«βίγλα αψηλή στα φρένα μας η μνήμη»
Καζαντζάκης
Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου ο Γιάννης Ρίτσος συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Ιππόδρομο, όπου ήδη είναι συγκεντρωμένοι αριστεροί και διάφοροι «επικίνδυνοι» δημοκράτες πολίτες. Σε λίγες μέρες παίρνει πάλι το δρόμο της εξορίας. Πρώτος σταθμός ήταν η Γυάρος, γνωστό και ως «νησί του διαβόλου». Η διεθνής κοινότητα, και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, κινητοποιείται εναντίον του καθεστώτος. Διαδηλώσεις, εκκλήσεις για την απελευθέρωση των κρατουμένων, καταγγελίες για τις συνθήκες κράτησης ανάγκασαν τους δικτάτορες να κλείσουν τη Γυάρο και να οργανώσουν δυο στρατόπεδα στη Λέρο, στο Λακκί και στο Παρθένι. Εκεί μεταφέρεται ο ποιητής την 1η Ιουλίου. Τον Αύγουστο ο Ρίτσος αρχίζει τον μονόλογο Αίας, που θα περιληφθεί στην Τέταρτη Διάσταση, και τον Νοέμβριο γράφει ποιήματα που θα συγκροτήσουν τη συλλογή Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη. Στη Λέρο γράφει τη συλλογή Πέτρες ενώ ήδη ο ποιητής έχει διαγνωστεί με καρκίνο. Αυτό που κυριαρχεί στη συλλογή είναι το γυμνό, νεκρό τοπίο. Στις Επαναλήψεις το υλικό του ποιητή αντλείται από τον αρχαίο μύθο και την Ιστορία. Υπάρχουν αλληγορίες που αφορούν τις παρούσες δοκιμασίες και οικεία κακά. Άρρωστος και ανήμπορος ο ποιητής οδηγείται στο σπίτι της γυναίκας του στη Σάμο σε κατ’ οίκον περιορισμό. Μέσα σε συνθήκες αναγκαστικής απομόνωσης και περιορισμού γράφει τη συλλογή Κιγκλίδωμα, που είναι διαποτισμένη από το κλίμα της τρομοκρατίας που βιώνει ο ποιητής. Σε κάθε του έξοδο από το σπίτι παρακολουθείται από χαφιέδες και αστυνομικούς, η αλληλογραφία του κατακρατείται και του απαγορεύεται η οποιαδήποτε κουβέντα με άλλους εκτός της οικογένειάς του. Αυτές οι τρεις συλλογές (1968-69), γραμμένες σε τσιγαρόχαρτα στο μέγεθος πακέτου τσιγάρων, θα βγουν κρυφά από την Ελλάδα το 1969 με την βοήθεια φίλων και θα εκδοθούν σ’ έναν τόμο (Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα) για πρώτη φορά στη Γαλλία, το 1971, με πρόλογο του Λουί Αραγκόν.Στη Σάμο ο ποιητής ξαναβρίσκει τα χαμένα από τις αλεπάλληλες μετακινήσεις Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής Πατρίδας, ποιήματα που είχε γράψει τον προηγούμενο χρόνο (1968) στη Λέρο. Ο Μίκης Θεοδωράκης του ζητούσε κάτι ανέκδοτο για να το μελοποιήσει. Έτσι ο Ρίτσος τα συμπληρώνει και τα στέλνει κρυφά στον Μίκη στη Γαλλία για να τα μελοποιήσει. Αυτά τα μελοποιημένα ποιήματα θα τραγουδηθούν σε όλες τις αντιδικτατορικές συναυλίες στο εξωτερικό. Την ίδια χρονιά γράφει τον Αφανισμό της Μήλος, ένα χορικό εμπνευσμένο από τον Θουκυδίδη. Ο στόχος του ποιητή είναι το στρατιωτικό καθεστώς και η βία των ισχυρών. Μέσα στην δικτατορία ο ποιητής γράφει ή ολοκληρώνει τους αρχαιόθεμους μονολόγους που εντάχθηκαν στον τόμο Τέταρτη Διάσταση. Τα ποιήματα αυτά που γράφτηκαν στην εξορία και την απομόνωση είναι ποιήματα αναδίπλωσης και μνήμης.
Ο τόπος μας (από τη συλλογή Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη)
«Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο με το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα
μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα».
Μετά την ήττα (Λέρος, 1968 Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα)
«Ύστερ’ απ’ την πανωλεθρία των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς, και λίγο αργότερα
μετά την τελική μας ήττα, — πάνε πια οι ελεύθερες κουβέντες μας, πάει κι η Περίκλεια αίγλη,
η άνθηση των Τεχνών, τα Γυμναστήρια και τα Συμπόσια των σοφών μας. Τώρα
βαριά σιωπή στην Αγορά και κατήφεια, κι η ασυδοσία των Τριάντα Τυράννων.
Τα πάντα (και τα πιο δικά μας) γίνονται ερήμην μας, χωρίς καθόλου
τη δυνατότητα μιας κάποιας προσφυγής, μιας υπεράσπισης ή απολογίας,
μιας έστω τυπικής διαμαρτυρίας. Στη φωτιά τα χαρτιά και τα βιβλία μας·
κι η τιμή της πατρίδας στα σκουπίδια. Κι αν γινόταν ποτέ να μας επέτρεπαν
να φέρουμε για μάρτυρα κάποιον παλιό μας φίλο, αυτός δε θα δεχόταν από φόβο
μήπως και πάθει τα δικά μας — με το δίκιο του ο άνθρωπος. Γι’ αυτό
καλά είναι εδώ, — μπορεί και ν’ αποχτήσουμε μια νέα επαφή με τη φύση
κοιτώντας πίσω από το σύρμα ένα κομμάτι θάλασσα, τις πέτρες, τα χορτάρια,
ή κάποιο σύννεφο στο λιόγερμα, βαθύ, βιολετί, συγκινημένο. Κι ίσως
μια μέρα να βρεθεί ένας νέος Κίμωνας, μυστικά οδηγημένος
από τον ίδιο αϊτό, να σκάψει και να βρει τη σιδερένια αιχμή απ’ το δόρυ μας,
σκουριασμένη, λιωμένη κι αυτήν, και να την κουβαλήσει επίσημα
σε πένθιμη ή δοξαστική πομπή, με μουσική και στεφάνια στην Αθήνα».
Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι.
Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί τους βόγκους και τα ζήτω
Κι αν κάνει πως τα τραγουδά ραγίζουν τα λιθάρια.
(από τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, Παρθένι Λέρου 1968)
* Η Δέσποινα Παπαδοπούλου είναι φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας
Πηγή: https://www.fractalart.gr/