Περνάς μιας μάντρας τον πλατύ γιαλό
Οι πέτρες άσπρες όπως ο αφρός στ’ ακροθαλάσσι
Λίγο πιο πέρα, ταξιδεύει το μυαλό,
Ψυχούλες πάμπολλες βλέπει εκεί να έχουν ξαποστάσει.
Μικρής κωμόπολης το γραφικό το κοιμητήρι
Δέντρο δεν έχει πια να το σκιάσει
Σε μια πεζούλα αδειανό παλιό λιβανιστήρι
Με ευσπλαχνία καρτερά τα μνήματα ν’ αγιάσει.
Σ’ αυτή τη θάλασσα μαύρο κουνιέται το μαντήλι
Μετά το «δεύτε τελευταίον ασπασμόν» στο εικονοστάσι
Στερνή παρηγοριά απέμεινε το βραδινό καντήλι
Να φέγγει συνοδιά στους που η καρδιά αρνείται να ξεχάσει.
Πηγή: https://www.logografis.gr/