Ο αδελφός
Μπροστά στο παράθυρο στεκόταν μια νεαρή κοπέλα και κοιτούσε σκεπτική το βρόμικο λιθόστρωτο. Πίσω της στεκόταν ένας νεαρός με στολή δημοσίου υπαλλήλου. Ο νεαρός έστριβε αμήχανα τα μουστάκια του και μιλούσε με τρεμάμενη φωνή:
«Σύνελθε, αδελφή! Κάνε μου τη χάρη! Πες όχι σ’ αυτόν τον κοιλαρά αλευρέμπορο! Στείλε στα τσακίδια αυτόν τον αναθεματισμένο χοντρομούρη, που κακόχρονο να ‘χει! Κάνε μου αυτήν τη χάρη!»
«Δεν μπορώ, αδελφούλη! Του έδωσα τον λόγο μου».
«Σε ικετεύω! Λυπήσου το όνομά μας! Εσύ είσαι ευγενής, αριστοκράτισσα, μορφωμένη, κι αυτός είναι ένας χωριάτης που φτιάχνει κβας’, ένας χοντράνθρωπος! Κατάλαβέ το, τρελή! Ο άνθρωπος πουλάει κβας που ζέχνει και μουχλιασμένες ρέγκες! Ένας απατεώνας είναι! Εσύ χθες του υποσχέθηκες να τον παντρευτείς, κι αυτός σή- μερα το πρωί βούτηξε από τη μαγείρισσά μας πέντε καπίκια. Ρουφάει το αίμα της φτωχολογιάς! Πού πήγαν λοιπόν τα όνειρά σου; Ε; Αχ, Θεέ μου, Θεέ μου! Ε; Μα εσύ αγαπάς τον Μίσκα Τριοχβόστοφ, τον συνάδελφο από το τμήμα μου, αυτόν ονειρεύεσαι! Και σ’ αγαπάει κι αυτός…»
Η αδελφή γίνεται κατακόκκινη. Το πιγούνι της άρχισε να τρέμει, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ήταν φανερό ότι ο αδελφός της είχε βρει το πιο ευαίσθητο σημείο της.
«Και τον εαυτό σου καταστρέφεις και τον Μίσκα καταστρέφεις! Ο άνθρωπος άρχισε να πίνει… Αχ, αδελφή, αδελφή! Κολακεύτηκες με τα λεφτά του χοντράνθρωπου, με τα σκουλαρικάκια και τα βραχιολάκια. Παντρεύεσαι από συμφέρον, μέσα στην παραζάλη σου… Αυτό είναι αθλιότητα… Παντρεύεσαι έναν αγράμματο… Αυτός ούτε τ’ όνομά του δεν ξέρει να γράφει! Μήτρι Νεκολάγιεφ γράφει. Νεκολάγιεφ, ακούς εκεί; Νεκολάγιεφ αντί Νικολάγεφ… Το κτήνος! Είναι γέρος, άξεστος, ατσούμπαλος… Έλα, κάνε μου τη χάρη!» Η φωνή του αδελφού τρεμούλιασε και βράχνιασε. Ο αδελφός ξερόβηξε και σκούπισε τα μάτια του. Και το πιγούνι του άρχισε να ανεβοκατεβαίνει. «Του έδωσα τον λόγο μου, αδελφούλη. Άλλωστε η φτώχεια μας μου προκαλεί πια αηδία…»
«Ε, λοιπόν αφού έφτασαν εκεί τα πράγματα, θα σου μιλήσω! Δεν ήθελα να ρεζιλευτώ μπροστά σου, αλλά θα σου μιλήσω… Καλύτερα να χάσει κανείς την καλή του φήμη παρά να δει την ίδια του την αδελφή να καταστρέφεται… Άκου, Κάτια, ξέρω ένα μυστικό για τον αλευρέμπορό σου. Αν μάθεις κι εσύ αυτό το μυστικό, θα τον απαρνηθείς αμέσως… Να ποιο είναι αυτό… Ξέρεις σε ποιο άθλιο μέρος τον συνάντησα κάποτε; Ξέρεις; Ε;»
«Σε ποιο μέρος;»
Ο αδελφούλης άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά δεν πρόλαβε. Στο δωμάτιο μπήκε ένας νεαρός που φορούσε ένα μακρύ πανωφόρι, βρόμικες μπότες και στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο σακούλι. Σταυροκοπήθηκε και στάθηκε πλάι στην πόρτα.
«Ο Μίτρι Τερέντιτς σας χαιρετά» απευθύνθηκε στον αδελφό “και με πρόσταξε να σας ευχηθώ να έχετε καλή Κυριακή… Κι αυτό, λέει, να το παραδώσω στα χέρια σας».
Ο αδελφός κατσούφιασε, πήρε το σακούλι, του έριξε μια ματιά και χαμογέλασε περιφρονητικά.
«Τι έχει εδώ μέσα; Καμιά βλακεία θα ‘ναι… Χμ… Ένα κεφάλι ζάχαρη…
Ο νεαρός έβγαλε από το σακούλι το κεφάλι της ζάχαρης, το ξεσκέπασε και του έκανε μια στράκα με το δάχτυλό του.
«Χμ… Ποιανού εργοστασίου είναι; Του Μπομπρίνσκι; Μάλιστα… Κι αυτό τσάι είναι; Κάτι σαν να μυρίζει… Σαρδέλες… Ένα κραγιόν στα καλά καθούμενα… Σταφίδες με τυρί… Πάει να μας καλοπιάσει, μας άρχισε στις γαλιφιές… Όχι, φιλαράκο μου! Δεν θα μας καλοπιάσεις! Γιατί έβαλε και καφέ εδώ μέσα; Εγώ δεν πίνω καφέ. Ο καφές βλάπτει… πειράζει στα νεύρα… Εντάξει, πήγαινε! Δώσ’ του χαιρετίσματα!»
Ο νεαρός βγήκε. Η αδελφή πετάχτηκε προς το μέρος του αδελφού, τον άρπαξε από το μπράτσο… Ο αδελφός της την επηρέασε πολύ με τα λόγια του. Μια λέξη ακόμα και θα τον έδιωχνε τον αλευρέμπορο!
«Μίλα λοιπόν! Μίλα! Πού τον είδες;»
«Πουθενά… Αστειευόμουν… Κάνε ό,τι νομίζεις!» της λέει ο αδελφούλης της, και κάνει άλλη μια στράκα με το δάχτυλό του στο κεφάλι της ζάχαρης.
Ο απρόβλεπτος Κύριος Τσέχοφ
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Πηγή: https://www.lecturesbureau.gr/