“Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙ τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι. Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.” Ελένη του Γιώργου Σεφέρη
Πολλές φορές στη ζωή του ο καθένας φτάνει σε σημείο να αναρωτιέται γιατί έκανε ορισμένες επιλογές, λάθη, πράξεις. Άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο, άλλοι συνεχώς μέσα στη μέρα, άλλοι τα βράδια όταν πέφτουν για ύπνο και όλα τα φαντάσματα του παρελθόντος ελευθερώνονται μέσα στο σκοτάδι. Συνήθως τις περισσότερες φορές αναρωτιόμαστε για τα λάθος πράγματα, για πράγματα που δεν ευθυνόμαστε αλλά μας έπεισαν ότι ευθυνόμαστε.
Σε αυτό το πνεύμα κινείται και το ποίημα Ελένη του Σεφέρη. Παρουσιάζει μια διαφορετική εξέλιξη του Τρωικού Πολέμου, με μια Ελένη είδωλο για να καταλήξει στο ερώτημα του γιατί έγιναν όλες αυτές οι μάχες, γιατί πέθαναν τόσοι άνθρωποι. Για ένα πουκάμισο αδειανό. Αυτό μπορεί να μεταφερθεί σε χαμένες φιλίες, ανεκπλήρωτους έρωτες, άδεια χρόνια, μάταιες μάχες.
Όμως το παρόν άρθρο δε θα ασχοληθεί (εμφανώς τουλάχιστον) με όλα αυτά. Γιατί όπως και κάθε ποίημα που σέβεται τον εαυτό του, πίσω από την μελαγχολία των καθημερινών αγωνιών, κρύβει και ένα πιο συστημικό ερώτημα. Γιατί πολλές φορές είμαστε τόσο βουτηγμένοι στις ατομικές επιλογές, που ξεχνάμε τις συλλογικές.
Αφορμή για το άρθρο ήταν (εκτός από τους συνειρμούς του ποιήματος) οι εικόνες της Μεγάλης Βδομάδας. Γιατί όταν βρέθηκα μέσα σε μια λαοθάλασσα ένα πρωινό στην αγορά, και σε μια αντίστοιχη λαοθάλασσα το βράδυ σε μια πλατεία, το πρώτο που αναρωτήθηκα ήταν γιατί κάναμε ό,τι κάναμε το τελευταίο εξάμηνο. Γιατί έστελνα μηνύματα όταν έβγαινα, γιατί με κυνηγούσαν όταν κατέβηκα σε πορείες, γιατί τσακωνόμουν με κόσμο για το Πολυτεχνείο, γιατί βιαζόμουν να γυρίσω πριν τις 9 σπίτι, γιατί ήταν οι καφετέριες κλειστές.
Όλα για ένα πουκάμισο αδειανό.
Έξι μήνες κοινωνικής απόσυρσης, με διακόσια κρούσματα τη μέρα, για να ανοίξουν τα πάντα άρον άρον μαζί με τον τουρισμό και με δεκαπλάσια κρούσματα . Πρόστιμα, ξύλο στη Νέα Σμύρνη, ξύλο σε πορείες, κρυφά μαζέματα, όλα για το τίποτα. Και στο φόντο μια διαλυμένη οικονομία, πολλές επιχειρήσεις στο όριο, πολλοί συμπολίτες μας στο όριο. Και πώς τελικά άνοιξαν όλα;
Εμβόλια, self test, rapid test. Ποιος τα ζητούσε από την αρχή της πανδημίας όλα αυτά; Η πλειοψηφία των νοσοκομειακών γιατρών, η ΟΕΝΓΕ, οι κομμουνιστές, οι αριστεροί. Για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε όσο το δυνατόν ομαλά ως κοινωνία, χωρίς ασφυκτικά lockdown και χωρίς (στρατιωτικού τύπου σχεδόν) καταστολή. Τι λέγανε τότε ο φίλος μας ο Σωτήρης, η κυβέρνηση, τα ΜΜΕ; Γραφικοί, ανεύθυνοι, επικίνδυνοι.
Τώρα; Τελικά χρειαζόταν η επιδημιολογική επιτήρηση; Τελικά μπορούν να γίνονται εκδηλώσεις σε ανοιχτούς χώρους με τα απαραίτητα μέτρα προστασίας; Τελικά μπορούν να είναι ανοιχτές οι καφετέριες και τα καταστήματα; Πού είναι τώρα όλοι αυτοί; Πού είναι όσοι κουνούσαν το δάχτυλο σε κάθε ευκαιρία στη Νεολαία; Στη θέση τους είναι και συνεχίζουν με νέα παραμύθια, νέους δράκους, νέους ιππότες.
Τα sms και το ωράριο απαγόρευσης έχουν παιδαγωγικό χαρακτήρα δήλωσαν. Ενώ όλοι έχουν καταλάβει πόσο φαιδρό, γελοίο και ανούσιο ήταν όλο αυτό που έγινε το τελευταίο εξάμηνο. Ενώ κανένας ποια δεν τα παίρνει στα σοβαρά τα μέτρα αυτά. Τι παιδαγωγικό χαρακτήρα έχουν; Σε τι αποσκοπούσαν τελικά αφού και οι ίδιοι παραδέχονται ότι δε σχετίζονται με την πανδημία;
Για να απαντήσουμε μπορούμε να το συνδυάσουμε πως ενώ ανοίγουν όλα, υπάρχει κάτι που για άγνωστο λόγο παραμένει κλειστό: τα πανεπιστήμια. Και τι έχει απαγόρευση κυκλοφορίας, παιδαγωγικού τύπου απαγορεύσεις και κλείνει τα πανεπιστήμια γιατί τα φοβάται; Να βοηθήσουμε. Η λέξη έχει έξι γράμματα. Και ξεκινά από Χ.
Όλα αυτά λοιπόν δεν είχαν και δεν έχουν καμία σχέση με την υγεία και την πανδημία. Αν είχαν θα άνοιγαν κανονικά εμβολιαστικά κέντρα. Θα διενεργούσαν κανονικούς επιδημιολογικούς ελέγχους. Και θα προσλαμβάναν υγειονομικό προσωπικό. Δε θα τα φόρτωναν όλα στο ήδη υπάρχον προσωπικό, στα ήδη υπάρχοντα νοσοκομεία, στους συνήθεις ύποπτους, τους επικουρικούς και τους ειδικευόμενους. Μέχρι να φύγουν και αυτοί για άλλες πολιτείες.
Όλα αυτά συνέβησαν για τη διαπαιδαγώγηση και την πειθάρχηση σε ένα καταπιεστικό και αυταρχικό καθεστώς. Σε ένα καθεστώς διεστραμμένων, αδίστακτων και αριβιστών πολιτικών. Ώστε να ξηλώσουν ό,τι υπάρχει και θυμίζει κράτος πρόνοιας. Και θα συνεχίσουν. Θα δημιουργήσουν νέα αφηγήματα, νέους κακούς, νέες σταυροφορίες. Όταν χρειαστεί θα επαναφέρουν τις απαγορεύσεις. Γιατί; Γιατί τους αφήσαμε.
Πολλά πράγματα στοιχειώνουν τον καθένα μας τα βράδια. Την ώρα που οι καθεστωτικοί απολαμβάνουν τα σχέδιά τους, εμείς οι υπόλοιποι, η πλέμπα, κινείται ανάμεσα στις κρίσεις πανικού, το άγχος, την κατάθλιψη, την απογοήτευση, την αβεβαιότητα. Ένα από τα πράγματα που με στοιχειώνει περισσότερο είναι εκείνο το χουντικής έμπνευσης διάγγελμα του κ. Χρυσοχοΐδη, στο οποίο προανήγγειλε με ύφος στρατάρχη την απαγόρευση της πορείας για το Πολυτεχνείο.
Όχι όμως αυτό καθαυτό το διάγγελμα αλλά ότι πολλοί που θεωρούνται αριστεροί και προοδευτικοί συμφώνησαν και συντάχθηκαν με αυτό. Ότι προτίμησαν να αγνοήσουν τις επιστημονικές μελέτες που υπήρχαν, τους Γιατρούς για να συμφωνήσουν με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Και ελπίζω όπως όλους μας μάς στοιχειώνουν καταστάσεις που δειλιάσαμε, που δεν προχωρήσαμε, που κάναμε πίσω, έτσι και αυτοί τα βράδια που πέφτουν για ύπνο, να θυμούνται πως κάποτε συμφώνησαν με αυτό το διάγγελμα.
Γιατί όλοι έρχεται η στιγμή που βρισκόμαστε μπροστά σε διλλήματα και επιλογές που μας καθορίζουν. Ακόμα και αν εκείνη τη στιγμή δεν το καταλαβαίνουμε. Υπάρχουν επιλογές που χωρίς να το σκεφτούμε μπορούμε να θυσιάσουμε την αθωότητα από το βλέμμα μας, τη φαντασία από την εργασία μας, τη χαρά από τον αγώνα.
Για όλους τους υπόλοιπους λοιπόν ελπίζω όταν βρεθούμε πάλι μπροστά σε αντίστοιχες επιλογές, να σταματήσουμε να προσπαθούμε να σώσουμε ένα σύστημα που δε σώζεται, σχέσεις που δε φτιάχνονται, αφεντικά και προϊστάμενους που δεν αλλάζουν, γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που δεν εκδημοκρατίζονται. Και να προσπαθήσουμε να σώσουμε κάποιον που το αξίζει περισσότερο. Τον εαυτό μας. Και την τάξη μας. Και να φτιάξουμε το δικό μας παραμύθι, αντί να ζούμε στο δικό τους που πάντα θα έχει λυπημένο τέλος για εμάς. Να φτιάξουμε ένα δικό μας με χαρούμενο τέλος για εμάς. Χωρίς άλλα πουκάμισα αδειανά. Αλλιώς τη βάψαμε.
“Κι αντί να ψάχνεις τριαντάφυλλα στα στήθη αυτών που χάμω τα πετάξανε Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι αλλιώς τη βάψαμε” Δ. Τσακνής
Χριστοδούλου Πάνος, Βιοπαθολόγος / Εργαστηριακός Ιατρός, MSc Διοίκησης Μονάδων Υγείας, Υποψήφιος Διδάκτορας Ιατρικής Πανεπιστημίου Πατρών, PGCert Διαχείρισης κρίσεων στη δημόσια υγεία και ανθρωπιστικής απάντησης, Μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ Τρόφιμα, Διατροφή και Μικροβίωμα της ιατρικής του ΔΠΘ
Πηγή: http://www.katiousa.gr/