Στις 25 Ιανουαρίου του 1935, ημέρα Παρασκευή και ώρα επτά το απόγευμα, ο Ανδρέας Εμπειρίκος δίνει στη Λέσχη Καλλιτεχνών στην Αθήνα (επί της οδού Καραγιώργη Σερβίας) μια διάλεξη που θα σημάνει την αρχή ενός παρατεταμένου κύκλου έκπληξης και δυσαρέσκειας.
Μυημένος στην ψυχανάλυση και αφοσιωμένος οπαδός του υπερρεαλισμού, ο Εμπειρίκος, που έχει ζήσει τα προηγούμενα χρόνια στο Παρίσι και έχει μπει στον κύκλο του Αντρέ Μπρετόν, μιλάει με πρωτοφανή ενθουσιασμό για ένα ποιητικό κίνημα, το οποίο έχει ταράξει τα διεθνή ύδατα, αλλά παραμένει τελείως άγνωστο στην Ελλάδα.
Ο ομιλητής είναι 34 ετών και δεν έχει βγάλει ακόμη βιβλίο – η «Υψικάμινος», με την οποία θα κάνει το ντεμπούτο του στα ελληνικά γράμματα, θα τυπωθεί εντός του 1935, ενώ την ίδια εποχή θα ξεκινήσει και η επαγγελματική του καριέρα στην ψυχανάλυση. Κάνοντας λόγο για τον υπερρεαλισμό, ο Εμπειρίκος θα αναφερθεί ευθύς εξαρχής σε μιαν εξαιρετικά επικίνδυνη μπόμπα: μια μπόμπα που επιζητεί να σαρώσει (και ει δυνατόν να εξαφανίσει) με το επαναστατικό της πνεύμα όχι μόνο το καλλιτεχνικό αλλά και το πολιτικοκοινωνικό κατεστημένο.
Ο Εμπειρίκος σπεύδει να καταγράψει από τις πρώτες αράδες της ομιλίας του τις διαφορές μεταξύ Νταντά και υπερρεαλισμού. Το Νταντά πιστεύει πως η ποίηση οφείλει να πηγάζει από το ασυνείδητο και ποντάρει, υπό την καθοδήγηση του Τριστάν Τζαρά, στη δύναμη της έκπληξης και του τυχαίου, δημιουργώντας έναν εκφραστικό χείμαρρο, που βιάζεται να αποτινάξει κάθε ακαδημαϊσμό και κάθε κανόνα, αλλά δεν διαθέτει την οργανωτική βούληση και την οραματική καθαρότητα του υπερρεαλισμού. Το Νταντά είναι μια σπουδαία ανταρσία, αλλά δεν έχει τα μέσα και τον τρόπο για να κάνει αποτελεσματική τη δράση του: μοιάζει περισσότερο με ένα «πάθος» και μια «πεποίθηση», με μια χειρονομία η οποία θα μείνει στα μισά του δρόμου λόγω της αοριστίας της και της έλλειψης ενός όντως επαναστατικού προσανατολισμού.
Στη χαλαρότητα και την αμηχανία του Νταντά ο υπερρεαλισμός θα αντιτάξει τον «οργανικό» του χαρακτήρα: τη θεμελιώδη άρνησή του να φτιάξει προμελετημένες παραστάσεις, την ακλόνητη πίστη του στην αποκάλυψη της εσωτερικής ροής της συνείδησης, καθώς και την προσήλωσή του στις ικανότητες του «ψυχικού αυτοματισμού», που θα δαμάσει το τέρας του ορθολογισμού και των άτεγκτων συνεπαγωγών του μέσω των υψηλών συνειρμών και της απελευθερωτικής λειτουργίας του ονείρου. Ο υπερρεαλισμός θα στείλει έτσι περίπατο όλα τα αυτονόητα και τις συμβάσεις και θα περιέλθει σε μια κατάσταση εκστατικής αφαίρεσης, που θα γεμίσει με τεράστια ενέργεια την ποιητική λέξη και θα μετατρέψει το περιεχόμενό της σε ένα διαρκές, ακατάλυτο γίγνεσθαι. Η ποίηση θα κατέβει από το θεϊκό βάθρο, στο οποίο την τοποθέτησαν ο ρομαντισμός και ο συμβολισμός και θα γίνει ένα με τη ζωή, σ’ ένα πεδίο όπου εκ των πραγμάτων θα ενώσει τη φωνή της με τον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό, κηρύσσοντας την επανάσταση και στο πολιτικό ή το κοινωνικό επίπεδο.
Ανεξάρτητα από το πόσο εκτεταμένα θα εφαρμόσει στην ποίησή του τέτοιες αρχές, ο Εμπειρίκος αναδεικνύεται στη διάλεξή του για τον υπερρεαλισμό σε έναν ανυποχώρητο υπερασπιστή της υπερρεαλιστικής ορθοδοξίας. Παραπέμποντας ακούραστα στα δύο μανιφέστα του Μπρετόν (του 1924 και του 1929) και μνημονεύοντας τα ιερά ονόματα του Αρτώ, του Σουπώ, του Νταλί, του Βιτράκ, του Αραγκόν και του Ελυάρ, ο Εμπειρίκος πολιτογραφείται με τη διάλεξή του ως ο κεντρικός εισηγητής και θεωρητικός του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, ακόμη κι αν πρέπει κάποια στιγμή να πάρει αποστάσεις, όπως προσφυώς σημειώνει στην εισαγωγή του ο Γιατρομανωλάκης, από τη σύμπλευση των υπερρεαλιστών με τους κομμουνιστές, οι οποίοι τον τρομάζουν με τη σιδερένια κομματική τους πειθαρχία. Τέτοιες επιφυλάξεις μπορεί να μην περνούν στη διάλεξη (στις ημέρες μας τις ξέρουμε από την αλληλογραφία του Εμπειρίκου με την οικογένειά του), που διαποτίζεται από μιαν ιδεολογία στράτευσης, αλλά σύντομα, μέσα στο 1935, θα συμπέσουν με το γεγονός της αποβολής των υπερρεαλιστών από τους κόλπους της Τρίτης Διεθνούς, επιδεικνύοντας την ευστοχία τους.
enet.gr
Πηγή: https://www.tameteora.gr/