Ιωάννης Πολέμης (1911)
Χιονίζει. Ποιός ψηλά μαδάει το νέφη
και πέφτουνε τα πούπουλα λευκά
και με παιγνίδια ο άνεμος τα στρέφει
και στρέφοντας την παγωνιά γροικά;
Ζευγάρι του σπιτιού τα περιστέρια
μεσ’ στον περιστεριώνα έχουν κρυφτή
κ’ οι στοργικοί σπουργίτες με τα ταίρια
μεσ’ στη φωλιά των ζάρωσαν κι’ αυτοί.
Σε λίγο θα μας δείχνουν όψιν ίδια
κ ΄η χλόη κ’ η πέτρες· του σπιτιού η σκεπή
θε νάχη μαρμαρένια κεραμίδια
κ’ η γη θα στρώση κάτασπρο ταπί.
Χιονίζει. Τι χαρά του, ω! Τι χαρά του
όποιος μ’ αυτό τον άγριο τον καιρό
κλεισμένος στη ζεστή την κάμαρά του
βλέπει το τζάκι αντίκρυ του πυρό.
Και μισοξαπλωμένος δίχως έννοια,
δίχως φροντίδες, στο πλευρό του εκεί
κοιτάζει δύο χεράκια λεφαντένια
που παίζουν μια σονάτα ερωτική.
Και τη στιγμή που φθάνει να τελειώσει
αργά η σονάτα το γλυκό σκοπό,
σηκώνεται, και με λαχτάρα τόση
φιλεί τα χέρια μ’ ένα σ’αγαπώ!
Χιονίζει. Ποιός ψηλά μαδάει τα νέφη
και πέφτουνε τα πούπουλα λευκά
και με παιγνίδια ο άνεμος τα στρέφει
και στρέφοντας την παγωνιά γροικά;
Δακρύζουν τα γυαλιά τα θολωμένα
κάθε σπιτιού. Φτωχέ τραγουδιστή,
το χέρι σου βαστάζοντας την πέννα
ξυλιάζει στο χιονάτο σου χαρτί.
Πηγή: taathinaika.gr