα­ση
θα συμ­βεί.
Τό­τε κα­τά­λα­βα πως ήμου­να απλώς κα­τα­γε­γραμ­μέ­νος μέ­σα σ' ό,τι αρ­γό­τε­ρα θα κα­τέ­γρα­φα.
Ρό­λος Εσταυ­ρω­μέ­νου, που όμως τα καρ­φιά του εί­ναι αλη­θι­νά.

———— ≈ ————

Έσκυ­ψα στο κου­βού­κλιο με μια ρα­νί­δα
στα χεί­λη μου αν­θό­νε­ρου, κι εκεί
Κά­του απ’ τους αν­θούς, τ’ ολό­α­χνο σμάλ­το, εί­δα :
του πε­θα­μέ­νου του Άδω­νη ήταν σάρ­κα μα­λα­κή
και στο πλευ­ρό εί­χε μι­κρή λα­βω­μα­τιά
σαν ανε­μώ­να που πό­νε­σε βα­θιά.

Ασπά­στη­κα.

Το ρα­διό­φω­νο σώ­πα­σε. Μό­νο το χρατς χρατς του φθαρ­μέ­νου δί­σκου.
Πε­ρί­πα­τος κά­τω απ’ την ανοι­ξιά­τι­κη βρο­χή
ο ήχος των στα­γό­νων. Μη­δε­νι­κή ανο­χή
της μειο­νό­τη­τες των λυ­ρι­σμών. Μέ­γι­στη απο­δο­χή
της νε­κρής ποί­η­σης. Κά­τω απ’ αυ­τή τη λά­σπη του ήχου της βρο­χής
ή της βε­λό­νας στον χα­λα­σμέ­νο δί­σκο του ‘ 70
κρύ­βε­ται το ποί­η­μα:
«Les pieds dans les glaïeuls, il dort. Souriant comme
Sourirait un enfant malade, il fait un somme :
Nature, berce-le chaudement : il a froid…. »
Το χρατς χρατς του φθαρ­μέ­νου δί­σκου. Ο ήχος της βρο­χής
ρυθ­μός και κρό­τος… Βρεγ­μέ­να ρο­δο­πέ­τα­λα
κά­τω απ’ το κου­βού­κλιο­πλεγ­μέ­να κλα­διά επι­τύμ­βιου δέ­ντρου
σκε­πά­ζουν το σμάλ­τι­νο πτώ­μα του Κοι­μι­σμέ­νου.

———— ≈ ————

[ QVO VADIS? ]

«Πού πη­γαί­νεις ;
Πού προ­χω­ρείς ;
Για­τί δεν γυ­ρί­ζεις να με κοι­τά­ξεις;
Μή­πως πε­τρώ­σω από το βλέμ­μα σου ;
Ή μή­πως για­τί έχεις στε­ρη­θεί ακό­μα και το βλέμ­μα σου,
Κύ­ριε ;»
Στη διά­βα­ση σε πε­ρί­με­να, Θε μου, και σ' εί­δα απέ­να­ντι.
Στη διά­βα­ση άνα­ψε πρά­σι­νο, και δεν ήσουν εσύ.
Βλέμ­μα με­τέ­ω­ρο στην κο­σμο­συρ­ροή – πα­ραί­σθη­ση–
μα­βί κά­λε­σμα του αγνώ­στου
θαμ­μέ­νος μέ­σα του ο πε­θα­μέ­νος θε­ός.
Τε­λε­τουρ­γί­ες
του Διό­νυ­σου, του Βά­αλ
του Μή­θρα, της Περ­σε­φό­νης.
Μυ­στή­ρια θαμ­μέ­να στο κοί­ταγ­μα αυ­τό
το τυ­χαίο μες στην οχλο­βοή.

———— ≈ ————

[ RHAPSODY IN BLUE ]

Κά­τι γα­λά­ζιο από νε­κρό εί­χε το δέρ­μα των αν­θρώ­πων.
Ήταν γα­λά­ζια η επο­χή μου…
Γα­λά­ζιος ου­ρα­νός του δει­λι­νού, εί­ναι ένα πτώ­μα
που άρ­χι­σε να μπλα­βί­ζει.
Κι εδώ, στη γέ­φυ­ρα, γερ­τό το με­λα­νό μου σώ­μα
κι ένας τρε­λός να στα­μα­τά­ει, να βρί­ζει
το Κε­νό, το μπλε κε­νό βλέμ­μα της Σφίγ­γας
κι ο οβε­λί­σκος τρυ­πά­ει γλαυ­κά τα νέ­φη
σα λόγ­χη κο­ντα­ριού των Ίν­κας,
κι ένα άγαλ­μα το βλέμ­μα του το θα­λασ­σί απο­στρέ­φει.
Τι νύ­χτα αυ­τή, από κο­βάλ­τιο, σαν Παρ­θε­νώ­νας
και σαν τη λε­ω­φό­ρο των Ηλυ­σί­ων,
εί­μα­στε αιχ­μά­λω­τοι μιας βα­θυ­γά­λα­ζης ει­κό­νας,
κι εί­ναι μα­κριά, πο­λύ μα­κριά η Πα­τη­σί­ων !
Μπλε, όλα μπλε, τα σώ­μα­τα, τα μά­τια
τα νύ­χια, τα μαλ­λιά και το κρα­σί
που πί­νου­με, ίδιο με­λά­νι, τα πα­λά­τια
κι αυ­τά εί­ναι μπλε, κι εσύ, κι εσύ , κι εσύ, κι εσύ –
ω Μπλε Κο­ρί­τσι μες στο κά­δρο – ενώ κοι­μά­σαι,
γα­λά­ζιο αγό­ρι, σ’ ένα φέ­ρε­τρο νω­θρά,
κι ού­τε μι­σείς ού­τε πο­νάς ού­τε λυ­πά­σαι
αφού εί­σαι χρώ­μα­τα, μπλε χρώ­μα­τα, ξε­ρά –
Ω τι πορ­τρέ­το πε­θα­μέ­νου ! Ω τι γρα­σί­δι
τό­σο κυα­νό μέ­σα στην πρά­σι­νη επο­χή !
Κι ένας νε­κρός Θε­ός – απο­κα­θη­λω­μέ­νος ήδη–
κορ­μί από λου­λά­κι που λιώ­νει στη βρο­χή !

———— ≈ ————

[ ΑΣΤΕΓΟΣ ]

Τι να' ναι από­ψε αυ­τό, μή­νυ­μα του άλ­λου κό­σμου,
εξή­γη­σέ μου, αό­ρα­τε εαυ­τέ...
— Δεν εί­ναι πα­ρά μια ιδέα δό­σμου
πά­νω στα χεί­λη σου, αχ φί­λε μου κου­τέ !....
Αυ­τά εί­ναι λό­για του ανέ­μου και της ώρας
που έχει στα­θεί εδώ στο πλάι, κι ανα­πο­λεί....
Κά­τω από σύν­νε­φα γα­λά­ζιας μπό­ρας
κι εί­ναι σαν στά­χτη η συν­νε­φιά, κι εί­ναι θο­λή
αυ­τή η Αί­σθη­ση του Αγ­γέ­λου που απο­μέ­νει
πά­νω απ' την πό­λη σαν τα διά­πλα­τα φτε­ρά –
τι μο­να­ξιά πυ­κνο­κα­τοι­κη­μέ­νη
από χι­λιά­δες όνει­ρα που τρέ­χουν σα νε­ρά....
Ω Θε μου εσύ, απο­κα­θη­λω­μέ­νε,
που' σαι γυ­μνός ανά­σκε­λα στου πάρ­κου τη βρα­γιά,
κι εί­ναι οι πλη­γές σου με­νε­ξέ­δες – Λα­τρε­μέ­νε,
περ­νάω αδιά­φο­ρος και σε κοι­τώ, κι ού­τε ένα “γειά”
δεν κα­τα­δέ­χο­μαι να σου απευ­θύ­νω,
μό­νο στον άστε­γο που μες στον δρό­μο κα­τοι­κεί,
μό­νο σ' αυ­τόν τον οβο­λό μου δί­νω,
και συ­νε­χί­ζω να ονει­ρεύ­ο­μαι, και να τρα­βάω για Εκεί.....

———— ≈ ————

[ Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ ]

… between the violet and the violet…

Βιο­λέ­τες και με­νε­ξέ­δες και μωβ τρια­ντά­φυλ­λα
κι άλ­λες βιο­λέ­τες κι άλ­λοι με­νε­ξέ­δες
κι άλ­λα κρί­να μέ­σα στα κρί­να
κι ανε­μώ­νες και φρέ­ζιες και γα­ρύ­φαλ­λα
και μι­κρά γα­λά­ζια λου­λού­δια ανώ­νυ­μα
και χω­νά­κια βα­θυ­κύ­α­να και πά­λι βιο­λέ­τες
και πά­λι με­νε­ξέ­δες και πά­λι μωβ τρια­ντά­φυλ­λα
μέ­σα στα κόκ­κι­να τρια­ντά­φυλ­λα
και στα λι­γό­τε­ρο κόκ­κι­να τρια­ντά­φυλ­λα
και στα πε­ρισ­σό­τε­ρο κόκ­κι­να τρια­ντά­φυλ­λα
τα σχε­δόν μαύ­ρα τα βε­λου­δέ­νια
Βιο­λέ­τες μό­νο βιο­λέ­τες μες τις βιο­λέ­τες
και μό­νο με­νε­ξέ­δες πι­κρού γα­λά­ζιου
και βιο­λέ­τες ανά­με­σα στις βιο­λέ­τες και τις βιο­λέ­τες
και παν­σέ­δες και βιο­λέ­τες ενός άλ­λου με­νε­ξε­δέ­νιου
και λευ­κές βιο­λέ­τες κι άγριοι παν­σέ­δες
κι ήμε­ροι παν­σέ­δες κι άσπρες βιο­λέ­τες
και παν­σέ­δες ού­τε άγριοι ού­τε ήμε­ροι
μό­νο παν­σέ­δες
Και μι­κρά πορ­φυ­ρά λου­λού­δια που δεν έχουν όνο­μα
κι άλ­λα πολ­λά λου­λού­δια που έχουν όνο­μα
κι άλ­λες βιο­λέ­τες πιο βιο­λέ­τες κι απ’ τις βιο­λέ­τες
και πά­λι με­νε­ξέ­δες και πά­λι γα­ρύ­φαλ­λα
και πά­λι κρί­νοι και πά­λι εκεί­νο το λου­λού­δι
το Μο­να­δι­κό
που δεν υπάρ­χει ού­τε στα μπου­κέ­τα
ού­τε στα παρ­τέ­ρια
ού­τε στα αν­θο­πω­λεία
και που εί­ναι μια βιο­λέ­τα που δεν εί­ναι βιο­λέ­τα
εί­ναι το πά­θος το πέν­θος το άν­θος
θαμ­μέ­νο μες στα λου­λού­δια αθέ­α­το και νε­κρό
το Απόν

Πηγή: https://www.hartismag.gr/