"Το χωριό μου και τα γύρω χωριά, το βόρειο συγκρότημα του νησιού γενικά, δεν είχε τότε γυμνάσιο. Πολλά παιδιά αφού τελείωναν το δημοτικό τα έβγαζαν από το σχολείο, τα απασχολούσαν σε αγροτικές ή σε οικιακές -τα κορίτσια- δουλειές. Οι δικοί μου γονείς ήθελαν να συνεχίσω, ήμουν και πολύ καλός μαθητής. Με έγραψαν στο γυμνάσιο στην πόλη της Κέρκυρας. Μού έπιασαν μια κάμαρη σε ένα σπίτι κάτι γνωστών τους. Τα σχολεία τότε δούλευαν εξαήμερο. Σάββατο απόγευμα επέστρεφα διά θαλάσσης, με το καϊκάκι, στο χωριό, κράταγα έναν μπόγο με τα ρούχα μου, να μού τα πλύνει η μάνα μου. Δευτέρα ξημερώματα πάλι πίσω. Οι χωραΐτες μάς κορόιδευαν εμάς τους χωριάτες, ίσως και να μάς ζήλευαν κατά βάθος που ήμασταν τόσο ανεξάρτητοι από τα δώδεκά μας. Στα αθλητικά όμως τούς βάζαμε τα γυαλιά. Τα καλοκαίρια δούλευα μικροπωλητής. Έξω από τον Άγιο Σπυρίδωνα έδινα μαντολάτα και συκομαϊδες στους τουρίστες...".
Ο κύριος που μού διηγείται τα πρώτα νιάτα του με περνάει εννέα χρόνια. Ό,τι περιγράφει δεν συνέβαινε στο απώτατο παρελθόν. Έτσι ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στις πιο φτωχές, στις πιο δυσπρόσιτες περιοχές έπρεπε να μπει πρώτα η χώρα μας στην ΕΟΚ, το 1980, να ρίξει έπειτα ο Ανδρέας Παπανδρέου λεφτά στην ύπαιθρο για να αρχίσει το βιωτικό επίπεδο να ανεβαίνει.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Κερκυραίος φίλος μου δεν ελεεινολογεί την παιδική του ηλικία και την εφηβεία του. Δεν παριστάνει τον Όλιβερ Τουίστ ή τον μικρό Βασιλάκη Καΐλα από τα κινηματογραφικά μελοδράματα της εποχής. Το πνεύμα του είναι σχεδόν νοσταλγικό. Μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι πρόκοψε. Πέτυχε στη "Βιομηχανική" (έτσι ονομαζόταν τότε το "Πανεπιστήμιο Πειραιά"). Με τα εφόδια που πήρε στη σχολή του, προσελήφθη λογιστής στην ακτοπλοΐα. Μπήκε έπειτα υπάλληλος σε ένα λογιστικό γραφείο και προτού συμπληρώσει τα τριάντα άνοιξε το δικό του. Θεωρείται σήμερα ευκατάστατος. Εξακολουθεί ωστόσο να δίνει το παρών στη δουλειά του κάθε πρωί στις οκτώ, να μένει ως αργά το απόγευμα. Νοιώθει κυρίως χορτάτος από τη ζωή.
"Έδινε η εποχή σου περισσότερες ευκαιρίες;" τον ρωτάω.
Μπαίνει σε σκέψη. "Εάν κρίνω από τα εγγόνια μου, οι δάσκαλοι μάς μάθαιναν τότε πολύ καλύτερα γράμματα. Ο ορίζοντας μας, από την άλλη, ήταν ασύγκριτα στενότερος – ιδέα δεν είχαμε τι συνέβαινε στο εξωτερικό, καλά-καλά ούτε καν στην Αθήνα. Εάν εξαιρέσεις τα όσα μας έλεγαν οι Εγγλέζες και οι Σκανδιναβές που καμακώναμε στις ντισκοτέκ…" χαμογελάει. "Άκου: η μεγάλη διαφορά ήταν ότι εμείς, μεγαλωμένοι από γονείς που είχαν περάσει πόλεμο, Κατοχή, δεν νοιώθαμε η κοινωνία ή το κράτος να μάς χρωστάει το παραμικρό. Τραβιόμασταν για την πάρτη μας. Η ευθύνη της ζωής μας έπεφτε αποκλειστικά σχεδόν στους ώμους μας. Έβλεπες μια ευκαιρία; Την άρπαζες δίχως δεύτερη σκέψη. Ποτέ δεν θα αισθανόσουν τότε πως επειδή είχες τελειώσει το γυμνάσιο ή επειδή φοιτούσες σε κάποια σχολή θα σού έπεφτε η μύτη εάν έκανες μεροκάματο στο γιαπί. Ακόμα και οι συλλογικές κινητοποιήσεις, οι συνδικαλιστικοί αγώνες, είχαν τότε έναν άλλον δυναμισμό. Συγκεντρώνονταν οι οικοδόμοι στην Πλατεία Κάνιγγος και έτρεμε η γη. Διεκδικούσαν χειροπιαστά πράγματα: ψηλότερα μεροκάματα, ευνοϊκότερους όρους ασφάλισης. Πέρασα τις προάλλες από τη διαδήλωση για τα Τέμπη και δεν κατάλαβα τι ακριβώς ζητούσε ο κόσμος. Να πέσει ο Μητσοτάκης; Να ξαναγίνει ολοκληρωτικά δημόσιος ο ΟΣΕ; Να κρεμάσουν τον σταθμάρχη ή να τον αθωώσουν;"
Διαβάζω στο "Βήμα της Κυριακής" ένα ολοσέλιδο ρεπορτάζ για την εργασιακή δυσφορία της νέας γενιάς. "Το κλίμα στη δουλειά μου ήταν τελείως τοξικό" δηλώνει μια κυρία τριανταπέντε ετών, η οποία παραιτήθηκε από εταιρεία διαχείρισης ιστοσελίδων. "Μεγάλες αίθουσες με γραφεία κολλημένα, ένας κακός εργοδότης, μια ζωή που δεν ήταν δική μου…" "Αυτός που προσφέρει συνεχώς σε μια εργασία, αν ζητήσει μια άδεια, δεν πρέπει να μπει στη διαδικασία να αιτιολογήσει για ποιους λόγους τη θέλει" προσθέτει μία άλλη. "Δεν πρέπει να δικαιολογεί τα αυτονόητα ούτε να λείπει από τη δουλειά για έκτακτες συνθήκες μόνο…"
Εάν μού ανέφεραν τα παραπάνω ως λόγους παραίτησης, θα απαντούσα το αυτονόητο. Καμία δουλειά, ποτέ και πουθενά, δεν εγγυάται στους υπαλλήλους της μικρά, καλαίσθητα δωμάτια - ο καθένας το δικό του. Ούτε καλοσυνάτους διευθυντές με τη γλυκιά κουβέντα στο στόμα. Το να απουσιάζεις εξάλλου από το πόστο σου χωρίς να δίνεις λογαριασμό στους ανωτέρους σου, επειδή απλώς ένοιωσες την ανάγκη να ξεφύγεις από τη ρουτίνα για μια-δυό μέρες, δεν έχει προβληθεί ως αίτημα από κανένα εργατικό κίνημα, καν από το πλέον ριζοσπαστικό. Άμα πεις δε για τα κομμουνιστικά κόμματα, όποτε ασκούσαν εξουσία, έδειχναν σιδερένια γροθιά.
Μονάχα στο ελληνικό δημόσιο, την εποχή των πολύ παχιών αγελάδων, έπαιρναν κάποιοι "άδεια από τη σημαία". Ή -οι πλέον ευνοημένοι- εμφανίζονταν μονάχα κάθε πρώτη και δέκατη πέμπτη του μηνός για να εισπράξουν τον μισθό τους.
Να ευθύνονται τάχα οι σεισμικοί κραδασμοί που έζησαν μυριάδες ελληνικές οικογένειες με τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 2010; Το ψυχικό τραύμα των τότε εφήβων οι οποίοι είδαν τους γονείς τους να φτάνουν συχνά στην απόγνωση, οι μισθοί τους να περικόβονται, τα δάνειά τους να κοκκινίζουν; Να ευθύνεται η συνθηματολογία των "αντιμνημονιακών δυνάμεων", που επαγγέλλονταν το σκίσιμο των μνημονίων και την επιστροφή στην προτέρα κατάσταση; Φαίνεται πάντως ότι πολλοί από τους σημερινούς τριαντάρηδες στην Ελλάδα (και διεθνώς για κάπως διαφορετικούς λόγους) έχουν μία ελάχιστα ρεαλιστική αντίληψη για το τί σημαίνει δουλειά. Επαγγελματική πρόοδος. Το απόφθεγμα που είχε υιοθετήσει ο Ωνάσης "ερέτην πρώτον χρήναι γενέσθαι πριν πηδαλίοις επιχειρείν" - "πρώτα θα κάτσεις στο κουπί κι ύστερα στο τιμόνι"- τους είναι τελείως ξένο.
Σιχαίνομαι την ηθικολογία. Δεν είναι επιβεβλημένο σε κανέναν να τον ευχαριστεί η δουλειά του. Έχουμε ίσα-ίσα όλοι μας την υποχρέωση -απέναντι στην ίδια τη ζωή μας- εφόσον δεν περνάμε καλά, να τα βροντάμε κάτω και να αναζητούμε ό,τι μας ταιριάζει περισσότερο. Αναλαμβάνοντας όμως το ρίσκο. Ρίχνοντας τη ζαριά που πιθανόν να φέρει εξάρες, πιθανόν και ντόρτια. Έχοντας πλήρη συνείδηση ότι παραιτούμενοι θα αντιμετωπίσουμε το φάσμα της ανεργίας. Και τη συναίσθηση πως είναι αναξιοπρεπές στα τριάντα μας να στηριζόμαστε στην ενίσχυση των μεσηλίκων ή υπερηλίκων γονιών μας.
Σού ξινίζουν τα μούτρα του αφεντικού σου; Ρίξε του δυό μούτζες. Ή -άμα έχεις τα κότσια- οργάνωσε τους συναδέλφους σου για να διεκδικήσετε μαζί καλύτερες συνθήκες εργασίας. Το να γκρινιάζεις "δεν υποχωρώ, αποχωρώ…" μάλλον αποτελεί συμπεριφορά κακομαθημένου νηπίου. Στο κάτω-κάτω δεν θα χάσει με την αποχώρηση σου και η Βενετιά βελόνι.
Να τραβιέσαι για πάρτη σου. Να αναλαμβάνεις ευχαρίστως την ευθύνη του εαυτού σου. Αυτό είναι το νόημα της ελευθερίας.
Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Πηγή: https://www.capital.gr/